Από ανάρτηση της Ρόνυς Γανιάρη, με την άδεια της
Μου ‘χει καεί το μυαλό. Πάω κι αγγίζω συνέχεια το παιδί κι εκείνο απορεί. Να προσέχεις παιδί μου. Προσέχω, μου απαντά. Μου το υπόσχεσαι, συνεχίζω και κρέμομαι απ’ τα χείλη του για το ναι.
Είναι που αισθάνομαι την ανάγκη να συναινέσω σε αυτή την στιγμιαία πλάνη. Έτσι γιατί δεν αντέχω να σκέφτομαι τα σπαραγμένα σπλάχνα των ανθρώπων που έχουν μαρμαρώσει από τον πόνο. Που προσπαθούν να θυμηθούν τη μυρωδιά των παιδιών τους και των δικών τους. Και μετράνε με τα χέρια τους μετέωρα την άδεια αγκαλιά.
Μου ‘χει καεί το μυαλό. Τα παιδιά σχηματίζουν με τις σχολικές τσάντες στις αυλές την πιο εκνευριστική παραίνεση των γονιών, “πάρε με όταν φτάσεις” στην οποία ίσαμε χτες, μεγάλη γυναίκα πια, αντιμετώπιζα σαν μπάλα στο πόδι.
“Αμάν ρε μάνα” απαντούσα ενώ την ίδια στιγμή την εφαρμόζω καρμπόν στο παιδί, μα και στους δικούς μου ανθρώπους. “Πάρε με όταν φτάσεις” λέγαμε και με τις φίλες μου όταν χωριζόμασταν μόνες μας τη νύχτα για να ’χουμε τη σιγουριά η μία της άλλης και να ’χουν το φόβο μας όσοι φοβόμασταν μη μας κάνουν κακό.
Μού ‘χει καεί το μυαλό. Παρ’ ότι το κακό δεν βρήκε δικούς μου ανθρώπους. Αυτή τη φορά. Σήμερα, εκείνο το αγόρι που αναζητούσε τον πατέρα του και τον μικρό του αδερφό και τους θεωρούσε νεκρούς είχε τη νηφαλιότητα και την ωριμότητα να μην ζητήσει την κεφαλή επί πίνακι του ενός ανθρώπου που έκανε τη λάθος κίνηση. Να μην εστιάσει στο ανθρώπινο λάθος που είναι μέρος του ανθρώπινου. Ο πρωθυπουργός πάλι, όχι.
Όμως η ασφάλεια των πολιτών είναι αγαθό σύνθετο και δικαίωμα μη διαπραγματεύσιμο. Η ασφάλειά μας είναι άρρηκτα δεμένη με τη μέριμνα και την πρόβλεψη ενός κρατικού μηχανισμού με υποδομές και δομές που στοχεύουν στην ανάπτυξη και την προστασία του κάθε ανθρώπου, χωρίς αστερίσκους.
Γι’ αυτό θυμίζω στον εαυτό μου, πρέπει να υπερασπιστούμε και να ξανακερδίσουμε τα δημόσια αγαθά. Αρκετά με τις ανεξέλεγκτες ιδιωτικοποιήσεις, αρκετά με την υποτιθέμενη πανάκεια του αόρατου χεριού της αγοράς. Αρκετά και με την κοπτορραπτική επί της έννοιας της ατομικής ευθύνης που μας την έχουν ποτίσει με το κουτάλι του μουρουνόλαδου προς θεραπείαν της κάθε κυβερνητικής αμέλειας και επιλογής. Αρκετά.
Μού ‘χει καεί το μυαλό. Και κάθομαι μπροστά στο πληκτρολόγιο. Κι εκείνος ο άνθρωπος βρίσκεται ολομόναχος στη φυλακή φορτωμένος μ όλο το κρίμα του κόσμου. Και τόσοι άνθρωποι ήταν κι απόψε στο δρόμο. Ολονών οι ζωές μετράνε. Καληνύχτα και καλή δύναμη σε όλους, εκτός φυσικά των καθαρμάτων, όπως συνήθιζε να μας εύχεται κάθε βράδυ ο Χρήστος Χαραλαμπόπουλος.