19.5 C
Galatsi
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ο Μπαρμπαρόσα

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη*

    Ήταν αδύνατο σ’ όποιον έμπαινε στο λιμάνι να μην προσέξει τον Μπαρμπαρόσα! Βαμμένος κατακόκκινος, χωρίς όμως μούσι, και με κάτασπρο πανί μαζεμένο βέβαια, αφού είχε ήδη δέσει στο λιμάνι.  Γιατί ο Μπαρμπαρόσα ήταν πλεούμενο! Ένα τρεχαντηράκι που δεν ξεπερνούσε τα πέντε μέτρα, χωρίς καμπίνα βέβαια, αλλά ιστιοφόρο! Το κατάρτι του φαινόταν και ξεχώριζε ανάμεσα στ’ άλλα των σκαφών, που ήταν δεμένα το ένα δίπλα στ’ άλλο στο ντόκο του λιμανιού, που προορίζονταν για τις βάρκες των ντόπιων ερασιτεχνών ή και επαγγελματιών ψαράδων του νησιού. Πιο δίπλα ήταν ο ντόκος των καϊκιών και παραπέρα ο μεγάλος ντόκος του βαποριού της γραμμής.

    Ο Μπαρμπαρόσα δεν ήταν μια βαρκούλα της σειράς! Ήταν ιδιοκατασκευή του ιδιοκτήτη του, του Μανολιού, ενός νέου του νησιού, που γεννήθηκε, θαρρείς, στη θάλασσα, αφού από μικρό παιδάκι μ’ αυτή πάλευε κι απ’ αυτή ζούσε.

    -- Διαφήμιση --

    Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, θέλησε να συνεχίσει στο πανεπιστήμιο. Αλλά στις «πανελλήνιες εξετάσεις», όπως λένε κατ’ ευφημισμόν τους διαγωνισμούς για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν τα πήγε πολύ καλά. Το ναυάγιο ενός εφηβικού έρωτα δεν τον άφηνε εκείνες τις μέρες να συγκεντρωθεί, να μελετήσει και να κοιμηθεί σωστά. Μοιραία έφερε και το δικό του ναυάγιο στις εξετάσεις κι έτσι βρέθηκε να εργάζεται ως λογιστής στην Αθήνα.

    Όμως δεν τον κάλυπτε η ενασχόλησή του με τα τιμολόγια και τα λογιστικά βιβλία και, όταν άρχιζε σιγά-σιγά να γίνεται πόλος έλξης τουριστών το νησί του, τα έκλεισε και γύρισε στα δικά του νερά, ως ιδιοκτήτης μπαρ τούτη τη φορά. Πολλή δουλειά, πολύ ξενύχτι τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά και πολύς ελεύθερος χρόνος τους υπόλοιπους! Κι αυτός ο ελεύθερος χρόνος, που τον άφηνε ν’ ασχολείται με τον εαυτό του και τη θάλασσα, τον οδήγησε πίσω στο νησί του κι έδεσε πια εκεί.

    -- Διαφήμιση --

    Τον πρώτο καιρό πάλεψε με πολλή προσωπική εργασία να στήσει το μαγαζί του. Μαστορέματα διάφορα, χτισίματα, χωρίσματα, ηλεκτρική εγκατάσταση φτιαχνόντουσαν μεν από ειδικούς τεχνίτες, δίπλα τους όμως πάντοτε ήταν κι αυτός, εργάτης γενικών καθηκόντων, για κάθε βοήθεια. Έτσι και χρήματα εξοικονομούσε, αφού δεν του περισσεύανε και γλίτωνε και μεροκάματα, αλλά και παρακολουθούσε κι απολάμβανε την όλη εξέλιξη του εγχειρήματος. Στα βαψίματα όμως ήταν μόνο αυτός! Ήταν σχετικά νωρίς κι αργούσε ακόμα η τουριστική περίοδος κι έτσι δε βιαζόταν να προλάβει. Ήταν «εντός των προθεσμιών», όπως συνήθιζε να λέει στο φίλο του το Λάκη, όταν, καθώς τον έβλεπε να βάφει αργά, τον πείραζε·

    – Πολύ αργείς, Μανολιό! Είπαμε να βάφεις μερακλίδικα, αλλ’ όχι κι έτσι. Δε θα προλάβεις!

    Τέλος Μάρτη, στη μέση της σαρακοστής, όλα είχαν τελειώσει· και τα βαψίματα και τα φώτα και τα έπιπλα, που όλα ήταν βαμμένα σε κόκκινο και άσπρο χρώμα! Κόκκινοι οι τοίχοι, άσπρα τα παράθυρα και το πλαίσιό τους! Κόκκινα τα μεταλλικά τραπέζια κι οι καρέκλες τους, άσπρα τα μαξιλάρια τους! Κάτι αντίστοιχο είχε κάνει με τα ψυγεία-βιτρίνες και τους πάγκους τους· κόκκινα τα ψυγεία, άσπρες οι πόρτες τους  και οι πάγκοι που στηρίζονταν πάνω τους! Κι όταν σουρούπωσε, άναψε κι η κάτασπρη οριζόντια επιγραφή σε κατακόκκινο τελάρο: BARBAROSSA.  Το ίδιο και η κάθετη περιστρεφόμενη, που ανέφερε από τη μια μεριά το είδος του καταστήματος, BAR, κι από την άλλη είχε ζωγραφισμένη, σε μπλε φόντο τούτη τη φορά μια μορφή ενός κοκκινογένη πειρατή, που υποτίθεται πως ήταν ο Μπαρμπαρόσα αυτοπροσώπως!

    – Το παρακάνεις, Μανολιό! Του έλεγε ο Λάκης. Παραείναι πλουμιστό το μαγαζί!

    – Το μυστικό είναι να τραβά την προσοχή και να σου φέρνει τους πελάτες. Και νομίζω ότι αυτό το καταφέρνει! Απαντούσε. Αν θα τους κρατήσεις ή όχι είναι δικό σου θέμα!

    Πράγματι! Οι πελάτες γέμιζαν το μαγαζί του όλη τη θερινή περίοδο. Δούλευε πάρα πολύ και κουραζόταν ακόμη περισσότερο και περίμενε πώς και πώς να τελειώσει το φθινόπωρο, για να καθίσει κι αυτός σε κανένα ταβερνάκι, ως πελάτης αυτή τη φορά,  να κοιμηθεί σαν άνθρωπος όλη τη νύχτα και να περάσει ανέμελος το πρωί του χωρίς παραγγελίες, λογαριασμούς και τηλέφωνα από συνεργάτες.

    Αυτόν τον καιρό έβλεπε και τη θάλασσα από κοντά, όπως εκείνος ήθελε, έπαιζε μαζί της σα μικρό παιδί, κολυμπούσε όσο μπορούσε κι άντεχε, πήγαινε, όταν έβρισκε κάποιο φίλο με βάρκα για παρέα, για ψάρεμα!  Αν πατούσε σε ψαρόβαρκα, ξεχνούσε και το χρόνο και τους ανθρώπους. Ήταν ικανός και μέρα και νύχτα να βρίσκεται στη θάλασσα και να ψαρεύει ή απλά να κάθεται στην κουβέρτα, να κουνιέται, ν’ ακούει μουσική και να χαζεύει τα κύματα! Άλλωστε δεν είχε και κανέναν να τον περιμένει! Εκείνο το ναυάγιο του εφηβικού έρωτα, που λέγαμε, εξακολουθούσε να κουμαντάρει τη ζωή του! Όχι πως τα ξανάφτιαξε με την κοπέλα· είχαν χωρίσει οι δρόμοι τους. Εκείνη είχε πια παντρευτεί, ήταν μαμά με δυο παιδιά κι αυτός ακολούθησε το δικό του δρόμο. Έρωτες από τότε υπήρξαν πολλοί! Έλειψε όμως ο έρωτας!

    Κάποια τέτοια στιγμή του σφηνώθηκε η ιδέα ν’ αποχτήσει δικό του πλεούμενο! Είχε ξεχρεώσει πια το μαγαζί κι είχε και λίγα χρήματα για το χειμώνα. Άμα μπει ο Μάρτης, σκέφτηκε, είμαστε κιόλας στην έξοδο του τούνελ. Σε λίγο έρχεται το Πάσχα, που σημαίνει πως αρχίζουν να μπαίνουν τα πρώτα χρήματα, και από εκεί και πέρα όλα κινούν κανονικά! Έτσι αποφάσισε να συναντήσει το Νιόνιο, που ήταν καραβομαραγκός κι ήξερε να του φτιάξει ένα μικρό σκαρί.

    Τα συμφώνησαν λοιπόν. Εκείνος θ’ αναλάμβανε τα πάντα: να βρει τα ξύλα που χρειάζονταν για την καρίνα, τα στραβόξυλα κι ό,τι άλλο ήταν αναγκαίο.

    – Μη το βιάζεσαι! Του είπε. Το άλλο καλοκαίρι το θέλω. Δούλεψέ το αργά, όταν δεν έχεις άλλη δουλειά, γιατί, αν το τελειώσεις νωρίτερα, θα το βλέπω δεμένο στο ντόκο και θα στενοχωριέμαι. Δε θέλω να παρατώ τη δουλειά, γιατί είναι ξελογιάστρα το άτιμο!

    Κατά το τέλος του καλοκαιριού είχαν συγκεντρωθεί όλα τ’ αναγκαία. Ο Νιόνιος τα δούλευε με τα εργαλεία του κι άρχισαν να παίρνουν σχήμα σιγά σιγά. Μόλις εύρισκε ευκαιρία ο Μανολιός περνούσε από το καρνάγιο του, για να παρακολουθεί όλη τη διαδικασία του χτισίματος. Εκεί, μεταξύ καφέ και ούζου, ανάλογα με την ώρα, έκαναν τις αναλύσεις και τα σχέδιά τους. Ονειροπόλος ο Μανολιός, σταθερός ο Νιόνιος, που ήξερε καλά την πορεία που έπρεπε ν’ ακολουθήσουν.

    Στα μέσα του επόμενου καλοκαιριού το τρεχαντηράκι είχε διαμορφωθεί. Ήταν πια όλα στη θέση τους· και η καρίνα του και τα στραβόξυλα και το κατάρτι σου με τα σχοινιά και τις τροχαλίες του! Έλειπαν  μόνο τα πανιά. Κι αυτά όμως τα είχε παραγγείλει ο Νιόνιος! Ωστόσο χρειαζόταν ακόμη πολλή δουλειά· καλαφάτισμα, βάψιμο, πέρασμα με μοράβια…

    Δυο μήνες μετά, όταν πια η τουριστική κίνηση είχε μειωθεί, μπορούσε ο Μανολιός να κινήσει τη γραφειοκρατική διαδικασία για να εκδοθεί άδεια του σκάφους και να το «ρίξει» πια στη θάλασσα. Ένα πραγματικά μικρό, αλλά όμορφο κόκκινο τρεχαντηράκι, με γαλάζια ύφαλα και κάτασπρο πανί. Και το όνομα αυτού, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, BARBAROSSA! Μάλιστα ο Μανολιός φρόντισε να βάλει στο φλόκο του ένα σημαιάκι μα τη μορφή που ήταν ζωγραφισμένη στην περιστρεφόμενη ταμπέλα του μπαρ του! Με κόκκινο σορτσάκι και φανέλα ανέβηκε στο κατάστρωμά του ο καπετάνιος του και χαρούμενος έλυσε τα σχοινιά. Αργά αργά βγήκε από το λιμάνι για την παρθενική του βόλτα!

    Δεν ήταν, ασφαλώς η πρώτη φορά, που έκανε ιστιοπλοΐα ο Μανολιός. Χρόνια στη θάλασσα είχε κουμαντάρει κάθε είδους πλεούμενο, μηχανοκίνητο ή με πανί. Είχε τα ανάλογα διπλώματα, για το τυπικό της υπόθεσης, αλλά και τη γνώση που ήταν απαραίτητη για να ξανοιχτεί κανείς στο πέλαγο. Δεν είναι αστείο πράμα η θάλασσα! Όσο όμορφη τη βλέπεις όταν είναι ήρεμη και με λιακάδα, τόσο αγριεύει και γίνεται επικίνδυνη σαν φουρτουνιάσει! Τα ήξερε αυτά ο Μανολιός, αφού είχε ταξιδέψει με κάθε καιρό. Δεν τον φόβιζε η θάλασσα! Θέλει σεβασμό κι όχι φόβο, έλεγε.

    Βγήκε λοιπόν σιγά σιγά με το φλόκο απ’ το λιμάνι και σήκωσε μετά όλο το πανί της μεγίστης για να πλεύσει το σκάφος πιο γρήγορα. Βέβαια δεν απαιτούσε μεγάλη ταχύτητα. Γνώριζε πως ο BARBAROSSA του δεν ήταν ταχύπλοος, αλλά δεν τον ενδιέφερε. Ήθελε απλά ήσυχα κι αθόρυβα να ταξιδεύει. Σαν απομακρύνθηκε έστριψε βόρεια, κόντρα στον αέρα, για να δει πώς πάει με τον αέρα αντίθετο! Έκανε τους αναγκαίους ελιγμούς κι έμεινε ικανοποιημένος από την ανταπόκριση του σκαριού του. Μπήκε, τέλος, σε μια απάνεμη αμμουδιά,  τράβηξε το τρεχαντηράκι του έξω προς τη στεριά, το έδεσε κι έπεσε στο νερό, για ν’ απολαύσει το μπάνιο του. Δυο ώρες μετά έμπαινε στο λιμάνι κι το ασφάλιζε στη δέστρα του.

    Από τη μέρα εκείνη κι ύστερα έκανε πάντα τη βόλτα του. Αυτός και το σκάφος του είχαν γίνει αχώριστοι! Πότε στη θάλασσα να καβαλούν τα κύματα και να γυρνούν το νησί, σ’ όλες τις αμμουδιές και τους όρμους, πότε να μένουν στο λιμάνι για μικροεπισκευές και μαστορέματα. Ο Μανολιός ήταν καπετάνιος ή μάστορας,  ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής. Σπάνια ανέβαινε στο σκάφος άλλος τεχνίτης! Μόνο σε περιπτώσεις που αυτός βρισκόταν σ’ αδιέξοδο και δεν μπορούσε να κάνει κάποια δουλειά μόνος του. Αλλά  και τότε ήταν δίπλα στο μάστορα και για να τον βοηθήσει, μα και να δει πώς εκείνος δουλεύει, για να μη τον ξαναχρειαστεί! Γιατί δεν του περισσεύανε και πολλά χρήματα, για να τα σκορπά άσκοπα!

    – Αγόρι μου, διάλεξες ακριβό σπορ! Μουρμούριζε ο Μανολιός!

    Μια μέρα, καθώς ο Μανολιός, ξεμπέρδευε τα σχοινιά, για ν’ αντικαταστήσει κάποια φθαρμένα, άκουσε ένα παιδάκι, που περνούσε δίπλα σχεδόν από το σκάφος με τη μητέρα του, να της λέει:

    – Μαμά, αυτός ο κύριος είναι Ολυμπιακός;

    – Τι λες, αγόρι μου! Του είπε χαμογελαστός. Ξέρεις ποιος ήταν ο Μπαρμπαρόσα;

    Φυσικά και δεν ήξερε.  Αυτός όμως ένοιωσε περήφανος που πρόσεξαν το σκαρί του!

    Όσο για τον άλλο BARBAROSSA, παρέμεινε στον…αυτόματο πιλότο! Είχε προσλάβει τρεις υπαλλήλους, στους οποίους είχε αναθέσει σχεδόν τα πάντα. Αυτός παρέμεινε ως διευθυντής της επιχείρησης, κατά τις βραδινές κυρίως ώρες. Τα άλλα απλά τα πληροφορούνταν εκ των υστέρων! Λειτουργούσε βέβαια, αφού ουσιαστικά δεν είχε μόνιμη πελατεία, μιας και οι θαμώνες του ήταν κυρίως τουρίστες, κατά κανόνα αλλοεθνείς και κάποιοι Έλληνες. Εξακολουθούσε, λοιπόν, ο BARBAROSSA να δρα στην τουριστική πιάτσα και να ψυχαγωγεί τους νέους, κατά κανόνα, που γέμιζαν την αίθουσά του και το χώρο που βρισκόταν μπροστά του κι έφτανε ως την αμμουδιά δίπλα στη θάλασσα.

    Από το τέλος του Σεπτέμβρη, όταν πια οι Έλληνες επισκέπτες του νησιού αφήσανε πια την ξεγνοιασιά του νησιού και γυρίσανε ο καθένας στη δική του καθημερινότητα και συμβατικότητα, αραίωσε και ο πληθυσμός του νησιού. Μείνανε μόνο οι ξένοι, που δεν ήταν κι αυτοί πια πάρα πολλοί.  Αυτό σήμαινε πως η δουλειά λιγόστευε και αυξάνονταν οι ελεύθερες ώρες του Μανολιού.

    Τότε ήταν που έφευγε νωρίτερα από τον ένα BARBAROSSA, το μπαρ, για να πάει στον άλλο, το σκάφος, κι έβγαιναν μαζί για ψάρεμα. Είχε εντοπίσει αρκετούς ψαρότοπους, αλλά το κρατούσε μυστικό! Μισονόμιμα, μισοπαράνομα έριχνε το δίχτυ του και γυρνούσε κατά κανόνα μ’ αρκετά ψάρια. Ξεψάριζε συνήθως επιτόπου, τακτοποιούσε τα σύνεργά του, έβαζε και τα ψάρια του σε μια ψαροκασέλα και γυρνούσε στο λιμάνι. Επειδή αυτός οικογένεια δεν είχε, τα μοίραζε σε φίλους παιδικούς ή, όταν είχε κέφια, τα έδινε στο Λάμπη, έναν υπάλληλό του που ήταν μάγειρας, να τα βάλει στο τηγάνι. Ήταν η μέρα που το μπαρ γινόταν ουζερί και μοίραζε ποτό και μεζέ σε φίλους και πελάτες, έτσι για το καλό, όπως έλεγε ο Μανολιός.

    Έτσι πήγαιναν τα πράματα ως τις αρχές του Δεκέμβρη, οπότε ρυμουλκούσε το BARBAROSSA στην ακτή μ’ ένα τετράτροχο τρέιλερ, ιδιοκατασκευή κι αυτό! Το τραβούσε λίγο μακριά από τη θάλασσα, για να μην κινδυνέψει τους δύσκολους μήνες του χειμώνα. Έκλεινε και τον άλλο BARBAROSSA και περίμενε την άνοιξη, για να ξαναρχίσει να γυρίζει ο τροχός της ζωής.

    Την τελευταία όμως χρονιά ο Μανολιός αποφάσισε να ρίξει νωρίτερα το σκάφος στη θάλασσα. Ο καιρός του φαινόταν ήρεμος. Οι χειμωνιάτικες λιακάδες ζέσταιναν το νησί και ξυπνούσαν τη διάθεση των ανθρώπων για περιπέτεια κι έξοδο στην εξοχή. Ακόμα και το νησί, που τον άλλο καιρό ήταν κατάξερο, άρχισε να πρασινίζει σιγά σιγά. Πήρε λοιπόν το τρακτέρ του φίλου του του Λάζου, κοτσάρισε το τρέιλερ και το έσπρωξε απαλά στη θάλασσα. Έδεσε το σκάφος στο ντάκο, σενιάρισε όλα του τα εργαλεία και το είχε πια ετοιμοπόλεμο!

    Σε δυο μέρες όμως ο καιρός θα άλλαζε, όπως έλεγαν οι μετεωρολόγοι. Ισχυροί βόρειοι άνεμοι σα σάρωναν τη θάλασσα.

    – Βιάστηκες, Μανολιό! Του έλεγαν οι άλλοι.

    – Πώς το ξέρετε πως βιάστηκα; Απαντούσε. Τόσες φορές έχουν πέσει έξω. Γιατί τώρα θα πετύχουν; Τόσα χρόνια εγώ δε βλέπω τον καιρό; Τι να μας πουν κι αυτοί από την τηλεόραση;

    – Ο καπετάν Μήτσος, του είπε ο Νιόνιος, λέει πως θα έχουμε κακοκαιριά! Εδώ βλέπεις ταχύπλοα σκάφη και δε βγαίνουν! Κι όταν καταλάβουν καιρό, τρέχουν για να κρυφτούν!

    – Παραμύθια! Εγώ είμαι αργός, χωρίς μηχανές γρήγορες, αλλά δε βουλιάζω εύκολα.

    Το ίδιο βράδυ ο Μανολιός ξεκόλλησε από το λιμάνι κι έφυγε για να πάει στο γνωστό του μέρος για ψάρεμα. Ο καιρός δεν ήταν πολύ κακός. Παλευόταν, όπως έλεγε κι ο Μανολιός. Ωστόσο οι συνθήκες δεν παρέμειναν ίδιες. Σε μια περίπου ώρα ο αέρας άρχισε ν’ αγριεύει. Τα πανιά του σκάφους ήταν ήδη κατεβασμένα. Τα στράλια άρχισαν να σφυρίζουν εφιαλτικά, σημάδι πως ο αέρας πλησίαζε τα εφτά μποφόρ, αν δεν τα είχε ξεπεράσει κιόλας! Τα κύματα γίνονταν ολοένα και πιο μεγάλα κι επικίνδυνα. Προσπάθησε να βάλει μπροστά μια μικρή μηχανή που είχε για τη νηνεμία, όταν έπρεπε να κάνει ελιγμούς, για να δέσει το σκάφος στο λιμάνι. Δεν ήταν όμως εύκολο. Το μικρό πλεούμενο άρχισε να μποτζάρει επικίνδυνα. Ο Μανολιός τα χρειάστηκε.

    – Διάολε! Θα τσακιστούμε στα βράχια! Μουρμούρισε κι έριξε μια βλαστήμια.

    Κατάφερε να λειτουργήσει η μηχανή,  αλλά δυσκολευόταν να ξεκολλήσει από το μέρος που βρισκόταν. Όταν, σε λίγο νόμισε πως ο αέρας πια θα βοηθούσε να φύγει από το σημείο, σήκωσε σιγά το φλόκο, για να σταθεροποιήσει το σκάφος και να βοηθήσει κάπως και τη μηχανούλα. Απότομα εκείνο κινήθηκε κι απομακρύνθηκε από τα βράχια προς το ανοιχτό πέλαγος.

    Ανάσανε για λίγο και θέλησε να κάνει στροφή προς τη μπούκα του λιμανιού. Ένα άλλο κύμα, τεράστιο τούτη τη φορά κουκούλωσε το σκάφος και τον μούσκεψε. Τώρα πια είχε να παλέψει με τον αέρα, το σκαρί του και τις δικές του αντοχές! Τρέμοντας προσπαθούσε να κουμαντάρει το τρεχαντηράκι του, το οποίο τραμπάλιζε άτσαλα.

    Σύντομα ένα άλλο κύμα τον πέταξε πια στην παγωμένη θάλασσα! Προσπάθησε να κολυμπήσει για να πιαστεί από το σκάφος και ν’ ανεβεί πάλι πάνω του, αλλά δε στάθηκε δυνατό. Η υποθερμία, που του δημιούργησε το παγωμένο νερό, δεν του επέτρεπε, αν και ήταν δεινός κολυμβητής, να κινηθεί εύκολα και γρήγορα βρέθηκε στην αγκαλιά της θάλασσας, που τον ταξίδεψε, άψυχο πια, σ’ άλλα νερά!

    Την άλλη μέρα ανησυχία πλάκωσε το νησί. Ο BARBAROSSA έλειπε από το μώλο κι αυτό έβαλε πολλούς σε σκέψεις. Όλοι ήξεραν πως την προηγούμενη βραδιά ο καιρός ήταν κακός κι αυτό δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για αισιοδοξία. Όλων ο νους πήγαινε στο κακό. Αλλά πάλι ήξεραν πως ήταν έμπειρος ναυτικός και ικανός. Άλλοι πάλι έλεγαν πως μπορεί κι αυτή του η ικανότητα να ήταν που τον παγίδεψε!

    Μ’ αυτά και μ’ αυτά η ώρα περνούσε και κανείς δεν τολμούσε να δηλώσει το γεγονός στο λιμεναρχείο, το οποίο το ήξερε βέβαια, αφού διαπίστωσε πως το σκάφος έλειπε, αλλά περίμενε καταγγελία για να κινηθεί, αφού αυτεπαγγέλτως δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Παρέμειναν, λοιπόν, στα καφενεία.

    Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι όμως έδεσε στο λιμάνι η ΑΘΗΝΑ, το ψαροκάικο του Θέμη. Άργησε να φτάσει, γιατί είχε πάει από την νότια πλευρά του νησιού, για ν’ αποφύγει τον καιρό. Γυρνώντας όμως βρήκε το σκάφος του Μανολιού αναποδογυρισμένο, με το κατάρτι του να κοιτάζει δυτικά. Προσπάθησε να το γυρίσει και να το ρυμουλκήσει,  αλλά φοβήθηκε μην πάρει κι άλλα νερά και βουλιάξει. Έτσι ειδοποίησε με τον ασύρματό του το λιμεναρχείο και γύρισε για ν’ αφήσει τα ψάρια του και στη συνέχεια θα πήγαινε να δώσει κατάθεση.

    Με το άκουσμα της είδησης, τα σκάφη του νησιού, με εντολή του λιμεναρχείου, βγήκαν σχεδόν αμέσως από το λιμάνι σε αναζήτηση του ναυαγού και τη ρυμούλκηση του σκάφους. Η επιχείρηση απέτυχε οικτρά, διότι ο μεν Μανολιός παρέμεινε άφαντος, το δε σκαρί του, στην προσπάθεια να ρυμουλκηθεί, γύρισε μεν στη φυσιολογική του θέση, γέμισε όμως νερά και κάθισε στον πάτο της θάλασσας, σε βάθος ογδόντα μέτρων, όπως έδειξα τα βυθόμετρα των ψαράδων, καινούριος ψαρότοπος ή τουριστικό αξιοθέατο για τους ψαράδες ή τους επισκέπτες του νησιού. Όσο για το μπαρ, παρέμεινε κι αυτό χάλασμα, σκοτεινό φόβητρο για τα παιδιά του δημοτικού τα βράδια του χειμώνα κι εμπόδιο για την ανάπτυξη του τουρισμού το καλοκαίρι, αφού κανείς δεν ήθελε να το νοικιάσει, επειδή η ιστορία του πρώτου του αφεντικού θεωρούνταν κακός οιωνός.  

    (*) Ο Γιώργος Δ. Μπέτης είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο Γαλάτσι με την παράταξη “Γαλάτσι από Κοινού” και υποψήφια δήμαρχο την Αγγέλικα Σαπουνά.

    Mpetis
    Mpetis

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --