21.5 C
Galatsi
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Πρωτοχρονιά στο μαντρί

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα τρεις μέρες τώρα. Τα πάντα είχαν καλυφτεί από το άσπρο του σεντόνι· πουρνάρια, θάμνοι, χέρσα χωράφια και καρποφόρα δέντρα. Οι δρόμοι είχαν πια κλείσει και δεν μπορούσε να κινηθεί αυτοκίνητο. Μόνο οι κτηνοτρόφοι, που είχαν τα ζώα τους κοντά, υποχρεωτικά κινούνταν από το χωριό ως το μαντρί κι αντίστροφα! Δεν υπήρχε γι’ αυτούς κίνδυνος να χαθούν, αφού ήξεραν καλά τον τόπο και μπορούσαν να διακρίνουν δρόμους και μονοπάτια, έστω κι αν ήταν παραμορφωμένα ή παραφουσκωμένα από το πάπλωμα του χιονιού που τους άλλαζε εντελώς σχήμα κι όψη.

    Χρόνια τώρα, μόλις καταλάβαιναν ότι ο καιρός θα κλείσει, έφερναν τα κοπάδια τους στα μαντριά που ήταν κοντά στο χωριό, όπου είχαν και τις καλύβες τους με ξηρή τροφή, για να μπορούν να ταΐζουν τα ζωντανά, να μεταφέρουν το γάλα εύκολα στο τυροκομείο και να κοιμούνται το βράδυ στην καλύβα που είχαν χτίσει γι’ αυτό το σκοπό κοντά στις άλλες και που ενδεικτικό της αποστολής της ήταν και τ’ όνομά της· ανθρωποκαλύβα!

    -- Διαφήμιση --

     Ήταν χτισμένη κι αυτή, όπως κι οι άλλες, με ξερολιθιά και σκεπασμένη με καλαμιά σίκαλης, για να μην περνά η βροχή και το χιόνι. Το πάτωμα ήταν αλειμμένο με πηλό και σβουνιά, που είχαν πια ξεραθεί, και ήταν λείο σχεδόν. Ένα μικρό παραθυράκι άφηνε τον αέρα και το λιγοστό φως να μπουν, και να βγει ο καπνός της φωτιάς που έκαιγε σχεδόν πάντα στη μέση του στενού τοίχου που βρισκόταν απέναντι από την πόρτα του κτίσματος.

    Είχαν φροντίσει η πόρτα κι η φωτιά να βρίσκονται στους μικρούς τοίχους της καλύβας και το παραθυράκι στον μακρύ, ώστε να μπαίνουν ο αέρας και το φως που χρειάζονταν, αλλ’ όχι και το φοβερό κρύο που επικρατούσε έξω απ’ αυτή. Μπορούσε λοιπόν άνετα να κοιμηθεί κανείς, αν είχε τα κατάλληλα σκεπάσματα, χωρίς να κινδυνεύει να ξεπαγιάσει τη νύχτα. Σε μια γωνιά, δεξιά από την εστία, όπως την έβλεπε όποιος έμπαινε από την πόρτα, ήταν ένα υποτυπώδες ντουλάπι με τ’ αναγκαία για να περάσει κανείς μερικές μέρες: ψωμί για τον κτηνοτρόφο και τα σκυλιά του, κατσαρολικά και κουταλοπίρουνα και κάποια αμαγείρευτα προϊόντα· μακαρόνια, ρύζι, φακές, φασόλια, τραχανάς, λάδι, ξύδι, καφές.

    -- Διαφήμιση --

    Δουλειά του βοσκού σε περίπτωση χιονιού ήταν να ξεχιονίζει τις στέγες των καλυβιών, όταν εκείνο δε γλιστρούσε από μόνο του και κινδύνευαν να πέσουν από το βάρος, να ταΐζει με ξηρή τροφή το κοπάδι του και, αν η κακοκαιρία κρατούσε αρκετές μέρες, να το ποτίζει με νερό το οποίο έπαιρνε από το χιόνι που έλιωνε στη φωτιά μέσα σ’ ένα μεγάλο δοχείο. Δουλειά του, τέλος, ήταν να βοηθά τα δυο του τσομπανόσκυλα στην απόκρουση των επιθέσεων των πεινασμένων λύκων.

    Εξακολουθούσε λοιπόν να χιονίζει μ’ εκείνη την εκνευριστική επιμονή που χαρακτηρίζει τα φυσικά φαινόμενα και την τρομαχτική σιωπή, που φοβίζει όσους δεν έχουν δει το χιόνι μόνο στα χιονοδρομικά κέντρα ή στις καρτ ποστάλ, αλλά ζουν μ’ αυτό κι εξαρτάται η επιβίωσή τους από την ένταση και τη συχνότητα των φυσικών φαινομένων.

    -Τον παλιόκαιρο! Είπε η μητέρα, καθώς προσπαθούσε αξημέρωτα ν’ ανοίξει τα φύλλα για την πρωτοχρονιάτικη πίτα. Τον παλιόκαιρο! Δε λέει να στρώσει! Και πώς θα πάτε αύριο στα πρόβατα;

    Η επίσκεψη στη στάνη ανήμερα της Πρωτοχρονιάς ήταν μια πολύ παλιά συνήθεια, έθιμο σχεδόν, και δεν έπαιρνε ούτε αναβολή ούτε ματαίωση. Είτε έβρεχε είτε χιόνιζε η επίσκεψη θα γινόταν! Αν δεν πήγαινε πίτα αγιοβασιλιάτικη στη στάνη, δε θα ήταν καλή η καινούρια χρονιά· ήταν γρουσουζιά! Κι η Ελλάδα της δεκαετίας του εξήντα δεν ήταν το καταναλωτικό δυτικότροπο μόρφωμα του εικοστού πρώτου αιώνα, που είναι σήμερα. Κρατούσε ακόμη πολλά από ’κείνα που σε δένουν με τις ρίζες σου.

    Η βασιλόπιτα στην Ήπειρο δεν ήταν ασφαλώς το τσουρέκι που σήμερα στις πόλεις πουλούν τα ζαχαροπλαστεία, για να τιμηθεί ο καταναλωτικός μεταλλαγμένος από την κόκα κόλλα Αη Βασίλης. Ήταν κανονική πίτα, με το χειροποίητο φύλλο της, με τη γέμισή της, ψημένη σε μπακιρένιο σινί στο φούρνο ή τη γάστρα. Και το νόμισμα ήταν κανονικό· ένα τάλιρο ή δίδραχμο, ανάλογα! Φτωχοί άνθρωποι, τον πλούτο της φτώχειας τους δίναν-αγάπη κυρίως!

    Όταν πια το χιόνι σταμάτησε να πέφτει, η πίτα είχε ήδη αρχίσει να μοσχομυρίζει και σε λίγο βγήκε από τη γάστρα αχνιστή.

    -Άντε, παιδιά μου, να ετοιμαστείτε. Οι άλλοι θα ’χουν κιόλας ξεκινήσει! Δεν είναι σωστό να ’στε οι τελευταίοι, μας παρακίνησε η μητέρα.

    Ντυθήκαμε γρήγορα, η αδερφή μου κι εγώ, δεκάχρονη εκείνη-οχτάχρονος  εγώ- βγάλαμε και το γάιδαρό μας, τον Κυριάκη, απ’ το κατώι και περιμέναμε έτοιμοι να περάσουν κι οι άλλοι να μας φωνάξουν, για να πάμε μαζί τους.

    Εμείς, όπως κι εκείνοι, δεν ήμασταν τότε κτηνοτρόφοι· είχαμε, όπως κι αρκετές άλλες οικογένειες του χωριού, δύο προβατίνες όλες κι όλες και τις βάζαμε στο κοπάδι του μπάρμπα Νίκου, για να βόσκουν μαζί με τα δικά του πρόβατα. Εκείνος μας έδινε δυο μέρες το χρόνο το γάλα του κοπαδιού, ένα αρνί το Πάσχα και τα χρήματα από το άλλο, που το πουλούσε στο έμπορο κατά το Μάη, καθώς και το ανάλογο μαλλί, για να μας πλέκει τα αναγκαία ρούχα ή μητέρα ή να υφαίνει τα κλινοσκεπάσματα.

    Η οικογένειά μας του έδινε την άδεια να βόσκει το κοπάδι του στα χωράφια μας, όταν αυτά ήταν χέρσα, κατά την αγρανάπαυση. Αν και δεν είχαμε κοπάδι, έπρεπε, κατά το έθιμο, να πάμε κι εμείς την πίτα μας την πρωτοχρονιά στη στάνη, όπως κι όλοι οι άλλοι που ήταν σαν κι εμάς. Μαζεύονταν έτσι έξι-εφτά πίτες και γινόταν ένας άτυπος διαγωνισμός, αφού οι νοικοκυρές βάζαν τα δυνατά τους να κάνουν την καλύτερη πίτα και «να μη ντροπιαστούν στον κόσμο»!

    Αυτός ακριβώς ο διαγωνισμός ήταν η δική μας χαρά, γιατί θα τρώγαμε τα νοστιμότερα δημιουργήματα πολλών νοικοκυρών, αφού συνήθως η καθεμιά τους έστελνε ό,τι μπορούσε καλύτερο να φτιάξει. Έτσι τρώγαμε τυρόπιτες, γαλατόπιτες, κολοκυθόπιτες, τραχανόπιτες, κρεατόπιτες κι ό,τι άλλο επινοούσε η κάθε μια απ’ αυτές που όφειλαν να στείλουν πεσκέσι στη στάνη τ’ Αι Βασιλιού.

    Όταν σε λίγο η γειτόνισσά μας, η κυρά Μαρία, φώναξε πως ξεκινούσε, εγώ ανέβηκα στον Κυριάκη και κρατούσα στα πόδια μου το σινί κι η αδερφή μου, η Κατίνα, ακολουθούσε πεζή. Επειδή η πίτα ήταν ζεστή, η μάνα μας την είχε τυλίξει καταρχήν μ’ ένα καθαρό τραπεζομάντιλο και στη συνέχεια με μια κουβερτούλα μάλλινη και για να μην κρυώσει κατά τη μισάωρη διαδρομή και για να μπορώ να την κρατήσω στα πόδια μου χωρίς να με κάψει.

    Ώσπου να περάσουμε την εξώπορτά μας εμείς, φάνηκε κι η κυρά Μαρία με τον κανακάρη της, τον Τάσο. Δεν το πήγαινα καλά μαζί του, γιατί ήταν μεγαλύτερός μου, δωδεκάχρονος σχεδόν, κι ήθελε να παίζει μόνο με την αδερφή μου. Όταν έμπλεκα στα πόδια τους,  μ’ έδερνε κι έτσι εγώ αναγκαζόμουν να μένω μόνος μου! Γι’ αυτό και καθόλου δεν τον χώνευα και την πλήρωνε η Κατίνα. Μόλις λίγο μ’ ακουμπούσε, εγώ έτρεχα παραπονούμενος στη μάνα μας.

    -Μαμά, η Κατίνα με πειράζει!

    Εκείνη έβαζε τις φωνές στην αδερφή μου, που «τόσο μεγάλη κοπέλα δεν ντρέπεται και πειράζει το καημένο το μικρό», η Κατίνα ισχυρίζονταν πως δε μου έκανε τίποτα και παράλληλα μου έκανε νόημα πως θα με πνίξει κι εγώ ένιωθα ικανοποίηση που έπαιρνα την εκδίκησή μου!

    Ξεκινήσαμε λοιπόν οι τέσσερίς μας, αφού πρώτα ευχηθήκαμε για τον καινούργιο χρόνο. Μπροστά το μουλάρι της κυρά Μαρίας με καβαλάρη τον Τάσο και πίσω το δικό μας το γαϊδούρι με την αφεντιά μου. Οι γυναίκες της συντροφιάς κρατούσαν  τα ζωντανά απ’ το καπίστρι, μην τυχόν και γλιστρήσουν κι αδειάσουν το πολύτιμο φορτίο τους! Η κυρά Μαρία προσπαθούσε ν’ ακολουθήσει τον πατημένο δρόμο ή να εντοπίσει ανάμεσα από τις μάντρες το μονοπάτι που οδηγούσε στο μαντρί του μπάρμπα Νίκου αποφεύγοντας τις μεγάλες ριζιμιές πλάκες που θα μπορούσαν να σταθούν αφορμή να γλιστρήσουν τα ζώα. Και με τέτοια κρύο δεν είναι να πέφτει κανείς! Δε θα χτυπήσει  βέβαια, αλλά θα πουντιάσει μέχρι να φτάσει στη στάνη. Άσε που θα πάει χαμένη κι πίτα! Πού το πας  αυτό; Είναι, νομίζεις, μικρή ζημιά;

      Κάπου είκοσι λεπτά προχωρούσε η παρέα μας προσεχτικά πάνω στο χιονισμένο δρόμο, ακολουθώντας τα χνάρια των άλλων που είχαν προηγηθεί από μας, ώσπου διακρίναμε σε μια πλαγιά καπνό να βγαίνει από το χιονισμένο τοπίο. Ο δρόμος μάς οδηγούσε προς το μέρος του και πλησιάζοντας είδαμε τις καλύβες.

    Σαν φτάσαμε κοντά, ο Χοντροπόδαρος, ένα μαύρο τεράστιο τσομπανόσκυλο έφτασε κοντά μας κι άρχισε να γαυγίζει απειλητικά. Εγώ τα χρειάστηκα. Είχε κάτι δοντάρες…

    -Έ Χοντροπόδαρε, ακούστηκε η φωνή του μπάρμπα Νίκου. Ήσυχα!

    Το σκυλί σταμάτησε να γαυγίζει, αλλά όχι και να γρυλίζει απειλητικά. Όσο το ’βλεπα εγώ, τόσο πιο πολύ φοβόμουν!

    Ο μπάρμπα Νίκος, ένας γέρος εβδομηντάχρονος, γεματούλης, με κοντά ποδάρια, αρκετά ψηλός, αλλά σχεδόν εντελώς φαφούτης, πλησίασε προς το μέρος μας, έδιωξε το σκυλί και γυρνώντας πια σε μας

    -Καλώς τα παιδιά, είπε. Χρόνια πολλά και καλή χρονιά.

    -Ευχαριστούμε! Επίσης! Είπε εκ μέρους  όλων μας η κυρά Μαρία.

    -Φοβήθηκα πως δε θα ’ρθετε μ’ αυτό το διαβολόκαιρο! Είπε καθώς πλησίαζε και μας χαιρετούσε από κοντά όλους.

    -Θεός φυλάξοι! Είναι δυνατόν; Απάντησε εκείνη.

    -Αν είναι; Ας μην είχες την πεθερά σου στο σπίτι και θα σου ’λεγα. Τι θα ’κανες; Θα ’στελνες μες το χιόνι το παιδί; Ρώτησε αποκρινόμενος. Κι άμα δεν ερχόσουν εσύ, πώς θα ’στελνε κι η Κωστάντω τα βλαστάρια της; Είπε και μας έδειξε, εμένα και την Κατίνα, με το βλέμμα. Άντε να μπούμε μέσα, γιατί θα ’χετε ήδη ξεπαγιάσει!

    Ο Τάσος κι εγώ δώσαμε τις πίτες στις γυναίκες της συντροφιάς μας και ξεπεζέψαμε από τα ζώα μας. Ύστερα πήραμε εμείς στα χέρια μας τα ταψιά και μπήκαμε στην καλύβα, ενώ η κυρά Μαρία κι η Κατίνα πήγαν να τακτοποιήσουν τα ζώα σε μια διπλανή.

    Τέσσερις ακόμα άνθρωποι ήταν μέσα, δίπλα στη φωτιά και κουβέντιαζαν· η κυρά Ευτέρπη με το Ντίνο, τον εντεκάχρονο γιο της, κι οι κόρες του κυρ Βαγγέλη. Η Ελένη ήταν δεκατριών κι η Βάσω δεκαπέντε χρονών. Οι γυναίκες ήταν πιο μεγάλες από μας κι έτσι απλά είπαν ένα «καλώς τα παιδιά» και μας ευχήθηκαν χρόνια πολλά.

    Όταν ήρθαν και τα θηλυκά της δικής μας παρέας, έγιναν κι εκείνες δυο ομάδες: Η κυρά Μαρία κι  η κυρά Ευτέρπη αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν κι  αντάλλαξαν ευχές κι η Κατίνα μπήκε στη παρέα των άλλων κοριτσιών. Έτσι αναγκαστικά μείναμε εμείς οι τρεις νεαροί της συντροφιάς. Όμως ο Τάσος κουβέντιαζε μόνο με το Ντίνο κι έτσι έμεινα πάλι μόνος μου περιμένοντας να ’ρθει και η ώρα της πίτας και του φλουριού!

    -Μπάρμπα Νίκο, είπε σε μια στιγμή ο Ντίνος, που είναι ο Τριχωτός; Δεν τον είδα καθόλου σήμερα!

    -Το φουκαρά! Απάντησε. Στη διπλανή  καλύβα τον έχω! Πάλεψε ηρωικά όλη τη νύχτα με τους λύκους και κατάφερε να σώσει το κοπάδι. Όμως δεν κατάφερε να γλιτώσει από κάποιες δαγκωματιές. Έτσι τον έχω τώρα τραυματισμένο και προσπαθώ να τον βοηθήσω με διάφορα μαντζούνια να συνέλθει. Δυστυχώς ούτε ο καιρός ούτε η μέρα βοηθάει. Θα πρέπει μόνος του να το παλέψει και, αν δεν τα καταφέρει, τότε θα πάμε στο γιατρό. Ελπίζω όμως σε μια-δυο μέρες να είναι εντελώς καλά, συμπλήρωσε.

    -Οι λύκοι κατάφεραν τελικά να φάνε πρόβατα; Ρώτησα.  

    -Ε! Βέβαια! Πώς θα ζήσουν κι αυτοί; Πήραν το μερτικό τους! Νομίζω μάλιστα ότι το ένα απ’ τα αρνιά που φάγανε ήταν δικό σας!

    Με το που άκουσα τη φράση, ένας κόμπος ανέβηκε απ’ το στομάχι και στάθηκε στο λαιμό και δεν έλεγε να φύγει! Τα μάτια μου βούρκωσαν και φαίνεται πως αλλοιώθηκε το πρόσωπό μου. Ο γέρος χαμογέλασε και φάνηκαν τα σκόρπια αραιά δόντια του να φράζουν το στόμα του σαν ξεχαρβαλωμένοι φράχτες.

    -Για κοίτα το μικρό που από τώρα κόβεται μόνο για τα δικά του!

    Παρατήρησε και το χαμόγελό του έγινε πλατύτερο και  μου φάνηκε πιο αποκρουστικό. Κι αμέσως μετά:

    -Από την ώρα, αγοράκι μου, που δεν τρώνε χόρτα, κάποιο ζωντανό θα φάνε. Είτε δικό σου είναι είτε δικό μου είναι αδιάφορο γι’ αυτούς. Και γέλασε καλόκαρδα.

    -Άντε τώρα να ξεκινήσουμε το φαγητό, γιατί και οι πίτες θα κρυώσουν και εσείς θα ξεπαγιάσετε στο γυρισμό, αν αργήσετε. Άσε που υπάρχει και περίπτωση να χειροτερέψει ο καιρός και ν’ αρχίσει πάλι ο παππούς ν’ αδειάζει το σακί με το βαμβάκι! Και μου ’κλεισε πονηρά το μάτι.

    Πρώτη η Βάσω, μια ψηλόλιγνη κοπέλα, έβαλε στη μέση την πίτα και καθίσαμε γύρω της όλοι σταυροπόδι. Ο τσέλιγκας  γύρισε το ταψί τρεις στροφές και, όταν σταμάτησε,

    -Δε θέλω ζαβολιές! Είπε. Ο καθένας θα τρώει από το μέρος που του αναλογεί και όποιος βρει το τυχερό της πρώτης πίτας θα έχει από μένα ένα δώρο. Σύμφωνοι;

    Άλλοι μουρμούρισαν «ναι», άλλοι συμφώνησαν σιωπηλά και όλοι ρίχτηκαν με όρεξη στο φαΐ, εκτός από μένα που σκεφτόμουν συνέχεια το αρνάκι μου, που δεν το γνώρισα και που τόσο πρόωρα το έφαγε ο κακός ο λύκος! Μπροστά στα μάτια μου στριφογύριζαν κοφτερά δόντια που κατασπάραζαν τρυφερές σάρκες! Άλλες στιγμές σκεφτόμουν τον καημένο τον Τριχωτό και τους πόνους που θα υπέφερε.

    Ο γέροντας με είδε με την άκρη του ματιού του, έκανε πως κοιτάει αλλού, μα δήθεν αδιάφορα είπε στους άλλους:

    -Αν κάποιος δε βρει το τυχερό, τόσο το καλύτερο για μένα. Έχω κι εγώ, απ’ ό,τι βλέπω κάποιους που μ’ αγαπούν και δεν τρώνε, για να μου περισσέψουν μπόλικες πίτες για να τρώω κανένα μήνα! Και μ’ έδειξε με το μάτι.

    Όλοι βέβαια ξέραμε πως τις υπόλοιπες πίτες, όσες περίσσευαν, τις έτρωγαν κυρίως τα σκυλιά, γιατί ήταν αδύνατο χωρίς ψυγείο να διατηρηθούν πάνω από τρεις μέρες κι ας έκανε κρύο. Έτσι ένιωσα ντροπή όταν γύρισαν οι άλλοι και με κοίταξαν χαμογελώντας πονηρά. Κοκκίνισα λίγο, αλλ’ ευτυχώς το ημίφως της καλύβας με προστάτεψε κι έτσι δεν το πήραν χαμπάρι! Για να αποφύγω τις υποτιμητικές ματιές τους άρχισα να μασάω γρήγορα. Ήταν τέτοια η αμηχανία μου που δεν καταλάβαινα καλά-καλά τι τρώω!

    Σε μια στιγμή ένιωσα κάτι σκληρό ανάμεσα στα δόντια μου να με πονά. Σταμάτησα να μασώ και προσπάθησα να βγάλω με το χέρι μου το εμπόδιο. Ήταν ένα τάλιρο!

    Όλοι είδαν την προσπάθειά μου! Άλλοι φώναξαν «Μπράβο! Και του χρόνου!», άλλοι είπαν πως ήμουν ο τυχερός της παρέας, η Κατίνα με φίλησε και μου ευχήθηκε καλή χρονιά κι ο  μπάρμπα Νίκος:

    -Λοιπόν, μικρέ, ένα αρνί έφαγε ο λύκος; Δύο θα σου δώσω εγώ! Και μάλιστα θηλυκά! Έλα εδώ!

    Πλησίασα και με χάιδεψε με τα χοντρόχερά του και με φίλησε! Ακόμα νιώθω εκείνο το υγρό φαφούτικο στόμα που βεντουζάρησε πάνω στο παιδικό μου μάγουλο!

    Όσο για τα υπόλοιπα, ούτε καν που τα θυμάμαι!  Πώς συνεχίσαμε το φαγητό, πώς χαιρετήσαμε και φύγαμε, άγνωστο!

    Δυο πράματα μόνο ξέρω: Πως ήμουν ευτυχισμένος καθώς γυρνούσα πάνω στον Κυριάκη μας για το σπίτι και πως από τότε είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι αυτά τα δυο αρνάκια θα τα κρατήσω και θα φτιάξω δικό μου κοπάδι! Και τήρησα την υπόσχεσή μου! Αυτές οι δυο προβατίνες ήταν η μαγιά για να γίνω αυτό που είμαι σήμερα, ένας μεγάλος τσέλιγκας με οχτακόσια κεφάλια πρόβατα, με υπαλλήλους και σύγχρονα ποιμνιοστάσια! Μόνο που ο καημένος ο μπάρμπα Νίκος δε ζει πια για να με δει. Πριν πεθάνει όμως του είχα πει τούτη τη σημαδιακή για μένα μικρή ιστορία, αλλά δεν τη θυμόταν καν. Ας είναι! Τη θυμάμαι όμως εγώ με μεγάλη συγκίνηση! Κι αυτήν κι αυτόν.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Αιφνιδιασμός στην αυλή

    Του Γιώργου Δ. Μπέτη. Πίνακας εξωφύλλου «Παλιά αυλή στο...

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...
    -- Διαφήμιση --