22 C
Galatsi
Σάββατο, 18 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ο γυμνασιάρχης

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου

    Ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά μιας αγροτικής οικογένειας από την Ηλεία.

    Οι αδελφές του παντρευτήκανε, η μία στην Αθήνα, και τα δύο άλλα αγόρια έγιναν αγρότες.

    -- Διαφήμιση --

    Ο Γιάννης σπούδασε φιλόλογος και ήταν το καμάρι όλου του σογιού.

    Διορίστηκε στην Κατερίνη κι εκεί γνωρίστηκε με τους επιφανείς πολίτες της επαρχιακής πρωτεύουσας, ανάμεσά τους με τον εισαγγελέα Φώτη Πετράκο, που ζούσε με την όμορφη γυναίκα του την Αιμιλία –λέγανε πως την παντρεύτηκε από μεγάλο έρωτα– και τη μικρή κουνιάδα του την Ανθή.

    -- Διαφήμιση --

    Οι δύο αδελφές είχανε κοντά δεκαοχτώ χρόνια διαφορά, και η Ανθή ήτανε ακόμα στο γυμνάσιο. Έχοντας χάσει και τους δύο γονείς τους πολύ νέους, η Αιμιλία, καλοπαντρεμένη εδώ και χρόνια, ανέλαβε να φροντίζει την ευαίσθητη μικρή αδελφή ώσπου να τελειώσει τις σπουδές και να της βρουν ένα καλό γαμπρό. Ο πατέρας, ο γέρο Κελέας από τη μέσα Μάνη, είχε αφήσει κάποια μικρή περιουσία που ακριβοδίκαια μοίρασαν τα παιδιά του. Όσο για την προίκα της κουνιάδας, τη διαχειριζόταν ο έντιμος δικαστικός, χωρίς να δεχτεί να πάρει φράγκο για τα έξοδα της μικρής.

    Ορφανή από τα δώδεκα η Ανθή, ήταν μελαγχολική, κλεισμένη στον εαυτό της και δεν είχε την ψυχική αντοχή να διαβάζει και να πηγαίνει καλά στο σχολείο. Ο Φώτης, που εκτός από ερωτευμένος ήταν και χρυσός άνθρωπος, της πήρε προγυμναστή το νεαρό φιλόλογο το Γιάννη Πολυχρονόπουλο. Έτσι, η μικρή κουνιάδα, τέλειωσε με καλό βαθμό το γυμνάσιο, και οι φιλικές σχέσεις με το νεαρό καθηγητή συνεχίστηκαν. Τον καλούσαν στα τραπέζια και τις βεγγέρες.

    Το χωριατόπαιδο θαμπώθηκε από τον τρόπο ζωής και τους εκλεπτυσμένους τρόπους του αριστοκράτη εισαγγελέα κι αυτό το θαυμασμό τον πέρασε για έρωτα προς τη μικρή αδελφή. Αυτή πάλι πρώτη φορά ερχόταν τόσο κοντά με έναν νέο (αν και ο φιλόλογος την περνούσε 10 χρόνια), κολακεύτηκε από το διακριτικό φλερτ του και έκανε τα πρώτα εφηβικά όνειρα για λουλούδια, τον ασπασμό των αγγέλων στα άστρα και όλα τα δακρύβρεχτα που κυκλοφορούσαν στα λαϊκά περιοδικά της εποχής περί έρωτος.

    H Ανθή δεν έμοιαζε καθόλου στην αδελφή της, που υπήρξε κι ακόμα ήταν καλλονή. Κοντούλα κι αδύνατη, με ασύμμετρο σώμα, στενό διάφραγμα και μεγάλη περιφέρεια, ένα αδιάφορο πρόσωπο, με λεπτά χείλη και λίγο σουβλερή μύτη, μετά βίας την έλεγες νόστιμη. Ούτε είχε το μυαλό του μεγαλύτερου αδελφού της, που ήταν μαθηματικός σε μεγάλο φροντιστήριο της Αθήνας. Ήταν φιλάσθενη και αδύναμη, αποζητώντας πάντα ένα στήριγμα και μη παίρνοντας πρωτοβουλίες.

    Όταν ο φιλόλογος έκανε δειλά την πρόταση γάμου, η Αιμιλία είδε μια καλή ευκαιρία για την αδελφή της. Τη ρώτησε κι αυτή ντροπαλά, αλλά με μια αστραπή χαράς, φάνηκε πως το θέλει.

    Ο καλός γαμπρός, ο Φώτης, προίκισε την ορφανή, υπήρχε και η προίκα από την περιουσία του πατέρα, θα μπορούσε το νιόπαντρο ζευγάρι να αγοράσει ένα σπίτι, μεγάλη υπόθεση.

    Ο πόλεμος τελείωσε και παντρεύτηκαν με ανοιχτό γάμο. Έμεινε γρήγορα έγκυος η νεαρή νύφη, αλλά τόχασε στους τρεις μήνες. Η δεύτερη εγκυμοσύνη πήγε καλά, αλλά το μωρό ήταν αρρωστιάρικο και σαν καθυστερημένο. Το πήρε ο Θεός πάνω στο χρόνο, μάλλον προς ανακούφιση όλων. Δυό χρόνια μετά, γεννήθηκε επί τέλους μια κόρη χωρίς τουλάχιστον εμφανή προβλήματα. Ο επαρμένος φιλόσοφος την ονόμασε Άρτεμη από τη θεά του κυνηγιού.

    Τη βάφτισε ο εισαγγελέας και τη χρύσωσε.

    Μεγάλωνε η μικρή Άρτεμη, αλλά φάνηκε πως πιο αταίριαστο όνομα δεν μπορούσαν να της δώσουν. Φοβόταν τα ύψη, φοβόταν τη θάλασσα, φοβόταν τους ανθρώπους, δεν έτρεχε, δεν έπαιζε σαν τα άλλα παιδιά. Στο σχολείο αργόστροφη, δεν τάπαιρνε τα γράμματα, τέλειωσε κακήν κακώς το γυμνάσιο, χάρη και στον πατέρα της που ήταν καθηγητής στο σχολείο.

    Αρρώστησε και η Ανθή, κάτι με την καρδιά της, όλοι λέγανε δεν θα ζήσει πολύ, βέβαια στο τέλος καβατζάρισε τα ογδόντα.

    Όλ’ αυτά δημιούργησαν προβλήματα στο ζευγάρι. Μπορούσα να πάρω όποια ήθελα και πήρα την αρρωστιάρα, έλεγε ο Γιάννης σε στιγμές απογοήτευσης. Είχε ύφος περισπούδαστο ο φιλόλογος, μα στο βάθος ήταν ένα χωριατάκι, χοντροκέφαλος, απαίδευτος, μικρόψυχος, με στενούς ορίζοντες διανοητικά και ηθικά, τσιγκούνης στα λεφτά και στα αισθήματα. Η Ανθή δεν απαντούσε στις κακίες και τις προσβολές του και πάντοτε δημόσια τον παίνευε.

    Εν τω μεταξύ είχαν μετακομίσει στην Αθήνα, αγοράζοντας και ένα ωραίο, μεγάλο σπίτι, με τα λεφτά της προίκας. Ζούσαν μετρώντας τη δεκάρα, ο Γιάννης έκανε και φροντιστήρια τα απογεύματα, και σε λίγα χρόνια αγόρασαν και δεύτερο σπίτι που το νοίκιαζαν.

    Με τα χρόνια ο φιλόλογος έγινε γυμνασιάρχης και το ανακοίνωσαν σε όλους με μεγάλη περηφάνια.

    Ο αδελφός της Ανθής, ο μαθηματικός, περιφρονούσε τον γαμπρό του, τον θεωρούσε φαμφαρόνο και βλάκα, και λυπόταν την μικρότερη αδελφή του που της είχε αδυναμία. Όταν βρισκόντουσαν μαζί, γαμπρός και κουνιάδος, γίνονταν ομηρικοί καβγάδες, είτε για πολιτικά είτε για κοινωνικά θέματα, και η Ανθή προσπαθούσε να σβήσει τις φωτιές, παίρνοντας πάντα το μέρος του άντρα της.

    Λίγα χρόνια αργότερα, έμεινε χήρα η Αιμιλία, με καλή σύνταξη και καλό κομπόδεμα από τον συγχωρεμένο. Αγόρασε ένα σπίτι δίπλα στην Ανθή και το γυμνασιάρχη και βάλθηκε να πάρει πίσω το αίμα της αδελφής της, απαντώντας στις προσβολές του γαμπρού της, με μεγαλύτερες – είχε πάντα πιο εύστοχες και τσουχτερές απαντήσεις, μια και ήταν πιο έξυπνη!

    Όταν αυτός παραπονιότανε για τη φιλάσθενη γυναίκα του και χρέωνε όλα τα τα ελαττώματα της κόρης του στο σόι των Κελέων, η Ανθή του χτύπαγε τον ανιψιό του, γιό της αδελφής του, που ήταν κλεισμένος στο ψυχιατρείο γιατί πήγε να σκοτώσει τη μάνα του, τα δυό ανίψια του στο χωριό, που ούτε το γυμνάσιο δεν τέλειωσαν, και το καθυστερημένο παιδί του πρώτου ξαδέλφου του.

    ***

    Η Αιμιλία ήταν από χαρακτήρα εγωίστρια και αυταρχική, ήταν και καλομαθημένη από ένα σύζυγο που δεν της χάλαγε χατήρι, και τον καταπίεζε τον καψερό τον γυμνασιάρχη. Όταν αυτός εμφάνιζε το μεγάλο προσόν του, το πτυχίο του από το πανεπιστήμιο, αυτή του απαντούσε, εγώ έχω αδελφό μαθηματικό και ο άντρας μου ήταν εισαγγελέας.

    Επειδή ήταν άτεκνη και ο πονηρός ο Γιάννης σκεφτόταν πως η περιουσία της θα πάει στην κόρη του, έκανε υπομονή και την ανεχότανε.

    Στο μόνο πράγμα που συμφωνούσαν και οι τρεις, γονείς και νονά, ήταν η μεγάλη αγάπη και αδυναμία που είχαν στην Άρτεμη. Είναι κούκλα, έλεγε η Αιμιλία, βλέπεις τι μεγάλα μαύρα μάτια που έχει, θα κάψουν καρδιές.

    Μόνο μην ανοίξει το στόμα της, να πει τις κουταμάρες της, έλεγε κοροϊδευτικά ο Μάκης ο μαθηματικός, που με τη μεγάλη του αδελφή ήταν σαν το σκύλο με τη γάτα κι όλο τρωγόντουσαν.

    Με τη γυναίκα του Μάκη, τη Λία, είχε τις καλύτερες σχέσεις ο Γιάννης, τη θεωρούσε κι αυτή συμπάσχουσα, με αυτό το καταραμένο μανιάτικο σόι που μπλέξανε. Εξάλλου, κάθε καλοκαίρι ο Μάκης τους καλούσε όλους στην παραλιακή πόλη όπου είχε ανοίξει μεγάλο φροντιστήριο κι έβγαζε καλά λεφτά. Τους φιλοξενούσαν στο μεγάλο σπίτι που μένανε και η νύφη τους περιποιότανε με το παραπάνω.

    Χρόνια προσπαθούσαν να παντρέψουν την κόρη, την Άρτεμη, είχε και καλή προίκα, δύο σπίτια σίγουρα, πιθανόν και τρίτο από τη νονά. Και ο Γιάννης είχε μαζέψει κι ένα κομπόδεμα και μάλιστα σε χρυσές λίρες.

    Όμως τα προξενιά δεν πετυχαίνανε, η Άρτεμη είχε κληρονομήσει το πείσμα της θειάς και την ξεροκεφαλιά του πατέρα και, παρόλες τις συμβουλές της μάνας της, επέμενε στη γνωριμία με τους επίδοξους γαμπρούς να μιλάει ακατάπαυστα, να διακόπτει την προξενήτρα και τον υποψήφιο και να επιμένει σε ό,τι ανοησία ξεφούρνιζε, παρόλες τις ματιές και τα σκουντήματα της Ανθής.

    Κόντευε τα τριάντα όταν βρέθηκε ένας υποψήφιος γαμπρός, από χωριό, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση και περιουσία, αλλά με καλή θέση δημοσίου υπαλλήλου. Της άρεσε της Άρτεμης και, για πρώτη φορά, περιόρισε τη φλυαρία. Ντυμένη και περιποιημένη έδειχνε καλούτσικη. Ο υποψήφιος γαμπρός, ο Γιώργος ο Γκόνος, που όλοι οι δικοί του ήταν στα χωράφια, εκτός από μια αδελφή καλόγρια, επηρεάστηκε και από τον γυμνασιάρχη πεθερό, αλλά και απ’ όλο το σόι της νύφης με τους επιστήμονες, ήταν και καλή η προίκα, είπε το ναι.

    Κάνανε ένα σύντομο αρραβώνα και ετοίμασαν γρήγορα το γάμο. Τα πεθερικά άφησαν το ωραίο μεγάλο σπίτι στο νέο ζευγάρι, αγόρασαν καινούργια έπιπλα και ηλεκτρικά, εκτός από τη κρεβατοκάμαρα που την κάνει δώρο ο γαμπρός. Οι ίδιοι νοίκιασαν ένα μικρότερο διαμέρισμα στην ίδια πολυκατοικία. Το ενοίκιο από το δεύτερο προικώο θα τόπαιρνε το νέο ζευγάρι.

    Στη διάρκεια του αρραβώνα, ο γυμνασιάρχης μίλησε στο Γιώργο, ζητώντας του να σεβαστεί την κόρη του. Θέλω να την πάω παρθένα στην εκκλησία, του είπε, και ο θεοσεβούμενος Γιώργος το άκουσε με ευμένεια.

    Ο αρραβώνας και ο μήνας του μέλιτος στη Θεσσαλονίκη ήταν η μόνη ευτυχισμένη περίοδος στη ζωή της Άρτεμης.

    Όταν άρχισε ο έγγαμος βίος, η νεαρή νύφη αποδείχτηκε άχρηστη να κρατήσει το νοικοκυριό. Ο Γιώργος, όποτε γύριζε λίγο νωρίτερα στο σπίτι, έβρισκε πάντα εκεί την πεθερά να βοηθάει στις δουλειές και στο μαγείρεμα. Και τα σαββατοκύριακα, όλο στο τηλέφωνο ήταν η Άρτεμη με τη μάνα της, μέχρι πόσο αλάτι να ρίξει στο φαΐ ρώταγε.

    Είδε κι αποείδε ο Γιώργος, ζήτησε μετάθεση στην επαρχία, πιστεύοντας πως έτσι θα κοπεί ο ομφάλιος λώρος, και η γυναίκα του θα προσαρμοστεί στο ρόλο της παντρεμένης και θα κάνουν δική τους οικογένεια.

    Πράγματι έμεινε έγκυος η Άρτεμη και γέννησε ένα κοριτσάκι. Πήγε λίγο καιρό η Ανθή να βοηθήσει την κόρη της κι όλοι ήταν χαρούμενοι με το μωρό. Μόνον η λεχώνα, σαν να δυσφορούσε με τα κλάματα του βρέφους και τις ατέλειωτες φροντίδες που θέλει ένα νεογέννητο. Δεν μπορούσε να καθίσει η πεθερά επ’ αόριστον, στους πέντε μήνες γύρισε στην Αθήνα και ήταν όλη μέρα στο τηλέφωνο να συμβουλεύει την κόρη.

    Όμως το μωρό όλο αρρώσταινε, αδυνάτιζε, κι ένα πρωί, στους δέκα μήνες, το βρήκαν νεκρό στο κρεβατάκι του. Ο γιατρός υπέγραψε για αιφνίδιο θάνατο, συμβαίνει αναιτιολόγητα στα βρέφη καμιά φορά.

    Το ευλόγησε η καλόγρια κι είπε θα το κάνει ο θεός αγγελούδι, όλοι κλαίγανε, η μάνα φαινόταν σαν χαμένη, είναι από το σοκ λέγανε οι συγγενείς.

    Δώσανε πάλι μετάθεση στο Γιώργο, σε μεγαλύτερη πόλη, να ξεχαστούν και να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή. Σαν να είχε χαλάσει το κλίμα μεταξύ τους, σαν να μετάνιωσε για το γάμο ο γαμπρός, είχε πάψει και η γλυκύτητα του πρώτου καιρού, η Άρτεμη έβγαζε γλώσσα, τούλεγε πόση προίκα πήρε αυτός ο απένταρος, τον έλεγε βλάχο και παινευότανε για τον πατέρα της το μορφωμένο.

    Όσο για το νοικοκυριό, ούτε εκεί δεν τα κατάφερνε η γυναίκα του, έκανε τις μισές δουλειές ο Γιώργης όταν γύρναγε από την υπηρεσία κι έφερνε και καθαρίστρια μια φορά το μήνα, αλλιώς δεν θάβρισκε ούτε καθαρό πουκάμισο.

    Όμως ους ο θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω. Συνέχιζε έτσι η μίζερη ζωή τους και η ελπίδα και απαίτηση του αρχηγού του σπιτιού ήταν να κάνουν οικογένεια. Δεν ήθελε παιδιά η Άρτεμη και τόλεγε, μα τι να κάνει, όλοι της λέγανε πως πρέπει.

    Δυό χρόνια μετά γεννήθηκε το δεύτερο παιδί και κάνανε μεγάλα γλέντια, ήρθαν όλοι οι συγγενείς από το σόι του Γκόνου, του Πολυχρονόπουλου και του Κελέα, στα βαφτίσια, φέρνοντας δώρα καλύτερα από του γάμου.

    ***

    Δειλά ζήτησε η καημένη η Ανθή να μετακομίσουνε για να βοηθάει στο μεγάλωμα του μωρού, αλλά ο Γκόνος αρνήθηκε, τόσο τούκοβε, και το πλήρωσε ακριβά το πείσμα του.

    Δεν μπορούσε, δεν ήξερε, δεν άντεχε να φροντίσει το μωρό η Άρτεμη, ήταν και αρρωστιάρικο σαν τα παιδιά που γένναγε η μάνα της, ποιός ξέρει, πάντως στους οχτώ μήνες το καημένο το βρέφος ξεψύχησε.

    Στην κηδεία η Άρτεμη ήταν η μόνη που δεν έκλαιγε και είπε στον πατέρα της, θάρθω μαζί σας, δεν αντέχω άλλο να μείνω με αυτόν, κι έδειξε τον άντρα της τον πιο καταβεβλημένο από όλους.

    Περίμενε, θα ρωτήσω δικηγόρο, και θα στείλω το θειό σου να σε πάρει, είπε ο ευθυνόφοβος γυμνασιάρχης.

    Ο κουνιάδος ο μαθηματικός ανέλαβε να φέρει σε πέρας την επιχείρηση διάσωσης. Πήγε, μίλησε με το Γιώργη, αυτός το δέχτηκε αμέσως, κι έτσι η Άρτεμη ξαναγύρισε στο πατρικό, προς ανακούφιση όλων. Πήρε και τα προικιά της, έπιπλα και ηλεκτρικά, τίποτα δεν ζήτησε ο γαμπρός, σαν νάθελε να σβήσει το παρελθόν.

    Κι έτσι ξανάρχισε ζωή στο σπίτι όπως πριν δέκα χρόνια, με μια γλυκιά ρουτίνα που μοιάζει κάπως με ευτυχία. Σινεμά κάθε Σάββατο, την Κυριακή στου Φλόκα για παγωτό ή καμιά φορά στην Κηφισιά με την Αιμιλία που ως χήρα εισαγγελέα μεγαλοπιανότανε. Το καλοκαίρι στο Άλσος ή στο Ζάπειο, με τον Οικονομίδη, δυό τρεις φορές το χρόνο θέατρο, κυρίως επιθεωρήσεις, και στις εκπτώσεις εξόρμηση στην οδό Ερμού για ψώνια. Πότε πότε ανέβαινε ο Μάκης στην Αθήνα για δουλειές, τον φιλοξενούσανε, κι ήταν το αλατοπίπερο στη ζωή τους, με τις ωραίες συζητήσεις αλλά και τους καβγάδες με το γυμνασιάρχη.

    ***

    Ο Πολυχρονόπουλος, αν και στενοκέφαλος, λόγω οικογενειακής παράδοσης, ήταν –ας πούμε– δημοκρατικός και το πλήρωσε στη χούντα, τον στείλανε δυο τρία χρόνια σε ένα μικρό μέρος στα σύνορα. Ξαναγύρισε, όμως, στην Αθήνα και δεν επενέβαινε όταν η κόρη του υπεραμυνόταν των συνταγματαρχών, που κυνηγάνε τους κομμουνιστές. Αυτοί θα μας πάρουν τα σπίτια, έλεγε με περισπούδαστο ύφος η Άρτεμη, κι η μάνα της έλεγε με χαμόγελο, η κόρη μου έχει δικές της απόψεις.

    Τα καλοκαίρια συνέχισε η παράδοση της φιλοξενίας στο Μάκη.

    Η Λία που συμπονούσε την Άρτεμη, της είπε κάποια φορά, αχ τι κρίμα να μη ζήσουν τα κορίτσια σου, τώρα θάτανε ολόκληρες κοπέλες, θα τις είχες συντροφιά. Η απάντηση της χαροκαμένης μάνας τους άφησε όλους άναυδους. Καλύτερα που τα πήρε ο θεός, εγώ δεν ήθελα παιδιά, είπε η Άρτεμη με ένα φυσικό ύφος, σαν να μη συναισθανότανε τη βαρύτητα του πράγματος.

    Πέρναγαν, όμως, τα χρόνια κι όλοι γεράσανε. Πρώτη πέθανε η Αιμιλία κι άφησε όλα τα χρυσαφικά στην αναδεξιμιά, αλλά την περιουσία, δυο σπίτια, ένα οικόπεδο και λεφτά τα μοίρασε στα αδέλφια της.

    Λίγα χρόνια μετά πέθανε κι ο γυμνασιάρχης κι η Άρτεμη, πρώτη φορά, ξέσπασε σε γοερά κλάματα. Μετά η συγκατοίκηση των δύο γυναικών έγινε δύσκολη, με φωνές και καβγάδες, με την Άρτεμη να αφήνει τη μάνα της μόνη κι ας ήταν άρρωστη, να πηγαίνει στο κομμωτήριο, στην εκκλησία ή σπάνια με την ξαδέλφη της σε κοντινό ζαχαροπλαστείο. Αυτές ήταν τώρα οι διασκεδάσεις της.

    Η καρδιακή πάθηση, που μια ζωή ταλαιπωρούσε την Ανθή, επιδεινώθηκε κι έπεσε στο κρεβάτι. Η Άρτεμη με το ζόρι έμπαινε στο δωμάτιο να την δει. Ευτυχώς είχαν πάρει μια γυναίκα, τη Μανουέλα, να τους βοηθάει, της είχαν δώσει, χωρίς ενοίκιο, το διαμέρισμα της νονάς Αιμιλίας και καλό μισθό. Αυτή μαγείρευε και φρόντιζε την άρρωστη κι η Ανθή δακρυσμένη της έλεγε, χωρίς εσένα θα είχα πεθάνει.

    Έζησε κανά δυό χρόνια στο κρεβάτι η άτυχη η Ανθή, στην κηδεία της ήρθαν όλοι οι συγγενείς, δικοί της και του άντρα της, και την κλάψανε, γιατί με όλους ήταν καλή και κανέναν ποτέ δεν κακοκάρδισε. Μόνον η κόρη της ήταν σαν φευγάτη, δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ.

    Τα υπόλοιπα δέκα χρόνια ήταν τα χειρότερα για την Άρτεμη. Μόνη με συντροφιά την τηλεόραση, ευτυχώς τη φρόντιζε η Μανουέλα, με το αζημίωτο βέβαια, και πότε πότε την επισκέπτονταν τα ξαδέλφια της, μένανε για λίγο, έτσι από υποχρέωση και από οίκτο κάποιοι, προσδοκώντας μερίδιο από την περιουσία της μετά θάνατον.

    Πέθανε νέα, ούτε εβδομήντα δεν ήτανε, και η περιουσία μοιράστηκε σε εφτά κληρονόμους. Τα χρυσαφικά δεν βρέθηκαν, η Μανουέλα δήλωσε πως δεν ξέρει τίποτα, όλοι την κοιτάγανε στραβά, μα πως να το αποδείξουνε.

    Η έξυπνη Αλβανέζα είπε πως η εκλιπούσα της είχε υποσχεθεί το διαμέρισμα που έμενε, επειδή τόσα χρόνια τη φρόντιζε. Την αποστόμωσε η Ντίνα, η πιο δυναμική από τις ξαδέλφες από το σόι του γυμνασιάρχη. Δεν ντρέπεσαι, χρυσοπληρώθηκες τόσα χρόνια, αν αυτή ήθελε να πάρεις το σπίτι ας άφηνε διαθήκη, αν και πάλι θα την προσβάλαμε, γιατί η συγχωρεμένη τάχε χαμένα τα τελευταία χρόνια.

    Την κήδεψαν σε μια περίεργη ατμόσφαιρα, όπου κανείς δεν έκλαψε κι ούτε και για καφέ θέλησαν να πάνε οι πιο πολλοί μετά. Δώσαν όλοι οι κληρονόμοι λίγα λεφτά να πηγαίνει μια γυναίκα να της ανάβει το καντήλι και κανά δυό από αυτούς πήγανε, τον πρώτο χρόνο, τρεις τέσσερις φορές ως το νεκροταφείο κι άφησαν λίγα λουλούδια.

    Η άλλη ξαδέλφη η Λιλή, από το σόι των Κελέων, που θεωρούνταν διανοούμενη, είπε σε στενό κύκλο, σαν επικήδειο: Μια άχρηστη, χαμένη ζωή, η δυστυχία της δεν άγγιζε κανέναν, γιατί και η ίδια κανέναν δεν συναισθάνθηκε.

    Έφυγε άκλαφτη, χωρίς να μοιραστεί αγάπη, και κανείς δεν έχει μια καλή ανάμνηση από αυτήν για να τη θυμάται.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --