17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Δυό σταγόνες ελευθερίας

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Φθινοπωρινό απογευματάκι, μουσκεμένο από τις πρώτες μπόρες του Σεπτέμβρη  που καλούν τους γεωργούς να βγουν για  σπορά στα χωράφια τους. Εμείς όμως δεν ήμασταν πια στο χωριό, αφού τα σχολεία είχαν ήδη αρχίσει και τα παιδιά, που δεν είχαν γυμνάσιο στο πατρικό τους, μετακόμιζαν στην κοντινή πόλη. Κι επειδή η γεωργία δεν μπορεί ν’ ασκείται ερασιτεχνικά και κατά τις περιόδους που τα σχολεία είναι κλειστά, αλλά χρειάζεται τους εργαζόμενούς της τις μέρες και τις ώρες που της είναι απαραίτητοι, εμείς ως οικογένεια υποχρεωθήκαμε να χωριστούμε στα δυο: Ο πατέρας και ο μεγάλος γιος στην πόλη, η μητέρα κι ο μικρότερος στο χωριό. Όταν όμως είσαι στην πρώτη γυμνασίου, μόλις δωδεκάχρονος δηλαδή, το “εμείς” της καθημερινότητας δε φτάνει τόσο μακριά. Μένει στην πόλη κοντά σε σένα και τον πατέρα σου!

    Η μετοίκηση αυτή δεν ήταν μικρή υπόθεση. Ζώντας σε ξένο περιβάλλον μ’ έναν πατέρα που δούλευε από το πρωί ως το βράδυ σκληρά, έπρεπε πολλά να μάθεις· όφειλες να μάθεις να μαγειρεύεις, γιατί άλλος δεν μπορούσε να κάνει αυτή τη δουλειά. Έπρεπε να πλένεις τα πιάτα και τ’ αναγκαία ρούχα, αφού ο πατέρας ήταν κατάκοπος όταν γυρνούσε και δε σου πήγαινα να τον αφήσεις να κάνει και οικιακά, παρόλο που εκείνος ήταν πρόθυμος ν’ αναλάβει κι αυτή την υποχρέωση. Για φίλους και παιχνίδι ούτε λόγος. Άσε που καλά-καλά δεν ήξερες πώς να διαβάσεις για να τα βγάλεις πέρα με τις απαιτήσεις του σχολείου.

    -- Διαφήμιση --

     Φθινοπωρινό απογευματάκι, λοιπόν, των μέσων του περασμένου αιώνα, στα μισά της εβδομάδας, όταν τα διαβάσματα δεν είχαν ακόμη γίνει πολύ απαιτητικά, η προσαρμογή στη νέα κατάσταση ουσιαστικά δεν υπήρχε κι εγώ προσπαθούσα να δω το μέρος που ζούσα πια, την πόλη και τους κατοίκους της. Είχα ήδη βγει έξω και χάζευα τους ανθρώπους και τ’ αυτοκίνητα που περνούσαν στο δρόμο ο οποίος ήταν κοντά στο σπίτι μας, ένα δωμάτιο σε μια αυλή, χωρίς μπάνιο και με μια τουαλέτα κοινή για όλους τους ενοίκους του σπιτιού. Πρωτόγονα πράγματα, που ωστόσο δε με παραξένευαν και πολύ!

    Είχα μείνει αρκετά σκοτώνοντας την ώρα, ψάχνοντας να βρω κανένα παιδί, για να γίνουμε φίλοι και να παίξουμε. Γιατί καλή είναι η πόλη, αλλά πού παίζουμε; Και τα άλλα παιδιά πού πάνε τ’ απογεύματα; Πού παίζουν; Εγώ δεν έβλεπα κανέναν τα δειλινά! Πέρα από την Αμαλίτσα που κάθε απόγευμα σχεδόν φορούσε διαδοχικά όλα τα φορέματα της ντουλάπας της κι έβγαινε στο παράθυρό της και με χαιρετούσε, άλλος δεν υπήρχε! Της απαγόρευαν την έξοδο; Την κλείδωναν στο σπίτι; Ποτέ δεν έμαθα. Αλλά και την Αμαλίτσα τι να την κάνεις, αφού δεν την αφήνουν να βγει έξω και να παίξει μαζί σου;

    -- Διαφήμιση --

    Ξαφνικά είδα στο δρόμο ένα μπουλούκι ανδρών κι έτρεξα προς το μέρος τους. Είχαν σχεδόν κάνει κύκλο και κάτι έλεγαν μεταξύ τους. Ήταν μια ομάδα ανθρώπων της δουλειάς που μάλλον γυρνούσαν μετά το σκόλασμα στα σπίτια τους. Το μικρό μου μπόι κι η ασίγαστη περιέργεια μ’ έσπρωξαν να χωθώ ανάμεσά τους και να δω στο κέντρο του κύκλου.

    – Ρε Σπυράκη, είπε κάποιος πενηντάρης μελαχρινός άντρας, πώς βρέθηκες εδώ; Την κοπάνησες πάλι;

    Αυτός που μιλούσε φαινόταν να είναι γνωστός του νεαρού που στεκόταν στο κέντρο. Η φωνή του ήταν βαριά, αδρή θα ’λεγες. Μιλούσε ήρεμα, σχεδόν πατρικά, και το ύφος του ενέπνεε μια σιγουριά και δε φαινόταν να κρύβει εχθρότητα ο λόγος του.

    – Βρε τον πoύστη! Θα μας κολλήσει!

    Πετάχτηκε ένας κοντούλης κοκαλιάρης, γύρω στα τριάντα. Φαινόταν φοβισμένος και αγαναχτισμένος. Ποιος ξέρει τι σκέψεις τον βασάνιζαν.

    Ο άλλος, που είχε μιλήσει πρώτος, γύρισε και τον κοίταξε άγρια, έτοιμος να τον βουτήξει.

    – Σου είπε κανένας να ’ρθεις κοντά, Θανάση; Αφού φοβάσαι, γιατί δε φεύγεις;

    – Έτσι κάνετε και τις χαϊδεύετε τις αδερφούλες και μετά τρέχουμε και δε φτάνουμε!

    Και δεν ήταν λόγια του αέρα όσα έλεγε. Γιατί ο καημένος ο Σπυράκης ήταν πράγματι ομοφυλόφιλος, όπως έμαθα μετά. Αυτή του η ιδιαιτερότητα ήταν αρκετή για να επιδεινώσει το ήδη σοβαρό πρόβλημα της φυματίωσης που κουβαλούσε ο καημένος! 

    ***

    Σ’ όλες σχεδόν τις εποχές τα κράτη και οι κοινωνίες βρίσκονταν αντιμέτωπες με διάφορα προβλήματα, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά, που βασάνιζαν τις ίδιες και τα μέλη τους. Η επιστημονική ανυπαρξία ή ανεπάρκεια, η έλλειψη τεχνικών μέσων και μεθόδων τις υποχρέωνε να παίρνουν μέτρα ακραία και συχνά σκληρά ή κι απάνθρωπα για να τα βγάλουν πέρα. Πάντα φρόντιζαν το καλό των πολλών, ανεξάρτητα από τον πόνο που δημιουργούσε αυτή τους η φροντίδα σε μεμονωμένα άτομα ή επιμέρους μειοψηφικά σύνολα! Η φυματίωση, ας πούμε, είχε φιλοδωρήσει την πόλη μας με δυο καινούρια καλά· ένα νοσοκομείο κι ένα δάσος! Και τα δύο ήταν, λέει, χρήσιμα για τη θεραπεία των φυματικών!

    Η αρρώστια αυτή, όπως κι οι άλλες λοιμώδεις ασθένειες, ήταν φοβερά επικίνδυνη για τους υγιείς κατοίκους, αφού μπορούσε εύκολα να μεταδοθεί και δύσκολα να θεραπευθεί! Κολλούσες με το οτιδήποτε: Με τη χρήση των μαχαιροπίρουνων ή των πιάτων του αρρώστου, με το συγχρωτισμό, μ’ οποιαδήποτε σχεδόν ανθρώπινη δραστηριότητα. Ρούχα, τουαλέτες… Επειδή στις συνθήκες υγιεινής εκείνα τα χρόνια δεν ήταν και τόσο σχολαστικοί οι άνθρωποι, από αμέλεια ή άγνοια βοηθούσαν στην εξάπλωσή της. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν απ’ αυτή! Κι αφού ακόμη η θαυματουργή εφεύρεση του Φλέμιγκ δεν έφτανε παντού, εφάρμοζαν την παλιά μέθοδο: Ο άρρωστος μένει στη φύση κοντά, μακριά από τους άλλους, τρώει “καλά” και περιμένει με τη βοήθεια του Θεού να γιατρευτεί. Κι επειδή ο Θεός δε βοηθά αν δε βοηθούν οι γιατροί, οι πιο πολλοί πέθαιναν!

    Τα νοσοκομεία τα χτίζανε αργότερα έξω από τις πόλεις, αν ήταν δυνατό μέσα στο δάσος, για να μπορούν οι άρρωστοι ν’ αναπνέουν καθαρό αέρα. Έτσι οι πόλεις αποχτούσαν τέτοια ιδρύματα, όπου συγκεντρώνονταν οι καταδικασμένοι μελλοθάνατοι κάτοικοί τους κι όσοι από τα άλλα μέρη της περιφέρειας είχαν την ατυχία να προσβληθούν και να περιμένουν σ’ αυτά το μοιραίο!

    Στη δική μας περίπτωση υπήρχε μεν η έκταση έξω από την πόλη για να χτιστεί το νοσοκομείο, αλλά έλειπε η βλάστηση. Με “προσωπική εργασία” των κατοίκων, μ’ εθελοντική προσφορά κάποιων συλλόγων και των σχολείων της πόλης φυτεύτηκαν χιλιάδες πεύκα κι έγινε ένα πανέμορφο δάσος που παρέμεινε και μετά την θεραπεία των φθισικών και τη μετατροπή της κατάρας του σανατορίου σ’ ευλογία σύγχρονου νοσοκομείου… Αυτά όμως μετά από χρόνια πολλά!

    Όμως στην εποχή που διαδραματίζεται το περιστατικό η θεραπεία ήταν ακόμα δύσκολη και οι άρρωστοι ήταν ουσιαστικά έγκλειστοι τα σανατόρια. Τα πρώτα φάρμακα κυκλοφορούσαν ήδη, αλλά ήταν περιορισμένα και δυσεύρετα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί η αρρώστια δύσκολα κάποτε να εξαλείφεται, η προκατάληψη όμως αργεί πολύ περισσότερο να φύγει! 

    ***

    Ο Σπυράκης στεκόταν σαστισμένος στη μέση της συγκέντρωσης. Ένας  εικασιπεντάχρονος περίπου νέος, λεπτούλης από την πείνα και την αρρώστια. Μελαψός κι ευγενικός, θα έλεγες πως ήταν χαριτωμένος κι όμορφος, αν δεν ήξερες πως τον κατατρώει η φθίση. Ψιλοκοκκίνιζε κάπως ανάμεσα σε τόσους που τον περιστοίχιζαν. Από ντροπή, από φυσική συστολή; Ποιος ξέρει;

    – Γιατί βγήκες; του είπε ένας φαφούτης φαλακρός γεράκος. Δεν ξέρεις ότι αυτό είναι επικίνδυνο για τους άλλους;

    – Το ξέρω! Αλλά εγώ δε βγήκα για να κάνω κακό! Βγήκα να περπατήσω λίγο στον κόσμο! Να δω τη ζωή στην πόλη και να φύγω πάλι! Δυο σταγόνες ελευθερίας να πάρω και να φύγω. Δεν πρόκειται να βλάψω κανέναν!

    Τα μάτια του ήταν σχεδόν γεμάτα δάκρυα και φαινόταν έτοιμος να κλάψει.

    – Κάντε στην άκρη! Είπε ο πενηντάρης που είχε μιλήσει πρώτος. Και γυρνώντας στο Σπυράκη:

    – Άντε, αγοράκι μου, κάνε τη βόλτα σου.

    – Ευχαριστώ, είπε εκείνος και ξεκίνησε να φύγει. Αλλά και πού να πάω;

    – Τι πού να πας! Οι δικοί σου δεν είναι εδώ;

    – Όχι. Μένουν στο χωριό. Αλλά κι εδώ να μένανε… Δεν τα ’χουμε και πολύ καλά.

    – Δεν τους πεθύμησες;

    – Αν τους πεθύμησα! Εκείνοι όμως δε θέλουν να με δουν. Τους ρεζιλεύω, λένε.

    Οι άλλοι στη συντροφιά άρχισαν να συζητούν το πρόβλημα και τη στάση των συγγενών του Σπυράκη. Άλλος έλεγε πως έχουν δίκιο, αφού αυτός “κατάντησε τέτοιος”, άλλος τον υπερασπίζονταν θεωρώντας πως είχε δικαίωμα να ρυθμίζει τη ζωή του… Ο καθένας το κοντό του και το μακρύ του. Όλοι όμως συμφωνούσαν πως ρόλο μεγάλο έπαιζε κι ο φόβος για τη ζωή τους. Το χτικιό κολλάει! Δεν είναι παίξε-γέλασε! Κι αυτοί εκεί που μιλούσαν μπορεί και να κινδύνευαν!

    Ο Σπυράκης τους παρακολουθούσε αμήχανος κι αδιάφορος, λες και μιλούσαν για κάποιον άλλο. Πολλές φορές μου φάνηκε σαν να χαμογελούσε κιόλας!

    Κάποια στιγμή το βλέμμα του πενηντάρη έπεσε πάνω μου. Αγρίεψε.

    – Τι κάνεις εσύ εδώ; Άντε σπίτι σου για διάβασμα. Θα σε ψάχνει η μάνα σου.

    Ετοιμαζόμουν να του πω πως η μάνα μου δεν ήταν στην πόλη και πως δεν είχα διάβασμα εκείνη την ώρα, αλλά, σαν είδα τη ματιά του αγριεμένη, φοβήθηκα και ξεκίνησα να φύγω.

    Την ώρα όμως εκείνη ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στο Σπυράκη. Ο νοσοκόμος κατέβηκε και τον πλησίασε:

    – Τι θα γίνει, τελοσπάντων; Θα σε κυνηγάω κάθε φορά; Έλα! Πάμε!

    – Πάμε! Έκανε ο Σπυράκης. Ευχαριστώ! Είπε στον πενηντάρη κύριο που είχαν κουβεντιάσει.

    Εκείνος έψαξε με τα μάτια του να βρει το Θανάση. Τον είδε να τους κοιτάζει από το πρώτο στενό.

    – Οι ρουφιάνοι δεν αλλάζουν! Είπε. Και γυρνώντας στους άλλους: Η αρρώστια δεν έχει φύλο! Με την ίδια ευκολία μπορούν να κολλήσουν όλοι απ’ όλους. Καταλάβατε; Ως πότε θα φορτώνουμε τις αδυναμίες μας στους αδύνατους;

    Ο νεαρός αναχώρησε παίρνοντας μαζί του την καταδίκη του και τη συμπόνια μου. Ακόμα σκέφτομαι με κατανόηση κι ευγνωμοσύνη τον πενηντάχρονο κύριο που θέλησε προφανώς να με προστατέψει και τον καημένο το Σπυράκη που οι άνθρωποι κι η ζωή τόσο άδικα του φέρθηκαν. Ελπίζω εκεί που τελικά κατέληξε, αν δεν κατάφερε να γιατρευτεί, να μην υπάρχουν φραγμοί και φράχτες ούτε ο φόβος και το μίσος των ανθρώπων.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --