19.5 C
Galatsi
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ζηνοβία

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Διήγημα της Ρίας Καλφακάκου

    Γεννήθηκα άτυχη, συνήθιζε να λέει η Ζηνοβία, πέθανε ο πατέρας μου, όταν ήμουν αχρόνιστη και παραλίγο να μου δώσουν το όνομά του, μα πως να κάνεις γυναικείο το Επαμεινώντας. Έτσι πήρα το όνομα μιας γιαγιάς, ξενομερίτισσα ήτανε, μα τίμησε το στεφάνι της.

    Λίγους μήνες μετά πέθανε ο αδελφός της, 8 χρονών παλληκαράκι, από πνευμονία. Τι γιατρούς φέρανε, τι βεντούζες και πρακτικά κάνανε, δεν γλύτωσε. Η μάνα της, η Αγγέλω με τ’ όνομα, παραφρόνησε και στην κηδεία του γιου πέταξε το μωρό πάνω στον τάφο και καταριόταν το Θεό. Όλους μου τους πήρες Γιεχωβά, έλεγε, παρ’ την κι αυτήν. Τρόμαξε ο παπάς και της έκανε εξορκισμό.

    -- Διαφήμιση --

    Οι αδελφές της χήρας κι η νύφη της προπάντων, που είχε βαφτίσει το μωρό, φρόντιζαν τη μικρή, που να εμπιστευτούν τη μάνα της, αυτή πάει τρελάθηκε. Η νύφη που χρόνια προσπαθούσε να κάνει παιδί, μα δεν τα κατάφερνε, πήρε το κοριτσάκι σπίτι της και τούκανε όλα τα χατίρια. Τις νύχτες κοιμόντουσαν αγκαλιά και το νανούριζε, τούφτιαχνε τα καλύτερα φαγητά και πάντα κρέας να καρδαμώσει, το στόλιζε με κορδέλες και φιογκάκια στα μαλλιά.

    Αφού πέρασε ένας χρόνος, συνήλθε η Αγγέλω και ζήτησε την κόρη της πίσω. Απελπίστηκε η Χρύσα πούχε αγαπήσει το παιδί σαν δικό της, μα τι να κάνει, το άφησε να γυρίσει στη μάνα, δεν είχε και το δικαίωμα, μα η καρδιά της σκίστηκε.

    -- Διαφήμιση --

    Μεγάλωνε καλά η Ζηνοβία, η μάνα της δεν την έστελνε στα χτήματα, η νονά όλο δώρα της έφερνε και τα ξαδέλφια της παίρναν την ορφανή μαζί τους στα παιχνίδια και στις βόλτες, όσο για τις γιορτές, που εκεί φαίνεται η μοναξιά, μαζεύονταν όλα τα αδέλφια και τα ανίψια και γλεντάγανε μαζί, όπως συνηθιζότανε τότε στις οικογένειες. Αν και αγράμματη η ίδια η Αγγέλω, εκτιμούσε τα γράμματα, έτσι έστειλε την κόρη της μέχρι το γυμνάσιο να μορφωθεί. Πήγε ως την τετάρτη τάξη γιατί μετά ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή και σταμάτησε.

    Ευτυχώς στα χωριά τα είχαν όλα, κήπους και μποστάνια και λίγες κότες και μια κατσίκα, ακόμα και οι πιο φτωχοί. Άκουγαν για την πείνα στην Αθήνα και φρίττανε.

    Η Αγγέλω, που όσο μπόι της έλειπε τόση εξυπνάδα και δυναμισμό είχε, τάβγαζε πέρα με τα χτήματα, έπαιρνε κι εργάτες, δεν τους έλειψε τίποτα. Τόσο ατρόμητη ήτανε, που διηγούνται πως όταν ένας Γερμανός στην κατοχή πήγε να της πάρει το γουρούνι, τον κυνήγησε με τη μαγγούρα.

    *

    Ένας από τους εργάτες, ο Μπάμπης, πάμπτωχος, μα ωραίο παλληκάρι, και καλός δουλευτής, ερωτεύτηκε τρελά τη Ζηνοβία. Προς το τέλος του πολέμου, έγινε κομμουνιστής κι έλεγε τη Ζηνοβία πλουτοκρατία, και την προειδοποιούσε πως μόλις γίνει ο σοσιαλισμός, θα μοιράσουν τα χτήματα σε όλους κι αυτή η καλομαθημένη θα πάει να μαζεύει ελιές, να δει τι σημαίνει ο μόχθος του εργάτη.

    Κολακευότανε η μικρή από το πάθος του, της άρεσε κιόλας, μα δεν θα παντρευότανε ποτέ ένα ξυπόλυτο, όσο για τα άλλα, την ισότητα και την κατάργηση της ιδιοκτησίας, τίποτα δεν θα γινότανε, φαινότανε πως χάνανε οι κομμουνιστές από τους Άγγλους στην Ελλάδα.

    *

    Αργότερα τη ζήτησε ένας έμπορος από την κοντινή κωμόπολη, βρισκόντουσαν στα πανηγύρια κι ανταλλάσσανε ματιές και στο συρτό πιάνονταν από το χέρι. Η μάνα της δεν τον βρήκε αρκετά καλό για την μοναχοκόρη της κι η κόρη, αν και λίγο ερωτευμένη, δεν αντέδρασε, ονειρευότανε κι αυτή μεγαλεία στην πόλη, να ξεφύγει από το χωριό.

    Ήμουνα βλέπεις μεγαλοπροικούσα κι όμορφη και τα προξενιά ήταν πολλά, έλεγε η ίδια αργότερα.

    Ένας από την Αθήνα, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος και με περιουσία,την είδε στο σπίτι της ξαδέλφης της και ξετρελάθηκε, μα η Αγγέλω δεν ήθελε να φύγει το κορίτσι της τόσο μακριά. Πρότεινε ο υποψήφιος γαμπρός ναρθεί η πεθερά να μείνει μαζί τους, τι δεν της έταξε, μα τίποτα δεν έγινε.

    *

    Με τόνα και με τάλλο, έφτασε εικοσιπέντε χρονών η Ζηνοβία κι άρχισε να φοβάται πως θα μείνει γεροντοκόρη, Στο τελευταίο προξενιό ήταν ένας άντρας πάνω από 10 χρόνια μεγαλύτερος, μα σοβαρός, μορφωμένος και ευκατάστατος και, αν και φαλακρός, αρκετά όμορφος. Δεν τα ψιλολόγισε η κόρη, είπε πως θέλει κι η μάνα τα μέτρησε, έμπορος με πτυχίο οικονομικών και μαγαζί στην κοντινή πόλη, δεχότανε και την πεθερά μαζί κι η προίκα που ζήταγε ήταν λογική.

    Για να μην πουλήσει τα χωράφια η Αγγέλω, απαίτησε από τον αδελφό της να προικίσει την αναδεξιμιά και ανιψιά του. Τόσα σπίτια είχε χτίσει στην πόλη, σίγουρα βοήθησαν και όσα έβγαλε, τα χρόνια που η χήρα τον είχε ορίσει επιστάτη στην περιουσία της κι αυτός πούλαγε τις ελιές και τα σύκα. Και η αδελφή του ποτέ δεν του ζήτησε αποδείξεις για τα λεφτά.

    Η νύφη, η Χρυσή, που στην ουσία είχε το κουμάντο, δεν αντέδρασε, βλέπεις είχε αγαπήσει κι αναθρέψει τη Ζηνοβία και την είχε ακόμα στην καρδιά της, μια καρδιά που σκλήραινε χρόνο με το χρόνο.

    Έτσι έκλεισε η συμφωνία κι ετοιμαζότανε ο γάμος.

    Στην περίοδο του αρραβώνα ανταλλάσανε γράμματα ρομαντικά, «μου λείπεις, θέλω να αναπνέω τον αέρα που αναπνέεις, έρχεσαι κάθε βράδυ στα όνειρά μου», βρισκόντουσαν πάντα με επιτήρηση, κάτι κλεφτά φιλιά μόνο αντάλλαξαν. Έγινε ο γάμος, τέλειωσε και ο μήνας του μέλιτος στην Αθήνα, κι εγκαταστάθηκαν σ’ ένα από τα σπίτια του θείου Αριστόβουλου και της αγαπημένης νονάς.

    Ο Νίκος, ο γαμπρός, καλός ήτανε αλλά αδιάφορος. Η Ζηνοβία, που είχε δει άντρες να λιώνουν για χάρη της, σαν να άρχισε να μετανιώνει.

    Της φόρτωσε και το μικρότερο αδελφό του, το Στρατή, να έρχεται να τρώει και να κοιμάται σπίτι τους, να τον πλένουν και να του σιδερώνουν τα πουκάμισα. Μα το μαγαζί έβγαζε λεφτά κι έτσι πήραν και μια ψυχοκόρη στο σπίτι, ήταν η εποχή που ερχόντουσαν από τα χωριά τα φτωχοκόριτσα, υπηρέτριες για ένα κομμάτι ψωμί. Οπότε είχε βοήθεια η νιόνυφη που ήταν και καλομαθημένη και δεν ήξερε από βαριές δουλειές. Και για την πλύση κάθε μήνα και δυο τρεις φορές το χρόνο για γενικό καθάρισμα, έπαιρνε και παραδουλεύτρα.

    *

    Μετά από δυό αποβολές γέννησε το πρώτο παιδί η Ζηνοβία, δύσκολη γέννα, κόντεψαν να πεθάνουν κι αυτή και το παιδί.

    Ευτυχώς ήρθε ένας φημισμένος γιατρός από την Αθήνα και σώθηκαν. Μετά από τόση αγωνία, χάρηκε τόσο ο Νίκος, που αγκάλιασε το βρέφος και το φίλησε πριν ακόμα το φασκιώσουν, σαν άκουσε το πρώτο του κλάμα, κι ούτε τον πείραξε που ήταν κορίτσι. Στους δεκάξη μήνες ήρθε το δεύτερο παιδί, εύκολη γέννα, στα σκαλιά της κλινικής τη γέννησα, έλεγε αργότερα η Ζηνοβία.

    Μα ήτανε πάλι κορίτσι κι αυτή τη φορά ο Νίκος ήταν βαρύθυμος, δεν έδινε σημασία στο μωρό κι είπε να πάει σε άλλο δωμάτιο, να μην τον ενοχλεί το κλάμα του.

    Πέρασαν δυόμισυ χρόνια μέχρι να γεννηθεί ο πολυπόθητος γιός, και τότε κέρασε όλους τους γείτονες, ο ευτυχής πατέρας.

    *

    Σ’ αυτό το διάστημα ήρθε μια ανιψιά της Χρυσής, που ήταν πια χήρα, να μείνει μαζί της και με την υπόσχεση να την προικίσει. Έμενε στο διπλανό σπίτι, το λυπήθηκε η Ζηνοβία το κορίτσι, τι θα τραβήξει από τη θειά, που όσο περνούσαν τα χρόνια γινότανε και πιο στριμμένη.

    Έγιναν αμέσως φίλες με την Ελευθερία κι αυτή τη φώναζε Νιόβη, χαϊδευτικό που της έμεινε πια ως τα γεράματα.

    *

    Μετά από πολλά χρόνια, είχε πεθάνει η γρια μέγαιρα επιτέλους, η κακία την κράτησε ζωντανή ως τα εκατό σχεδόν, η Ελευθερία εξομολογήθηκε στη Νιόβη «της χρωστώ ευγνωμοσύνη γιατί με έσωσε, εκείνη την εποχή ήμουν απελπισμένη, ποιος ξέρει τι θα είχα απογίνει, μα ήταν κακός άνθρωπος, έβγαζε όλη τη δική της δυστυχία πληγώνοντας τους άλλους».

    Εν τω μεταξύ ο κουνιάδος της Νιόβης, που στην αρχή της φαινόταν βάρος, έγινε ο φίλος και ο μπιστικός της. Είχαν την ίδια ηλικία και ήταν φανερό πως τη θαύμαζε, της το λέγαν κι άλλοι, αφού ο Στρατής παντού διαλαλούσε πως δεν παντρεύεται, γιατί δεν βρίσκει γυναίκα σαν τη νύφη του, τόσο καλή, νοικοκυρά και όμορφη. Είχε φιλενάδες ο κουνιάδος πολλές, μα η καρδιά του ήταν δοσμένη στη γυναίκα του αδελφού του.

    Ο μεγάλος αδελφός, που σεβόταν τη γυναίκα του σαν μητέρα των παιδιών του, μα δεν την είχε αγαπήσει, κοιμότανε, έλεγε η πονηρή θειά Χρυσή, και τίποτα δεν είχε ψυλλιαστεί.

    Πέρασαν δώδεκα χρόνια, η γρια Αγγέλω πέθανε, δυό χρόνια την είχε φέρει κι αυτή σπίτι και τη γιατροπόρευε η Νιόβη.

    Πως έτυχε εκείνο το καλοκαίρι, πήγαν τα δυό κορίτσια κατασκήνωση, και το γιό, που ήταν ένα όμορφο και γελαστό αγοράκι, τον πήρε στο χωριό μια ξαδέλφη της Νιόβης, να παίζει με τα ξαδέλφια του, και να πάρει καθαρό αέρα.

    Πάνω εκεί φεύγει κι ο σύζυγος, για μια βδομάδα, σε ένα από τα συχνά ταξίδια του στην Αθήνα, αφήνοντας τη γυναίκα του στη φροντίδα του αδελφού του.

    Μόνοι στο σπίτι οι δυό τους, ακόμα νέοι, ούτε σαράντα, το κρυφό πάθος φούντωσε, κάτι τυχαία αγγίγματα, κάτι ματιές, δυό μέρες άντεξαν πριν πέσουν στο κρεβάτι.

    Έκλαιγε πικρά η Νιόβη, αμάρτησα έλεγε, μα στο βάθος δεν το μετάνιωνε, πρώτη φορά ένιωσε τον έρωτα ολοκληρωμένα.

    Όλες τις μέρες, μάλλον όλες τις νύχτες, τις περάσαν αγκαλιά.

    Άργησε κι ο Νίκος τρεις μέρες παραπάνω, μα είχε εμπιστοσύνη στον αδελφό του, δεν θα της λείψει τίποτα της γυναίκας μου έλεγε.

    Και πράγματι τίποτα δεν της έλειψε, μα όχι αυτό που φανταζότανε.

    Κι έτσι ξεκίνησε η περίοδος της παράνομης σχέσης, με όλες τις διευκολύνσεις της συγκατοίκησης. Έλειπαν τα παιδιά στο σχολείο, στα φροντιστήρια, ο Νίκος όλη μέρα στο μαγαζί ήτανε, είχαν πολλές ευκαιρίες να βρίσκονται οι δύο εραστές.

    Οι δουλειές πήγαιναν καλά. Ο αδελφός είχε ανοίξει δική του επιχείρηση με λάδια, αποφάσισαν να πάρουν ένα αυτοκίνητο τα δυό αδέλφια μαζί, έτσι ή αλλιώς μαζί πήγαιναν στις εκδρομές και στα μπάνια.

    Μετά από 3-4 χρόνια, βρέθηκε μια καλή ευκαιρία να συνεταιριστεί ο Σωκράτης στην Αθήνα με ένα λαδέμπορο με πολλή πελατία. Παρακαλούσε τη Νιόβη να φύγουν μαζί, οι κόρες της ήταν πια στο γυμνάσιο κι ο γιος τέλειωνε το δημοτικό. Ο Νίκος θα τα φρόντιζε καλά, τα αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και ιδιαίτερη αδυναμία είχε στη μεσαία την Αγγελική, αυτή που δεν την ήθελε όταν γεννήθηκε.

    Δίσταζε η Νιόβη, αγαπούσε κι αυτή πολύ τα παιδιά της, μα όταν ο εραστής της είπε πως το αποφάσισε, θα φύγει στην Αθήνα, δεν άντεξε. Περίμενε ως να τελειώσουν τα σχολεία, του είπε.

    Τότε προφασίστηκε η Νιόβη δουλειές στο χωριό, κι ο Στρατής προσφέρθηκε να την πάει με το αυτοκίνητο. Έφυγαν στην Αθήνα κι από κει έστειλαν γράμμα στο Νίκο, λέγοντας πως αγαπιόντουσαν, μα αποκρύβοντάς του τη μακροχρόνια παράνομη σχέση.

    *

    Έπεσε από τα σύννεφα ο μεγάλος αδελφός, τέτοια διπλή προδοσία δεν την περίμενε. Με έκπληξη ανακάλυψε πως είχε δεθεί με τη γυναίκα του, η οποία τα τελευταία χρόνια, ήταν και πιο γλυκιά μαζί του, έδειχνε ενδιαφέρον για τα προβλήματα στο μαγαζί, τούφτιαχνε τα φαγητά που του άρεσαν και δεν του χάλαγε χατήρι. Μεγαλώνοντας, είχε και ξεπαιδιάσει πια, δεν ήταν συνέχεια κουρασμένη, είχε αλλάξει, ξεπέρασε τις αναστολές που είχε τα πρώτα χρόνια του γάμου, ήταν πιο διαθέσιμη σε ερωτικά παιχνίδια, πιο θερμή στο κρεββάτι.

    Πρώτη φορά στη ζωή του, ο έξυπνος αλλά λίγο αγαθός στα κοινωνικά Νίκος, πονήρεψε.

    Είπε σε όλους πως η γυναίκα του έπρεπε να βοηθήσει τη μεγάλη αδελφή του, χήρα και άτεκνη, που είχε αρρωστήσει και θα έκανε μεγάλη εγχείρηση, καρκίνο στο στήθος. Ζήτησε και τη βοήθειά της, της τα είπε όλα, κι αυτή ορκίστηκε νάχει το στόμα κλειστό. Είχε αδυναμία στα δυό αδέλφια της, δεν ήθελε να σφαχτούνε.

    Για το Στρατή δεν υπήρχε πρόβλημα, του διαμήνυσε πως δεν θα τους κυνηγήσει και να φροντίσει αυτός τις δουλειές του, ώστε όλοι να ξέρουν πως μετακόμισε στην πρωτεύουσα.

    Η θειά Χρυσή και η Ελευθερία, κάτι ψυλλιάστηκαν, μα δεν έλεγαν τίποτα. Πήρε ο Νίκος μια γυναίκα μισή μέρα, να φροντίζει το σπίτι, τα κορίτσια στην εφηβεία είχαν το μυαλό τους στα αγόρια, ο γιος που ήταν όλα τα χρόνια κολημένος με τη μάνα, είχε αρχίσει να απογαλακτίζεται, έπαιζαν ρόλο και οι ορμόνες. Πάντως δεν έδειχναν να στεναχωριούνται που έλειπε η μάνα από το σπίτι. Εξάλλου ο πατέρας ήταν καλύτερος από ποτέ, τους έπαιρνε ότι θέλανε και είχανε και περισσότερη ελευθερία.

    Ο Νίκος άρχισε να γράφει στη γυναίκα του, σοβαρά στην αρχή, της έλεγε να σκεφτεί τα παιδιά της, μα όσο πέρναγε ο καιρός τα γράμματα γίνονταν όλο και πιο παθιασμένα. Αυτός που στις εκθέσεις στο σχολείο είχε το χαμηλότερο βαθμό, άρχισε να γίνεται ποιητής. Της εξομολογούνταν πως την αγαπούσε, πως κάθε βράδυ τη σκεφτόταν και είχε κυριεύσει τα όνειρά του. Γύρισε πίσω, της έλεγε, και ποτέ δεν θα σε κατηγορήσω, ξέρω πως έφταιγα κι εγώ. Θα πέσω στα πόδια σου να με συγχωρέσεις, της έλεγε, είσαι η μόνη γυναίκα που αγάπησα, η ζωή μου δεν αξίζει χωρίς εσένα.

    Σαν να άρχιζε να λυγίζει η Νιόβη, έβλεπε πως δεν ήταν λόγια του αέρα, πονούσε κι η μητρική της καρδιά. Από την άλλη, ο Στρατής με τη σιγουριά του νικητή, είχε γίνει πιο απόμακρος, έλειπε και πολλές ώρες για να στήσει τη δουλειά με το μεγαλέμπορο.

    *

    Λίγους μήνες μετά, η πρωτότοκη κόρη που είχε ανθίσει σα λουλούδι, πρώτη μαθήτρια, με βραβεία, και υπόδειγμα ηθικής, λέγαν στο σχολείο, τάμπλεξε με το νεαρό γόη της πόλης. Όμορφος σαν ηθοποιός ήταν ο Χρήστος, μα επιπόλαιος , είχε μπει και στη Βιομηχανική στην Αθήνα κι εκεί είχε κι άλλες φιλενάδες. Χωρίς επίβλεψη η Λίλα, άρχισε να φεύγει κρυφά τα βράδυα, και στο τέλος έμεινε έγκυος. Για γάμο ούτε λόγος, αυτή ήθελε να σπουδάσει, σε ένα χρόνο θα έδινε εξετάσεις και θάμπαινε στην καλύτερη σχολή. Όσο για το Χρήστο, ούτε τον εαυτό του δεν μπορούσε να ζήσει, ήθελε και να γλεντήσει τα νιάτα του, δεν ήτανε για παντρειές.

    Απελπισμένη η Λίλα το εξομολογήθηκε στην Ελευθερία κι αυτή τόπε στον πατέρα, συμβουλεύοντάς τον να την πάει στην Αθήνα να το ρίξει.

    Ο Νίκος που η προδοσία τον είχε γλυκάνει αντί να τον εξαγριώσει, δεν μάλωσε την κόρη αλλά της είπε το σχέδιο της Ελευθερίας κι αυτή το δέχτηκε με ανακούφιση.

    Ειδοποίησε τη Νιόβη πως έρχονται στην Αθήνα και της είπε τι συμβαίνει. Θα μένανε στη μεγάλη αδελφή του, την Άννα, και νάρθει να τους βρει εκεί, η Λίλα χρειάζεται τη μάνα της δίπλα της τέτοιες ώρες.

    Ξαναβρεθήκανε μετά από μήνες, αυτός σοβαρός μα η ματιά του τη διαπέρασε, αυτή σαν ντροπιασμένη, ανήσυχη για την κόρη, με ανάμικτα συναισθήματα για τον άντρα της.

    Βρήκαν γιατρό, όλα πήγαν καλά, μα το κορίτσι έπρεπε να μείνει λίγες μέρες να ξεκουραστεί. Έμεινε κι η Νιόβη δίπλα της και το βράδυ η Άννα έδωσε στο ζευγάρι το δωμάτιό της με το διπλό κρεββάτι, να ξεκουραστούν. Αυτή θα πήγαινε στην Κηφισιά, στη φίλη της την εβραία, εξάλλου τόκανε συχνά από τότε που χήρεψε, είχε καλή σύνταξη και ενοίκια από τα ακίνητα, και γλεντούσε τη ζωή της. Όλο στα θέατρα και σε εκδρομές ήτανε.

    *

    Μόλις κοιμήθηκε η κόρη οι γονείς πήγαν να ξεκουραστούν. Θα βάλουμε δυό κουβέρτες, είπε ο Νίκος, μην ανησυχείς δεν σου ζητάω τίποτα.

    Το πρώτο βράδυ στριφογυρνώντας αγγίζονταν, το πρωί ξύπνησαν αγκαλιασμένοι. Το δεύτερο βράδυ δεν χρειάστηκε να πουν τίποτα, άρχισαν τα φιλιά και τα χάδια, για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια γάμου, αργά και φιλώντας κάθε εκατοστό του κορμιού της, την έγδυσε ο Νίκος. Ένιωθε η Νιόβη τον άντρα της, πούχε πάρει με προξενιό, ερωτευμένο, να την αγγίζει με πάθος και τρυφερότητα, να περιμένει την ανταπόκρισή της πριν συνεχίσει, να της λέει πρωτόγνωρα ερωτόλογα.

    *

    Η κόρη της την άλλη μέρα, κλαίγοντας της ζήτησε να γυρίσει στο σπίτι, ήθελε την αγκαλιά της μάνας, ήταν μπερδεμένη και πληγωμένη με όσα είχαν συμβεί, και πως έληξε η πρώτη της μεγάλη αγάπη.

    Η Νιόβη συμφώνησε και μήνυσε στο Στρατή πως για λίγες βδομάδες πρέπει να κατέβει να βοηθήσει την κόρη της.

    Άρχισε τη διπλή ζωή η Νιόβη, μα τώρα ήταν ο Στρατής ο απατημένος. Ο Νίκος έκανε υπομονή, έβλεπε πως κάθε μέρα ερχόταν πιο κοντά του η γυναίκα του. Κάποια στιγμή όμως έπρεπε να παρθεί μια απόφαση.

    Έβλεπε η Νιόβη πως το Στρατή τον φλέρταρε η τσαχπίνα η κόρη του μεγαλέμπορου, μα αυτός δεν είχε πάρει χαμπάρι. Με την έμφυτη γυναικεία εξυπνάδα, βρήκε τρόπο να του ανοίξει τα μάτια, άρχισε τις σκηνές ζήλιας και στην ουσία τον έσπρωξε στην αγκαλιά της μικρής.

    Όταν με τύψεις της εξομολογήθηκε ο εραστής της, πως τάμπλεξε με την κόρη του συνεταίρου μα να μην ανησυχεί, θα το τελειώσει, λίγη υπομονή να κάνει, η Νιόβη του είπε πως καλύτερα να χωρίσουν.

    Δεν έχουμε μέλλον, του είπε, αυτό που ζήσαμε ήταν σπάνιο και πολύτιμο, θα το κρατάω πάντα στην καρδιά μου, μα εσύ σαραντάρισες, πρέπει να κάνεις δική σου οικογιένεια, κι εμένα με χρειάζονται τα παιδιά μου.

    Έκλαψε κιόλας, ο Στρατής ήταν ο μεγάλος της έρωτας, μα δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε να διαλέξει οριστικά. Δεν είχε ξεπεράσει τον εραστή της, όμως είχαν ξυπνήσει μέσα της πρωτόγνωρα συναισθήματα και για τον άντρα της το Νίκο.

    Στα επόμενα χρόνια δεν μετάνιωσε για την απόφασή της, μόνο κάποιες νύχτες ονειρευότανε τις πρώτες συναρπαστικές στιγμές του μεγάλου της έρωτα. Ο άντρας της. πράγματι, ποτέ δεν την κατηγόρησε, η μεγάλη κουνιάδα της πέταγε φαρμακερές μπηχτές, δεν τολμούσε όμως ποτέ να μιλήσει καθαρά για την παράνομη σχέση.

    Τα παιδιά της την αποζημιώσανε, όλα σπουδάσανε, βρήκαν καλές δουλειές, μόνον η μεσαία κόρη, μετά από τρεις αρραβώνες, ακόμα ανύπαντρη ήταν.

    Μέσες άκρες τα εξομολογήθηκε στην Ελευθερία κι αυτή έδειξε κατανόηση. Είχε γνωρίσει κι αυτή το μεγάλο της έρωτα, που την παντρεύτηκε και την κοίταγε στα μάτια. Εξάλλου η Ελευθερία, και από τη δική της εμπειρια, ήξερε πόση δύναμη έχει το πάθος. Εξάλλου τόσα βιβλία σπουδαίων συγγραφέων είχε διαβάσει, σπάνιο για γυναίκα της εποχής της, οι περισσότερες διαβάζαν τα γλυκανάλατα μυθιστορήματα σε συνέχειες στο Θησαυρό κι άκουγαν την «Πικρή, μικρή μου αγάπη» στο ράδιο.

    *

    Δεν υπάρχει απόλυτη ευτυχία, έλεγε η Ελευθερία, εγώ τα πρώτα χρόνια της νιότης τάζησα μές στη δυστυχία, εσύ από μικρό παιδί γνώρισες τα σκληρά χτυπήματα της ζωής. Τώρα είμαστε καλά, ας το χαρούμε κι όσο κρατήσει.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --