17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Το παντεσπάνι

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει η Άννυ Νούνεση

    Η Νινέτα εβαπτίσθη Αικατερίνη. Εις τον Άγιον, και φυσικά από παπά, φίλο στενό. Παπά που είχε βαπτίσει όλα τα παιδιά της οικογενείας, και φυσικά όταν λέμε στον Άγιο εννοούμε την εκκλησία του Αγίου εις την πόλιν της Κέρκυρας. Διότι Άγιος Σπυρίδωνας ονομάζεται και η εκκλησία εις του Κωτσέλα, το γνωστόν προάστιον της πόλης το οποίον φέρει το όνομά του από το νησάκι Gotso, που βρίσκεται δίπλα στη Μάλτα.

    Νίνα λοιπόν. Νίνα, μα και Νινόν και Νίνι και Νινέτα, ανάλογα με τις διαθέσεις. «Μπουράτα φαρίνα, μαντόνα Κατερίνα, μπουράτα μπουρατόν και μπούτιλα φουόρι ντελ μπαλκόν», να τηνε η μικρή κοτζάμ κοπέλα, μεγαλωμένη σαν την πριγκιπέσσα.

    -- Διαφήμιση --

     Όλα τα κιάσα και τα χατίρια τής κάνανε της Νίνας μέσα σπίτι, ένα ένα. Στα άλλα τη δίδαξε η μητέρα, μα και η νόνα της. Της τα μάθανε και οι υπηρεσίες, μα και οι σέμπροι. Έμαθε από όλους γενικά. Έμαθε τρόπους, έμαθε και να ζητά. Έμαθε να μην απλώνει χέρι στο τραπέζι, μα να λέει «Παρακαλώ, πασάτε μι ιλ μπικέρε» αν ήθελε ποτήρι ή «λ’ άκουα» αν ήθελε νερό, και να λέει φυσικά «ευχαριστώ» με γλύκα και με ευγένεια, γιατί η Νίνα ήταν και όμορφη και ευγενική.

    Έμαθε και ξένες γλώσσες. Γαλλικά από τη μαντάμ, ιταλικά από τη σινιόρα και ιγγλέζικα από τον μίστερ Γκόντφριντ. Ανεβοκατέβαιναν όλοι τους ο ένας πίσω τον άλλο και απαντιόντουσαν στις σκάλες. Το ίδιο και ο δάσκαλος των ελληνικών, μα και ο δάσκαλος του βιολιού, μια και η Νινέτα είχε δηλώσει ότι προτιμά το βιολί από το πιάνο. «Κάθεται το πιάνο» έλεγε η νόνα «γκουάρντα λο, μα νον φα νιέντε, τζόγια μου, μπάστα που είσαι εσύ κοντέντα».

    -- Διαφήμιση --

    Ήταν γλυκιά, νόμπιλε και αληθινά ευγενική η Νινέτα και όλοι την αγαπούσανε και την προσέχανε. Την πρόσεξε λοιπόν και ο Φρανσουά ο Ρομπινέ, γόνος παλιάς γαλλικής οικογενείας του νησιού, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων, εις το οποίον είχε σπουδάσει δικηγόρος, μα και βιολί. Την πρόσεξε, τη ζήτησε και την πήρε. Άνοιξε και γραφείο και ασκούσε το επάγγελμά του. Η Νίνα παράτησε τις γλώσσες και το βιολί και ακολουθούσε πιστά τα σέστα και τα έθιμα, για να είναι όλα κόμε σι ντέβε στο σπίτι του Ρομπινέ.

    Όλοι είχανε να πουν για την ντελικατέτσα και την ντολτσέτσα της. Κρατούσε όλες τις συνήθειες και όλα τα έθιμα ως γόνος καλής οικογενείας. Κρατούσε φυσικά και το έθιμο του παν ντ’ Εσπάνια. Όταν δηλαδή γεννούσε κάποια φίλη, έστελνε παντεσπάνι. Να ζήσει το παιδί, να γίνουνε άσπρα τα μαλλιά του, σαν τη ζάχαρη την άχνη με την οποία ήτανε πάντα το γλυκό πασπαλισμένο. Στέλνανε κι ένα ασημένιο κουταλάκι και μια χρυσή μπεμπέ, στην οποία συχνά κρεμούσανε ένα κοκάλινο φάσκελο για το κακό το μάτι, για το αβάσκαμα δηλαδή.

    Όλα στην οικογένεια πήγαιναν καλά, μα τον τελευταίο καιρό είχε παρατηρήσει η Νίνα πως είχαν λιγοστέψει οι πολλές οι διασκεδάσεις. Σαν να έβλεπε τα χρήματα που έφερνε ο αφέντης να μην είναι τόσα πολλά όσο παλιά, παρόλο που εκείνος έλειπε πολλές ώρες στο γραφείο. Δεν έλεγε λόγο η Νινέτα, μα είχε και τα μέντη της μην πηγαίνει και αλλού καμία σπέζα.

    Ώσπου ένα πρωί, εκεί που παίρνανε το αντρόγυνο μαζί το πρωινό τους, πριν φύγει ο κύριος για το γραφείο, τον ακούει να της λέει:

    «Εγέννησε η Μαγδαληνή, δεν σ’ το είπε η μητέρα;»

    Η αλήθεια είναι που είχε ακούσει να το λέει στην υπηρεσία η πεθερά της, μα δεν είχε δώσει σημασία.

    «Τι θα γίνει, Νινετουλίνα μου, δε θα της το κάμεις το παντεσπάνι της Μαγδαληνής;» άκουσε τον Φρανσουά πάλι να της λέει κρατώντας το μπαστούνι αλά φούφου πριν κατεβεί τη σκαλινάδα, όπως κάθε μέρα.

    Το παντεσπάνι η Νίνα το έκανε πάντα πολύ καλό. Τζάλο, με αυγά φρέσκα που τα ’φερνε η Χρυσάνθη από του Κωτσέλα. Όταν ερεμπαρτάριζε ολάκερο τον κάνταρο μέσα εις το βουτυρωμένο το ταψί, χάλευε πάντα, του ίδιου της, με σκέρτσο, ένα μπιλιέτο να μάσει ως και τη τελευταία τη σταγόνα του υλικού, για να μην πάει χαμένη.

    Το θυμήθηκε τώρα πάλι, ναι, την είχε μελετήσει και η μάνα της τη Μαγδάλω. Εκείνες τις μέρες είχε γεννήσει στην κλινική του Βλάση η γυναίκα του αμαξά του πατέρα της και είχε κάμει σερνικό.

    Βάνει το λοιπόν μπροστά η Αικατερίνη, μια και δεν του χάλαγε χατίρι του χρυσού της, να χτυπήσει τα αυγά με τη ζάχαρη, να του το κάμει το γλυκό. Σώνει το χτύπημα, ανακατώνει και το αλεύρι, βάνει και τις βανίλιες και αναποδογυρίζει το μείγμα στο ταψί, που το είχε ήδη πολύ καλά βουτυρωμένο. Αμέσως θυμιέται το μπιλιέτο.

    «Σε παρακαλώ, Χρυσάνθη μου, είναι μια σκατολίνα στο κασετί του σγαμπέλου του ίδιου. Έχει μέσα μπιλιέτα, άνοιξέ τηνε με προσοχή και φέρε μου ένα και σε ευχαριστώ» λέει εις τη Χρυσάνθη.

    Πάει η υπηρεσία στην κάμαρα, ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου, βρίσκει το κουτάκι και της φέρνει το μπιλιέτο. Το πιάνει στα χέρια της η Νίνα και, όπως κάνει να το βάλει στον κάνταρο να μάσει το ύστερο, βλέπει κάτι γραμμένο από πίσω. Το κοιτάζει και βλέπει γραμμένο τούτο εδώ: «Να μας ζήσει, Φρανσουά μου. Να μας ζήσει ψυχή μου», και υπογραφή ένα σκέτο Μ, μα και ένα «σου» στο τέλος, να δηλώνει κτητικότητα.

    Ο Φρανσουά δεν ήτανε τζα παρών! Η Νίνα εγίνηκε αμέσως κατακόκκινη, μα, παρόλο που έτρεμε σύγκορμη, κρατήθηκε και εθυμήθηκε αμέσως τη μάνα της και τα λόγια της: «Να κάνεις, Νίνα μου, χρέη κουτού, να μην τους δίνεις σένσο τσου άντρες που θυμώνεις» της είχε πει.

    Έβαλε λοιπόν με προσοχή το παντεσπάνι εις τον φούρνο και το έψησε κανονικά. Το μεσημέρι, έπειτα που ήρθε ο ίδιος της, εφάγανε βουβοί γιατί η Νίνα δήλωσε πως έχει καρδιοκάψωνα, και το απόγιομα, αφού είχε κρυώσει πια το παντεσπάνι για καλά, το ’βαλε στην πιατέλα την καλή της πεθεράς της και, όπως ήτανε σωστό, το σκέπασε όλο με τη ζάχαρη την άχνη. Το τύλιξε και γύρω γύρω με μια κορδέλα κόκκινη, γυαλιστερή, και το ’δωσε του Φρανσουά.

    «Τι είναι τούτο, Νίνα μου;» ανέκραξεν ο Φρανσουά.

    «Το παντεσπάνι της Μαγδαληνής, χρυσέ μου, όπως μας το εδιόρισες» απάντησε η Νινέτα.

     «Και τι παναπεί» δυστρόπησε ο Φρανσουά. «Δε θα της το πάρεις εσύ;»

    «Ω! Εγώ θα πάω να παίξω πινάκλ με τις κοπέλες, εσύ θα της το πάρεις, ψυχή μου» απεφάνθη η Νινέτα με ρισπέτο.

    «Ααα, όχι, εγώ δεν το παίρνω, τι θα πει ο κόσμος να με ιδεί, και έτσι ξεσκέπαστο που το ’χεις και με την κορδέλα και χωρίς κουτί, εσενσάρισες, Νίνα;» ανέκραξεν πάλι ο Γάλλος.

    «Όχι, όχι, μάτια, θα το πάρεις ο ίδιος, έχουμε υποχρέωση, τόσα βιάτζα κάνει για μας ο πατέρας της, και έπειτα τι σκιάζεσαι, μην πούνε που είναι δικό σου το παιδί; Μηδά μας μέλει εμάς το τι θα πει ο κόσμος, για το καλό είναι τα παντεσπάνια, έχει και μπόλικη άχνη από πάνω, να ζήσει να γενεί γέροντας σαν και εσέ, ψυχή μου Πάω εγώ τώρα με τις φιλονάδες μου!»

    Γλωσσάρι

    μπουράτα φαρίνα, μαντόνα Κατερίνα, μπουράτα μπουρατόν, μπούτιλα φουόρι ντελ μπαλκόν = βενετσιάνικο τραγουδάκι που το λέγανε οι γιαγιάδες

    φουόρι (fuori) = μακριά, απ’ έξω

    φουόρι ντελ μπαλκόν (fuori del balcon) = έξω απ’ το μπαλκόνι

    κιάσα = νάζια

    σέμπρος = υποτακτικός

    πασάτε μι ιλ μπικέρε / λ’ άκουα = περάστε μου το ποτήρι / το νερό

    γκουάρντα λο, μα νον φα νιέντε, τζόγια μου, μπάστα που είσαι εσύ κοντέντα = κοίταξέ το, μα δεν πειράζει, ψυχή μου, αρκεί που είσαι εσύ ευχαριστημένη

    σέστα (εν. σέστο) = καλό σύστημα, ειδικά στον καθημερινό τρόπο ζωής

    κόμε σι ντέβε = όπως πρέπει, όπως αρμόζει

    ντελικατέτσα = κομψότητα

    ντολτσέτα: γλυκύτητα

    μπεμπέ = παραμάνα για τα ρούχα του μωρού

    είχε τα μέντη της: είχε τον νου της

    σπέζα = ψώνια

    αλά φούφου = στον αέρα

    τζάλο = κίτρινο

    ερεμπαρτάριζε = αναποδογυριζόταν

    κάνταρος = πήλινο σκεύος

    χάλευε = έψαχνε

    του ίδιου της = του άντρα της

    σκατολίνα = κουτάκι

    κασετί = συρτάρι

    σγαμπέλο = κομοδίνου

    μην τσου δίνεις σένσο = μην του δίνεις σημασία

    καρδιοκάψωνας = καούρα στο στομάχι

    πινάκλ= είδος χαρτοπαίγνιου

    ρισπέτο = σεβασμός

    εσενσάρισες = τα έχασες

    βιάτζο = ταξίδι, πηγαινέλα

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --