24 C
Galatsi
Σάββατο, 18 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Έρωτας, σκέτη μελάνη

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Της Άννης Νούνεση

    Δεν ήτανε όμορφη η Αντιόπη.

    Κοντούλα ήτανε με πολύ σγουρά μαλλιά. Μαλλιά που τα  είχε πάντα κομμένα αγορίστικα. “Σπάνιον δια την εποχήν της”, γι’ αυτό και όλοι τηνε κουβεντιάζανε. Τα ‘σπρωχνε όμως τα μαλλιά της η Αντιόπη πίσω από τα αυτιά, με χάρη πολύ γιατί ήθελε να φαίνονται τα χρυσά σκουλαρίκια της. Εκείνα που είχε με τις μπλε χαντρούλες και φώτιζαν τα μάτια της.

    -- Διαφήμιση --

    Γιατί εκεί ήταν όλη της η ομορφιά. Είχε δυο μάτια η Αντιόπη, σαν νερά θαλασσινά. Και αλλάζανε. Αλλάζανε χρώμα. Το πρωί ήτανε γαλανά μα το απομεσήμερο την ώρα που ζωγράφιζε ο Γιαλλινάς, τα μάτια της παίρνανε λες το χρώμα από την παλέτα του.

    «Πάλι τα χρώματα μου κλέβετε Αντιόπη» της έλεγε ο ζωγράφος. «Εσείς πιτόρε μου, αντιγράφετε τους οφθαλμούς μου, δια να ικανοποιήσετε την τέχνη σας» απαντούσε η Αντιόπη και σήκωνε με χάρη το φριδάκι της γιατί είχε καταλάβει πως το φως που έμπαινε με αυτή την κίνηση στους οφθαλμούς της, ζωγράφιζε στο πρόσωπό της.

    -- Διαφήμιση --

    Όσο σβέλτο ήταν το σώμα της άλλο τόσο και παραπάνω ήτανε το μυαλό της. Είχε τον νου γεμάτο λέξεις με νερό και ήξερε το λόγο της ποτάμι να τον κάνει. Έγραφε. Έγραφε με τον κονδυλοφόρον της νυχθημερόν.

    Θα πάθουν, κόρη μου τα μάτια σας της έλεγε ο πατέρας της, μα και η μητέρα της τον ίδιο είχε φόβο. «Θα αναγκαστείτε» της έλεγε «να φορέσετε γυαλιά» η καψερή «και πάει το ατού σας, ποίος νομίζετε ότι θα σας νυμφευθεί, φορώντας οκιάλια; Ουδείς, εφόσον δε άλλο προσόν δεν έχετε, παρά τους οφθαλμούς σας θα ήτο πρέπον και σωστόν να τους περιφρουρείτε και όχι να εκθέτετε την μόνην ομορφιά σας εις της μελάνης τα οξέα, με κίνδυνον να στραβωθείτε γράφοντας μπαρτσελέτε, πόσο μάλλον ριμέτε που ουδείς όπως αντιλαμβάνεσθε κατανοεί».

    Μα η Αντιόπη είχε δικό της τρόπο να σκέφτεται. Ποντίγιο έχει λέγανε όλοι. “Ακόμη και στην βόλτα μόνον με αυτούς που έχουν πένα ομιλεί, με όσους γράφουνε εις τας εφημερίδας” , λέγανε οι φίλοι μα και οι συγγενείς. “Οι μισοί είναι νόμπιλε, άλλοι είναι παντρεμένοι , άλλοι με τα σονέτα τους.  Ποιος θα την πάρει; Ουδείς.  Με τον κονδυλοφόρο και εκείνο το μπουκάλι το μπλαβί θα κοιμηθεί ως το τέλος αγκαλιά, δίχως χαρά, να νιώσει”.

    Ουδείς γνώριζε ότι η Αντιόπη εις τον περίπατόν της τον απογευματινό έστεκε εις τον ανθώνα ανταλλάσσοντας λέξεις με έναν κύριο μελαχροινό, όμορφον,  λεπτόν και με γενειάδα. Με αυτόν που  της είπε μόνον  το εξής «Θα σας προμηθεύσω Σανσκριτικήν μελάνην, να μένουν όσα μου λέτε μέσα  μου ανεξίτηλα».

    Έκτοτε η Αντιόπη είχε νουν μόνον δια τα Σανσκριτικά. Λέγανε  μάλιστα πως σαν έλαβε από εκείνον την μελάνην του έστειλε με του πατέρα της τον αμαξά, εις το χωριό, λουλούδια , πως φόρεσε γυαλιά και πως μετέφραζε Σανσκριτικά ίσως για να του μοιάσει. Έτσι είπανε τότε πως είναι ο έρωτας, σκέτη μελάνη.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...
    -- Διαφήμιση --