18.3 C
Galatsi
Πέμπτη, 16 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Η ζωή και τα απρόοπτα της

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Ο θάλαμος είχε αυτή τη διάχυτη μυρωδιά αντισηπτικών που χαρακτηρίζει όλα σχεδόν τα δωμάτια των νοσοκομείων. Στα έξι κρεβάτια του ήταν ξαπλωμένοι πέντε συνολικά ορθοπεδικοί ασθενείς, οι δύο από εργατικά ατυχήματα, ο ένας από τροχαίο κι οι υπόλοιποι δύο, άνθρωποι ηλικιωμένοι, λόγω παθήσεων σχετικών με τη φθορά που φέρνει ο χρόνος στους ανθρώπους!

    Αυτοί ήταν οι μόνοι που είχαν υποβληθεί σε προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις! Ο έκτος ήταν ήδη στο χειρουργείο, θύμα τροχαίου κι αυτός!

    -- Διαφήμιση --

    Όλοι οι υπόλοιποι είχαν κοντά τους κάποιο συγγενή ως συνοδό, εκτός από το Φίλιππο, τον έκτο ασθενή. Αυτόν δεν τον περίμενε κανένας! Δεν είχαν προλάβει καν να ειδοποιηθούν έγκαιρα, ώστε να φτάσουν και να τον περιμένουν! Αλλά, και να τους ειδοποιούσαν, πάλι δε θα προλάβαιναν, αφού έμεναν στην επαρχία! Μόλις τον έφερε το νοσοκομειακό, οδηγήθηκε κατ’ ευθείαν στο χειρουργείο. Το νοσοκομείο εφημέρευε και δεν υπήρχε λόγος να χάσουν χρόνο. Δυο νοσοκόμες μόνο εμφανίστηκαν και φρόντισαν για την τακτοποίηση του κρεβατιού. Αυτό μόνο. Απ’ αυτές έμαθαν και οι άλλοι πως ο καινούργιος τους συγκάτοικος ήταν νεαρός και θύμα τροχαίου!

    Σε λίγο εμφανίστηκε στο γραφείο της προϊσταμένης ένας κύριος γκριζομάλλης, εξηντάχρονος σχεδόν, και ρώτησε για τον τραυματία.

    -- Διαφήμιση --

    –           Ο κύριος Μικροδημητρίου είναι αυτή τη στιγμή στο χειρουργείο και χειρουργείται για ένα σοβαρό κάταγμα στο αριστερό του πόδι. Δεν ξέρουμε ακόμα πόση ώρα θα παραμείνει. Εσείς είστε συγγενής του;

    –           Όχι! Είμαι ο οδηγός του αυτοκινήτου, με το οποίο τράκαρε!

    –           Α! Έκανε εκείνη ξαφνιασμένη. Θα τον πάμε στο θάλαμο διακόσια οχτώ. Περιμένετε εκεί, αν θέλετε!

    Η προϊσταμένη έσκυψε ξανά στα χαρτιά της κι αυτός ξεκίνησε για να βρει το θάλαμο. Προχώρησε κάμποσα μέτρα κοιτώντας προσεχτικά την αρίθμηση των δωματίων, ώσπου έφτασε.

     Ένα δωμάτιο αρκετά μεγάλο σχετικά καθαρό, παρόλα τα χρόνια που κουβαλούσε το κτίριο. Όμως έξι άρρωστοι του φάνηκαν πολλοί για το συγκεκριμένο χώρο. Σ’ αυτούς αν πρόσθετε κανείς από έναν, έστω, συνοδό, έφτανε αμέσως το αριθμό δώδεκα τουλάχιστο, ο οποίος μεγάλωνε κατά τον αριθμό που αυξάνονταν οι επισκέπτες και δυσκόλευαν το προσωπικό να νοσηλεύει τους αρρώστους.

    Οι κουρτίνες που χώριζαν τα κρεβάτια από τα γειτονικά τους, απομόνωναν κάπως τις κλίνες, αλλά δεν έλυναν το πρόβλημα, αφού η πολυκοσμία είναι  πάντα ο παράδεισος των ενδονοσοκομειακών μολύνσεων! Έξω λοιπόν από την πόρτα του θαλάμου διακόσια οχτώ στάθηκε ο κύριος και περίμενε.

    Είχε περάσει αρκετή ώρα κι ακόμα μόνος καθόταν στο διάδρομο και περίμενε υπομονετικά. Ήθελε όσο τίποτε να καπνίσει, αλλά δεν μπορούσε ν’ απομακρυνθεί, γιατί περίμενε πώς και πώς να δει το φορείο να κατευθύνεται προς το θάλαμο. Αγχωμένος καθώς ήταν, περπατούσε νευρικά στο έξω από το θάλαμο. Κάποια στιγμή φάνηκε από το βάθος του διαδρόμου να πλησιάζει το φορείο κι η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά, σα να περίμενε το δικό του παιδί.

    –           Κύριε Ξακή, τι κάνετε εδώ;

    Ο τραυματιοφορέας, ο Βαγγέλης, τον γνώρισε. Πριν χρόνια ήταν υπάλληλος στην εταιρία του για αρκετά χρόνια. Ύστερα χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο Βαγγέλης παραιτήθηκε και φαίνεται πως από τότε ανέλαβε υπηρεσία ως τραυματιοφορέας. Με το που άκουσε τη φωνή τον θυμήθηκε, παρόλο που τα χρόνια είχαν αλλάξει τη μορφή του κι είχε με τον καιρό βαρύνει κι αλλάξει.

    – Βαγγέλη! Πώς πήγε το παιδί; Τ’ άλλα θα τα πούμε μετά!

    –           Απ’ ό,τι είπαν οι γιατροί, πολύ καλά!

    Ο Φίλιππος δεν είχε συνέλθει εντελώς. Ήταν ακόμη βυθισμένος μεταξύ ύπνου κι εγρήγορσης. Δεν καταλάβαινε καλά-καλά τι γινόταν. Τον τοποθέτησε ο Βαγγέλης στο κρεβάτι. Βυθίστηκε πάλι.

    –           Αφήστε τον! Είπε. Δεν έχει κάτι. Θα ηρεμήσει και θα συνέλθει.

    Στο μεταξύ πιάσανε κουβεντολόι με τον παλιό του υπάλληλο. Πραγματικά εκείνος παραιτήθηκε για να πάει στο δημόσιο. Βρέξει, χιονίσει το μεροκάματο πέφτει!  Τραυματιοφορέας, λοιπόν, ο Βαγγέλης! Παντρεύτηκε μετά, έκανε και δυο παιδιά, μεγάλα πια.

    –           Εσείς, κύριε Ξακή;

    –           Εγώ, Βαγγέλη, παρέμεινα στην εταιρία, η οποία, όπως θα ξέρεις, γιγαντώθηκε! Εγώ όμως έμεινα μόνος! Τα πήγα πολύ καλά οικονομικά, αλλά στη ζωή μου τα θαλάσσωσα! Και τώρα μου κάθισε και τούτο το ατύχημα με το καημένο το παιδί!

    –           Δεν έχει κάτι σοβαρό το παιδί!

    –           Τέλος πάντων!

    Χώρισαν με το Βαγγέλη και πάλι. Εκείνος δεν μπορούσε να λείψει για πολλή ώρα κι αυτός πήγε να δει το γιατρό, για να βεβαιωθεί από πρώτο χέρι πως όλα πήγαν καλά!

    Ξαναγύρισε πάλι στο κρεβάτι του Φίλιππου κρατώντας έναν καφέ για τον εαυτό του και μια σακούλα με χαρτομάντηλα και χυμούς για τον  ασθενή. Εκείνος είχε αρχίσει ήδη να αποχτά επαφή με το περιβάλλον. Φαινόταν να έχει πια μεγαλύτερη διαύγεια κι αυτό τον χαροποίησε.

    Άφησε τα πράγματα πάνω στο κομοδίνο του.

    –           Πώς είσαι; Τον ρώτησε. Πονάς;

    –           Όχι πολύ. Εσείς ποιος είστε; Ρώτησε σαν είδε από πάνω του έναν άγνωστο.

    –           Μανόλης Ξακής. Μαζί τρακάραμε.

    –           Σας έκανα μεγάλη ζημιά;

    –           Εγώ σε ρώτησα πώς είσαι, όχι για τη ζημιά!

    –           Ε! πονάω λίγο, αλλά νομίζω είναι αναμενόμενο μετά το χειρουργείο.

    –           Χρειάζεσαι κάτι; Να ειδοποιήσω κάποιον δικό σου; Τη δουλειά σου μήπως;

    –           Φοιτητής είμαι! Μόνο που δεν ξέρω πού είναι το κινητό μου.

    –           Έσπασε με το τρακάρισμα. Δεν ξέρω αν δουλεύει.

    Το κρατούσε στα χέρια του και του το έδωσε. 

    Εκείνος προσπάθησε να τ’ ανοίξει. Είχε δει τη ραγισμένη οθόνη του, αλλά θέλησε να δοκιμάσει και φάνηκε πως τελικά δούλευε! Προσπάθησε να βρει τον αριθμό της μάνας του.

    –           Έλα, μαμά! Καλά είμαι, αλλά τράκαρα λίγο με το μηχανάκι. Όχι. Δε χτύπησα πολύ. Μόνο στο πόδι. Στο νοσοκομείο είμαι τώρα, αλλά δε χρειάζεται να έρθεις. Θα τα βολέψω με την Καίτη. Μην έρθεις! Θα τα βολέψω.

    –           Ό,τι χρειαστείς μη διστάσεις να μου το ζητήσεις. Θα είμαι εδώ. Είπε ο Μανόλης μόλις έκλεισε ο Φίλιππος το τηλέφωνο.

    –           Μην έχετε πρόβλημα! Είναι κρίμα να χάνετε έτσι άδικα το χρόνο σας. Εξάλλου εγώ έφταιγα!

    –           Θα τα βολέψουμε όλα! Μην ανησυχείς. Δεν είναι ώρα τώρα να δούμε ποιος φταίει. Θα φροντίσω να πας σ’ ένα καλύτερο δωμάτιο, του είπε ψιθυριστά.

    –           Μα γιατί;

    Πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο άλλος του έκανε νόημα να σωπάσει.

    –           Θα σου φέρω ένα δικό μου τηλέφωνο προς το παρόν. Θα βάλεις την κάρτα σου σ’ αυτό και θα το χρησιμοποιείς μέχρι που να πάρεις άλλο. Η Καίτη ποια είναι;

    –           Η κοπέλα μου.

    –           Μπορείς να την ειδοποιήσεις;

    Το τηλέφωνο δούλευε κανονικά κι όση ώρα ο Φίλιππος την ενημέρωνε για το τρακάρισμα, τον περίεργο κύριο που προσπαθούσε να τον βοηθήσει όσο μπορούσε, ενώ δεν είχε καμιά υποχρέωση να το κάνει, ο Μανόλης φρόντισε τη μεταφορά του σε δίκλινο δωμάτιο.

    –           Από αύριο θ’ αλλάξεις δωμάτιο! Του είπε σιγά μόλις γύρισε. Κοιμήσου τώρα!

    Εκείνος, κουρασμένος όπως ήταν και υπό την επήρεια της νάρκωσης, βυθίστηκε σ’ έναν ύπνο χωρίς όνειρα.

    Όταν ξύπνησε ο Μανόλης είχε ήδη φύγει και δίπλα του ήταν η Καίτη που, βλέποντάς τον ν’ ανοίγει τα μάτια του, τον φίλησε γλυκά.

    – Και ο …

    – Έφυγε πριν μισή ώρα. Ξέρεις ποιος είναι; Έχεις ακούσει την ΞΑΚΗΣ ΑΕΒΕ; Τ’ αφεντικό της! Ο ιδιοκτήτης μιας από τις πιο μεγάλες εταιρίες του χώρου των ηλεκτρικών συσκευών. Απ’ ό,τι μου είπε ο Βαγγέλης, ο νοσοκόμος, αυτός που σ’ έφερε στο θάλαμο, είναι πολύ καλός άνθρωπος. Δούλευε στην εταιρία του.

    Την άλλη μέρα ο Φίλιππος μεταφέρθηκε σε δίκλινο δωμάτιο, Καίτη εξακολουθούσε να είναι δίπλα του, αν και άυπνη και κουρασμένη, κι  ο Μανόλης φάνηκε κατά τις εννιά, για να μιλήσει και με τους γιατρούς. Το άλλο κρεβάτι του θαλάμου ήταν κενό κι επέτρεπαν στο συνοδό του ασθενή ν’ ακουμπά και να λαγοκοιμάται το βράδυ. Το απόγευμα θα έφτανε κι η κυρά-Μάγδα! Ήταν αδύνατο να έρθει νωρίτερα!

    –           Δεν ήταν ανάγκη, αλλά κι αυτή δεν μπορούσε να ησυχάσει αν δε σ’ έβλεπε! Του είπε η Καίτη.

    Κατά τις δέκα ο Μανόλης, μετά την επίσκεψη των γιατρών στους θαλάμους των ασθενών, μπήκε χαμογελαστός στο δωμάτιο.

    –           Λοιπόν, παιδάκια, είπε χαμογελαστός, έχω καλά νέα. Η εγχείρηση πήγε θαυμάσια, σε τρεις ή τέσσερις μέρες θα φύγετε από εδώ. Θα μείνεις, μετά το κόψιμο των ραμμάτων, για περίπου ένα μήνα, ανάλογα με την πορεία, σε νάρθηκα και μετά θα είσαι μια χαρά. Εγώ θα περάσω μια μέρα ακόμα να σας δω. Κάποιος δικός μου θα διευθετήσει τα οικονομικά. Εννοείται πως, όταν νιώσεις πως μπορείς, θα τα πούμε! Και, πριν φύγω, ας  ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα.

    Τους είπε, λοιπόν, ότι, όταν ήταν νέος, είχε σχέσεις με μια κοπέλα, την Κλαίρη. Ήταν πολύ ερωτευμένοι κι οι δυο και ξεκινούσαν την κοινή τους ζωή. Οι δουλειές τους πηγαίνανε πολύ καλά. Η βιομηχανία, που σήμερα έχει, ήταν τότε μια βιοτεχνία ανερχόμενη. Το προσωπικό λίγο, βέβαια. Οι δυο τους δουλεύανε σκληρά και παρακολουθούσαν προσεχτικά την πορεία και της παραγωγής και της οικονομικής ανέλιξης της επιχείρησης. Εξαιτίας αυτής κούρασης οδηγήθηκαν στο ατύχημα. Εκείνος ήταν πάρα πολύ κουρασμένος κι εκείνη, παρ’ όλον ότι κουβαλούσε την ίδια κούραση κι αυτή, ανέλαβε να καθίσει στο τιμόνι. Λογικό ήταν να μη δει το STOP . Το  τρακάρισμα ήρθε σχεδόν φυσιολογικά κι ο θάνατός της επίσης!

    –           Παιδιά, αυτή η ιστορία με σημάδεψε. Θυμάμαι ακόμη τις εξυπνάδες των «παντογνωστών», που κάθε φορά ξεφυτρώνουν και ξεφουρνίζουν τις βλακείες τους, αλλά κυρίως θυμάμαι την Κλαίρη να φεύγει και να μην μπορώ να την κρατήσω! Πέρασαν χρόνια, η επιχείρηση γιγαντώθηκε, αλλά εγώ έμεινα σ’ εκείνο το stop, δίπλα στην Κλαίρη, ανήμπορος. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να παραμείνω άνθρωπος και αφού μπορώ να μην αφήσω κανέναν να υποφέρει. Το κάνω για εκείνη!

    Ο Μανόλης σηκώθηκε.

    – Δυστυχώς ο χρόνος με κυνηγά! Δεν μπορώ να μείνω άλλο. Αφήνω εδώ τα τηλέφωνα και τ’ άλλα μου στοιχεία. Θα σε περιμένω. Μη μ’ αναγκάσεις να σε ψάξω! Θα σε περιμένω! Μην το ξαναπώ.

    – Κύριε Μανόλη, είπε δακρυσμένος ο Φίλιππος. Μου επιτρέπετε να σας φιλήσω;

    – Όχι! Όταν έρθεις στο γραφείο. Κάτι μου λέει πως δε θα χαθούμε!

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --