17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ένα καλό μάθημα

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Άνοιξη ήταν. Ο καιρός σχετικά ζεστός παρά την υγρασία που σε υποχρέωνε να φοράς το βράδυ σακάκι ή ζακέτα. Η λίμνη, βλέπεις, δεν έχει μόνο τα καλά της, αλλά κουβαλάει κι αρκετά παρεπόμενα: υγρασία, που το χειμώνα δεν αφήνει το χιόνι να μείνει για πολύ και το μεταμορφώνει σε μια σκουρόχρωμη αποκρουστική λάσπη, τους σχετικά ζεστούς μήνες γεμίζει την περιοχή με κουνούπι σύννεφο και το καλοκαίρι κάνει τη ζέστη ανυπόφορη.

    Άνοιξη, λοιπόν! Οι άνθρωποι άρχιζαν σιγά-σιγά να βγαίνουν στους κήπους των διάφορων κέντρων, αφού τους καλούσε ο καιρός και τους θύμιζε πως το εσωτερικό του καταστήματος, όσο όμορφο κι αν είναι, ταιριάζει σε καιρούς χειμωνιάτικους και κρύους. Τούτη την πρόσκληση την καθιστούσαν πιο έντονη οι συναυλίες των βατράχων, που απ’ τα καλάμια της λίμνης ξεχύνονταν και σκέπαζαν όλη την πόλη, ιδίως τα βράδια, όταν το βουητό των ημερήσιων δραστηριοτήτων της πόλης κατακάθιζε και διακρινόταν ολοκάθαρα το χαλί των μονότονων χορωδών. Ποτέ μου δε ρώτησα να μάθω πώς και γιατί τούτα τα πλάσματα αποφάσισαν να τραγουδήσουν, αν ήταν τελικά τραγούδι αυτό που χρόνια άκουγα. Μου έφτανε που υπήρχε! Το θεωρούσα, λοιπόν, κάτι εντελώς φυσιολογικό και οργανικά δεμένο με την πόλη, με τη ζωή μας εντέλει!

    -- Διαφήμιση --

    Άνοιξη και Σαββατόβραδο, ο καλύτερος συνδυασμός, αφού μπορούσαμε κι εμείς να ξενυχτήσουμε για λίγο και μπορούσαμε να ξοδέψουμε και κάποια λεφτά από το βδομαδιάτικο χαρτζιλίκι οι μαθητές του λυκείου ή την αμοιβή της δουλειάς τους οι εργαζόμενοι. Μαζευτήκαμε λοιπόν πεντέξι στο καφενείο του Κώστα για τη σαββατιάτικη σύναξη.

    Το συνηθίζαμε τον τελευταίο χρόνο να βρισκόμαστε κάθε Σάββατο στο ίδιο πάντα μέρος. Με τα κρύα μπαίναμε σε μια γωνιά του μαγαζιού και από την άνοιξη και μετά στον κήπο. Το προτιμούσαμε το συγκεκριμένο κατάστημα γιατί είχε φτηνές τιμές, γιατί ήταν χωρισμένο στη μέση και μπορούσαμε να βολευτούμε στο πίσω μέρος. Εκεί ερχόντουσαν κυρίως, εκτός από σχετικά ανήλικους εργαζόμενους και μαθητούδια, λαϊκοί οργανοπαίχτες κυρίως και γύφτοι που γυρνούσαν σε γάμους και πανηγύρια παίζοντας τραγούδια δημοτικά και διασκέδαζαν τον κόσμο. Ήταν λοιπόν το στέκι τους κι εκεί τους έβρισκαν όσοι ήθελαν να συμφωνήσουν με μια λαϊκή κομπανία για γάμο ή πανηγύρι. Το άλλο μισό ήταν κατάστημα άλλης κατηγορίας κι οι πελάτες του ήταν εκλεκτοί. Τους μήνες που λειτουργούσε ο κήπος, πάλι κάτι ανάλογο συνέβαινε: Τα «καλά» τραπέζια βρίσκονταν μπροστά και είχαν καλύτερη θέα, ενώ τα άλλα ήταν στο πίσω μέρος του.

    -- Διαφήμιση --

    Όλοι είχαν ένα σοβαρό λόγο για να συχνάζουν στου Κώστα. Κάποιοι για το καλό όνομα του καταστήματος, άλλοι γιατί εκεί σύχναζαν κι αρκετοί από τους ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας της πόλης ή αυτούς που θεωρούνταν ευυπόληπτοι κι άλλοι γιατί μπορούσαν να βολεύονται στα πίσω τραπέζια ή τα περιθωριακά και πλήρωναν φτηνά.

    Τώρα που το σκέφτομαι, χρόνια πολλά από τότε, δε μου φαίνεται να ήταν και πολύ καθαρός ο τύπος. Στα πίσω τραπέζια οι μουσικοί κλείνανε βέβαια τις δουλειές τους, παίζανε όμως και χαρτιά την ώρα της αναμονής και πολύ χρήμα άλλαζε χέρια χωρίς ποτέ να του ζητηθεί από κανέναν άδεια χαρτοπαιχτικής λέσχης. Ούτε μηνύθηκε που άφηνε ανήλικα σαν κι εμάς να πίνουμε στον καφενέ του. Φαίνεται πως ο Κώστας, ένας τύπος που αναφέραμε πολύ συχνά τ’ όνομά του, αλλά τον βλέπαμε σπανίως, είχε τον τρόπο του. Ποιος ξέρει τι γινόταν εκεί, στα τραπέζια του καλού κόσμου! Εμείς πάντως περνούσαμε καλά κι ήμασταν απόλυτα ευχαριστημένοι.

    Μαζευτήκαμε λοιπόν πεντέξι και καθίσαμε στο πίσω μέρος του κήπου κι ακούγαμε τη μονότονη μουσική των βατράχων ν’ αναμειγνύεται με τα βαριά λαϊκά του διπλανού καφενείου, όπου σύχναζαν οι οικοδόμοι της περιοχής. Εκεί όμως δεν μπορούσαμε να πάμε, γιατί δεν είχαμε κλείσει όλοι τα δεκαοχτώ. Εμείς βολευόμασταν υποχρεωτικά με τα ποτά και τους μεζέδες του Κώστα, όταν έρχονταν κι αυτοί, γιατί, μετά από μερικές αράδες τσίπουρου ή ούζου, ξεχνούσε να βάλει μεζέ! Όταν του το θύμιζες, σου τον έφερνε καθυστερημένα και ξεμπέρδευε μ’ ένα «Α! καλά!»

    Παραγγείλαμε την πρώτη αράδα: τόσα τσίπουρα, τόσα ούζα κι ο Χρήστος, το γκαρσόνι, μας τα ’φερε γρήγορα. Έτσι γινόταν κάθε φορά. Μετά αρχίζαν οι καθυστερήσεις. Διάθεση καλή έτσι κι αλλιώς υπήρχε. Πάντα οι νέοι ξεκινούν καλοπροαίρετα. Με τη δεύτερη αράδα η κουβέντα άρχισε να ζωντανεύει και ζωήρεψε με την τρίτη. Τότε τον πρόσεξα που ήταν άκεφος και συνοφρυωμένος.

    – Τι έχεις, ρε Βασίλη; Είπα.

    – Τίποτα! Απάντησε, χωρίς βέβαια να πείσει κανέναν μας.

    – Έλα, λέγε! Είπαμε οι υπόλοιποι μ’ ένα στόμα.

    – Αφήστε το, ρε παιδιά! Αποκρίθηκε χωρίς να είναι καθόλου πειστικός.

    – Λέγε! Επανέλαβαν οι άλλοι επιτακτικά κι εκείνος υποχώρησε.

    – Εντάξει! Θα σας πω, αλλά τάφος! Έτσι;

    – Έτσι!

    Δεν ήταν βέβαια κάποιο φοβερό γεγονός που τον βασάνιζε. Τι μπορεί να βλέπει απροσπέραστο ένας νέος της εφηβικής ή μετεφηβικής ηλικίας εκτός από τον έρωτα; Ασφαλώς στον κόσμο των αισθημάτων και των συναισθημάτων η σοβαρότητα ενός γεγονότος είναι κάτι πολύ σχετικό. Ό,τι για κάποιον είναι ζήτημα ζωής και θανάτου κυριολεκτικά, γι’ άλλον είναι απλά ένα περιστατικό συνηθισμένο ή κι εντελώς επιπόλαιο κι επιδερμικό. Εδώ όμως το πράγμα φαινόταν σοβαρό.

    Ο Βασίλης, όπως όλοι σχεδόν σ’ αυτή την περίοδο της ζωής τους, ήταν ερωτευμένος με μια κοπελίτσα δεκαπεντάχρονη, τη Λίτσα. Όμορφο κοριτσάκι εκείνη, ψηλή, μελαχρινή, χαριτωμένη και πρόσχαρη, έδενε αρμονικά μαζί του, αφού κι αυτός στα δεκαεφτά του ήταν ωραίο παλικαράκι, καλότροπος, άριστος στα μαθήματα και καλός ποδοσφαιριστής. Ήταν, ίσως κυρίως αυτό το τελευταίο που μαγνήτιζε τα κοριτσάκια και τα ’φερνε κοντά του. Αυτός όμως δεν είχε μάτια για να δει άλλη. Είχε κολλήσει στη Λίτσα!

    Ως εδώ τα πράγματα φαίνονταν ταιριαστά. Όπως όμως τίποτα στη ζωή δεν είναι τέλειο και σ’ όλα υπάρχει κι άλλη πλευρά, έτσι κι εδώ υπήρχε το «αλλά». Η Λίτσα ήταν κόρη ανώτερου αξιωματικού, εγγονή γνωστού παράγοντα της πόλης και αρκετά ευκατάστατη. Μόνο το σπίτι της αν έβλεπες, θα καταλάβαινες πως το φυσούσε το παραδάκι, σ’ αντίθεση με το Βασίλη που ήταν φτωχόπαιδο και γιος εργάτη. Την ώρα που εκείνη έκανε ιδιαίτερα μαθήματα ξένων γλωσσών ή πιάνου, αυτός ιδροκοπούσε στο γήπεδο για να κατοχυρώσει μια θέση στον ενδεκάδα της ποδοσφαιρικής ομάδας της πόλης. Έκανε μιας ώρας διάλειμμα και συνέχιζε πάλι τη δουλειά, πνευματική αυτή τη φορά, ως τ’ άγρια μεσάνυχτα. Δεν ήθελε να υστερεί. Του άρεσε να ’ναι πάντα πρώτος!

    Έτσι κυλούσε η ιστορία, ώσπου, τρεις μέρες πριν, εκείνη του είπε πως δεν μπορούσε πια να συνεχίσει μαζί του. Εκείνος ένιωσε να τον χτυπά κεραυνός. Ζήτησε εξηγήσεις, αλλά αυτά που του είπε δεν τον έπεισαν. Του φάνηκαν απλά δικαιολογίες. Στα επίμονα δικά του γιατί εκείνη απάντησε πως κάποιος άλλος είχε μπει στη ζωή της και γι’ αυτό αποφάσισε να σταματήσει να βγαίνει μαζί του. Αυτός, του είπε, είναι δεκαοχτώ, έχει δικό του αυτοκίνητο, είναι σοβαρός και καλό παιδί κι έτσι θα βγαίνει πια μαζί του. Τελεία και παύλα!

    Μάζεψε ο Βασίλης τις ελπίδες της αγάπης του, κατάπιε τον πόνο του για το χαμό της και την ταπείνωση για την προσβολή και

    – Εγώ λεφτά για να σ’ αγοράσω δεν έχω, της είπε. Έκανες την επιλογή σου και δε μου αφήνεις άλλο δρόμο. Κανένα δεν μπορώ να κρατήσω κοντά μου με το ζόρι. Και να μπορούσα, δε θα το ήθελα.

    Της ευχήθηκε να περνά καλά, να της έρθουν όλα βολικά, τη χαιρέτησε και της γύρισε την πλάτη θαρρώντας πως έτσι έσωζε την αξιοπρέπειά του. Ήταν κάτι δικό του που τον πονούσε πολύ κι ήθελε να το κρατήσει για τον εαυτό του. Ήθελε! Έλα όμως που βρέθηκε με την παρέα και χρειαζόταν κάπου ν’ ακουμπήσει! Λίγο η επιθυμία να ξεσκάσει, λίγο τα τσίπουρα, λίγο η δική μου παρατηρητικότητα τον υποχρέωσαν να ξεφουρνίσει το μυστικό, έστω και υπό όρους.

    – Και την άφησες, ρε Βασίλη, να φύγει έτσι; Είπα με την επιπολαιότητα που το ποτό και η αφέλεια τη νεανική ηλικία χαρακτηρίζουν.

    – Γιατί, ρε μικρέ, εσύ τη θα έκανες; Με ρώτησε με τα μάτια μισόκλειστα.

    – Ξέρω κι εγώ; Πάντως δε θα την άφηνα να φύγει έτσι!

    – Δηλαδή;

    – Τι δηλαδή, ρε Βασίλη; Πρώτα-πρώτα αυτό είναι παλιανθρωπιά, για να μην πω πουτανιά. Πώς τον παρατάς, κυρά μου, τον άλλον και φεύγεις; Και με ποια δικαιολογία; Άκου ο άλλος έχει αυτοκίνητο! Άκου τελεία και παύλα! Πώς, κυρά μου; Τον άλλον δεν τον σκέφτεσαι;

    – Άκουσε, μικρέ, μου είπε σαν τέλειωσα. Ξέρω ότι αυτά που λες, τα λες από αγάπη, γιατί είσαι φίλος και με συμπονάς. Όμως θέλω να σου πω μερικά πράγματα και βάλ’ τα καλά στο μυαλουδάκι σου. Ποτέ μην κατηγορείς μια γυναίκα σε κάποιον που την αγαπά. Γιατί αυτός είναι ερωτευμένος και δε θα τον πείσεις και χίλια δίκια να ’χεις. Ύστερα, ποιος σου είπε ότι το κάνει από συμφέρον κι όχι επειδή βαρέθηκε να περιμένει κάποιον κόπανο μισή ωρίτσα τη βδομάδα; Ακόμα μπορεί να ωρίμασε και ν’ άλλαξε γνώμη. Το αποκλείεις;

    – Όχι, είπα σκεφτικός με κατεβασμένο το κεφάλι. Συγγνώμη, ρε Βασίλη.

    Οι άλλοι δε μίλησαν ούτε πήραν θέση στο ζήτημα. Το κλίμα όμως είχε βαρύνει κι όλοι σεβόμασταν την κατάσταση του φίλου μας. Σε λίγο πληρώσαμε και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Άλλες φορές κάναμε φασαρία και λέγαμε διάφορα αστεία, πειράζαμε ο ένας τον άλλο ή και τραγουδούσαμε στο δρόμο, μιας και τα σπίτια στο σημείο εκείνο ήταν αραιά και δεν υπήρχε κίνδυνος να μας βάλουν τις φωνές οι κάτοικοι της περιοχής. Τούτη τη φορά όμως κανείς δεν είχε κέφι για καλαμπούρια και τραγούδι. Πήραμε, λοιπόν, το δρόμο για τα σπίτια μας σκεφτικοί και σιωπηλοί. Μας συντρόφευε μόνο ο μονότονος ήχος της χορωδίας των βατράχων που ανεπηρέαστοι από τα προβλήματα των ανθρώπων εξακολουθούσαν να εκτελούν καθημερινά το μουσικό τους πρόγραμμα.

    * * *

    Πού τα θυμήθηκα τώρα τούτα ’δω; Δεν είναι τόσο η Άνοιξη που μας ξανάρθε στην πόλη, όσο ο πόνος για το χαμό του καημένου του γιατρού, που τον θάψαμε τις προάλλες. Γιατί μπορεί να μη συνέχισε με τη Λίτσα ο Βασίλης, κατάφερε όμως να γίνει γιατρός και μάλιστα καλός και φιλάνθρωπος. Κυρίως όμως κατάφερε να γίνει καλός οικογενειάρχης, με παιδιά κι εγγόνια.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --