17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ξένοι στην πόλη μας

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης

    Το αυτοκίνητο έτρεχε στη μεσαία λωρίδα της εθνικής οδού με αρκετά μεγάλη ταχύτητα, παρόλο που το έδαφος ήταν ανηφορικό. Η κίνηση δεν ήταν μεγάλη, όπως κάθε εργάσιμη μέρα της εβδομάδας. Είχαν περάσει ήδη δυόμιση ώρες από την επιβίβασή τους. Υπολόγιζαν να ξεκινήσουν στις οχτώ το πρωί, αλλά τελικά είχε φτάσει εννέα και μισή όταν άρχισαν το ταξίδι.

    Όταν μετακομίζεις σ’ άλλη πόλη, δεν είναι εύκολο να υπολογίσεις τα πάντα και να έχεις τη βεβαιότητα πως δεν αφήνεις πίσω σου κάτι αναγκαίο και χρήσιμο. Γιατί ξέρεις πως δε θα ξαναγυρίσεις σύντομα και, συνεπώς, δύσκολα θα βρεις αν και τι ξέχασες! Αυτό θα το μάθεις με τον καιρό, όταν θα χρειάζεσαι τα διάφορα εργαλεία και σκεύη. Πολύ περισσότερο αν έχεις να κάνεις με μικροπράγματα και παιχνίδια, σαν αυτά που αυτοί είχαν φορτώσει στο δικό τους αυτοκίνητο!

    -- Διαφήμιση --

    Τα βαριά έπιπλα του σπιτιού και τα «χοντρά» αντικείμενα είχαν ήδη αμπαλαριστεί κι είχαν φορτωθεί στο φορτηγό του ταξίδευε μαζί τους, πότε προπορευόμενο από το δικό τους αυτοκίνητο και πότε ακολουθώντας τους. στην καινούρια πόλη θα τους περίμενε ομάδα εργατών που θ’ ανέβαζαν την οικοσκευή τους στο καινούριο τους σπίτι και θα τους βοηθούσαν στην αποσυσκευασία και την εκ νέου συναρμολόγησή τους. Θα περνούσαν μέρες ώσπου να μπει η ζωή τους σε κανονικούς ρυθμούς.

    – Μπαμπά, αργούμε πολύ; Είπε η μικρή Μαρίνα.

    -- Διαφήμιση --

    Ήταν περίπου τεσσάρων χρονών και είχε αρχίσει να κουράζεται. Μόνη της, δεμένη στο πίσω κάθισμα, πάνω στο ειδικό παιδικό καρεκλάκι της, είχε βαρεθεί να παίζει με τα παιχνιδάκια της, είχε νυστάξει, κοιμηθεί και ξυπνήσει αρκετές φορές, είχε προσπαθήσει να παίξει με τη μαμά της, αλλά τελικά ένοιωθε να βαριέται! Όταν ο μπαμπάς της απάντησε πως σε λίγο θα βρεθούν σε κάποιο μοτέλ, για να φάνε και να ξεκουραστούν, εκείνη ανυπόμονα, όπως όλα τα παιδάκια της ηλικίας της,

    – Σε πόσο λίγο;

    – Σε μερικά χιλιόμετρα.

    – Λένα, πάρε, σε παρακαλώ, το φορτηγό τηλέφωνο και πες του πως θα βρεθούμε στο βενζινάδικο που βρίσκεται στην είσοδο της πόλης.

    Εκείνη επικοινώνησε μαζί του και κλείσανε το ραντεβού. Του είπε πως θα καθυστερήσουν λίγο στο μοτέλ, για να ξεκουραστεί και το παιδί.

    – Εντάξει, Μαρίνα; Ευχαριστημένη;

    – Ναι, μπαμπά μου!

    – Να κάνουμε κανένα εικοσάλεπτο διάλειμμα, Στάθη μου; Είπε η Λένα.

    – Θα δούμε.

    Ο Στάθης και η Λένα, ένα νέο ζευγάρι, ταξίδευε από μια μικρή επαρχιακή πόλη της βόρειας Ελλάδας στην πόλη, στην οποία θα υπηρετούσε στο εξής. Συνάδελφοι κι οι δυο, γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν σ’ αυτή την πόλη, περίμεναν να συγκεντρώσουν τ’ απαραίτητα μόρια, τ’ αναγκαία προσόντα δηλαδή, για να μετατεθούν στην πόλη που τώρα πήγαιναν. Είχαν δεσμούς μ’ αυτήν την πόλη. Αυτός είχε μεγαλώσει εκεί, παρόλο που ο πατέρας του δεν καταγόταν από εκεί και η Λένα εκεί είχε γεννηθεί κι εκεί ζούσαν οι δικοί της! Θα είχαν έτσι και μια βοήθεια για τη μικρή Μαρίνα. Πέρα λοιπόν από τους συναισθηματικούς λόγους, είχαν και πρακτικούς για την επιδίωξη αυτής τους της μετάθεσης.

    Συνέχισαν, λοιπόν, την πορεία τους με σταθερή ταχύτητα. Ο Στάθης που και που έβλεπε από τον καθρέφτη πότε τη Μαρίνα και πότε τη Λένα. Κάποια στιγμή

    – Κοιμήθηκε το παιδί; Είπε, καθώς το είδε μα μάτια κλειστά να έχει μισοξαπλώσει στο καθισματάκι του.

    – Κουράστηκε το καημένο! Αποκρίθηκε εκείνη.

    – Το πρόβλημα είναι πως δε θυμάμαι σε πόσα χιλιόμετρα είναι το μοτέλ. Είναι, βλέπεις κι ο δρόμος καινούριος και κάθε φορά συναντάμε καινούρια πράγματα. Καινούριες παρακάμψεις, καινούρια βενζινάδικα, καινούριους σταθμούς!

    – Δεν είναι καλό αυτό;

    – Καλό είναι! Αλλά δε θυμάμαι σε πόση ώρα θα φτάσουμε.

    Συνέχισε το δρόμο του, ώσπου από μακριά είδε τις πινακίδες που τον προειδοποιούσαν ότι πλησιάζει σε χώρο στάθμευσης με βενζινάδικο, εστιατόριο και μικρό ξενοδοχείο. Έπρεπε να βγει από το δρόμο και να το βρει σε μερικές εκατοντάδες μέτρα.

    Έβγαλε φλας και με προσοχή άλλαξε λωρίδα. Τώρα ήταν στα δεξιά του δρόμου κι ακολουθούσε τις πινακίδες της σήμανσης, οι οποίες το  οδήγησαν, πίσω από μια συστάδα δέντρων.

    Σ’ ένα ξέφωτο, πλάι στο ποτάμι, φάνηκε ένα βενζινάδικο σ’ ένα μεγάλο πλάτωμα. Δίπλα του, προς το μέρος του ποταμού, υπήρχε ένα μεγάλο πλάτωμα ασφαλτοστρωμένο, το οποίο χρησίμευε ως σταθμός των αυτοκινήτων και αμέσως μετά, ανάμεσα σ’ αυτό και τα πλατάνια της όχθης του ποταμού, ένα διώροφο κτίριο, με μεγάλες βεράντες κι έπιπλα εξοχής! Το ισόγειο αυτού του οικοδομήματος ήταν εστιατόριο ψιλικατζίδικο, ζαχαροπλαστείο, ένα κατάστημα εστίασης τελοσπάντων, με τουαλέτες για τους ταξιδιώτες. Ο πρώτος όροφος είχε μερικά δωμάτια ξενοδοχείου για όσους ήθελαν να περάσουν τη νύχτα τους εκεί, που συνήθως ήταν ξένοι, οδηγοί νταλίκας ή κι ερωτευμένα παιδιά από τα χωριά της περιοχής.

    Σταμάτησε ο Στάθης στο χώρο στάθμευσης. Κατέβηκαν η Λένα με τη Μαρίνα πρώτες και κατευθύνθηκαν προς τα πλατάνια, κοντά στο ποτάμι. Η μικρή ήθελε να πάει κοντά στα νερά και να τρέξει λίγο δίπλα στην όχθη. Είχε κουραστεί δεμένη τόσες ώρες!

     – Μαμά, να τρέξω λίγο;

    Εκείνη της έγνεψε «ναι» και στη στιγμή άφησε το χέρι της Λένας κι άρχισε να τρέχει πάνω στα βότσαλα.

    – Με προσοχή όμως! Μην πέσεις!

    – Ναι. Μαμά!

    Μετά από κανένα πεντάλεπτο

    – Πάμε τώρα να βρούμε και το μπαμπά;

    – Πάμε!

    Στο μεταξύ ο Στάθης είχε πάει στην τουαλέτα να πλυθεί, είχε βρει ένα καθαρό τραπέζι και, καθώς τις περίμενε, συνεννοήθηκε με τον οδηγό του φορτηγού, που στο μεταξύ είχε κι αυτό φτάσει, ν’ αποδεσμευτούν και να πάει ο καθένας μόνος του στην πόλη. Εκείνος θα έβρισκε τους εργάτες και θα συναντούσε τους γονείς της Λένας που θα τον περίμεναν στο νέο σπίτι του ζευγαριού.

    – Πηγαίνετε στην τουαλέτα και επιλέξτε φαγητό. Είπε.

    – Εσύ; Είπε η Λένα.

    – Κάτι πρόχειρο. Θα πάω μετά.

    – Καλά θα σου φέρω εγώ.

    Σε περίπου μισή ώρα είχαν τελειώσει με το ζήτημα του φαγητού και του καφέ και ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο.

    – Μπαμπά, σε πόση ώρα θα φτάσουμε;

    – Σε μία ώρα περίπου. Τώρα είσαι ξεκούραστη, έτσι;

    Μπήκαν στον παράδρομο που οδηγούσε στο εθνικό δρόμο και σε λίγα λεπτά βρέθηκαν και πάλι στη μεσαία λωρίδα ν’ ανεβαίνουν προς την κορυφή του υψώματος. Σε λίγο βγήκαν στον αυχένα κι άρχισαν να κατηφορίζουν πια. Μετά από κανένα δεκάλεπτο, μέσα από την ομίχλη φάνηκε η πόλη τους.

    – Άντε! Πλησιάζουμε! Παρατήρησε ο Στάθης.

    – Ναι, αγάπη μου! Να ξεκουραστείς κι εσύ. Είπε η Λένα.

    – Κι αυτά που κουβαλά το φορτηγό ποιος θα τα τακτοποιήσει;

    – Οι εργάτες τα βαριά. Τα άλλα σιγά-σιγά· δε μας βιάζει και τίποτα!  

    *

    Σε τρία τέταρτα το αυτοκίνητο κινούνταν στους δρόμους της πόλης τους. Περνούσαν πια από γνωστούς δρόμους, αλλά με κτίρια καινούρια που είχαν κατασκευαστεί την τετραετία που αυτοί έλειπαν.

    – Σε λίγο θα δούμε το δυαράκι μας! Είπε ο Στάθης.

    – Να δούμε πώς θα είναι. Θα κατοικείται πάλι από φοιτητές;

    – Θα δούμε!

    Το δυαράκι τους ήταν ένα μικρό παλιό διαμέρισμα, όπου έμενε τότε ο Χριστόφορος, ο φίλος τους και τους το παραχωρούσε όσες φορές ήθελαν να βρεθούν σα ζευγάρι, όταν «ήταν ακόμη στην παρανομία» κι είχαν επισκεφτεί την πόλη. Η Λένα πήγαινε στο δικό της σπίτι. Ο Στάθης όμως έμενε αυτές τις μέρες με το Χριστόφορο! Ερωτευμένα παιδιά!

    Οδηγούσε κι η σκέψη του γυρνούσε χρόνια πίσω.

    – Εδώ δεν ήταν;

    Ξαναγύρισε στο παρόν. Έκοψε λίγο ταχύτητα. Μπροστά του βρισκόταν μια νεόδμητη ημιτελής πολυκατοικία! Στενοχωρήθηκε!

    – Δυστυχώς ναι! Το χάσαμε! Είπε.

    Συνέχισαν την πορεία τους, ώσπου βρέθηκαν μπροστά στο καινούριο τους σπίτι. Ήταν ένα διώροφο με μια μικρή αυλή και χώρο στάθμευσης για δυο αυτοκίνητα.

     Ήταν το πατρικό της Λένας. Οι γονείς της, αφού άλλο παιδί δεν είχαν και θα μένανε πια στο χωριό τους, τους το χάρισαν, αφού δεν το χρειάζονταν. Και πάλι δε θα ήταν μακριά αφού η απόσταση μεταξύ των δύο σπιτιών δεν ξεπερνούσε τα δέκα με δώδεκα χιλιόμετρα. Φρεσκοβαμμένο και καλοσυντηρημένο όπως ήταν, δε χρειαζόταν προς το παρόν κάποια ιδιαίτερη φροντίδα. Μάνα και κόρη είχαν συχνή επικοινωνία τον τελευταίο καιρό γι’ αυτό το ζήτημα. Αν παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα, θα το αντιμετώπιζαν στην ώρα του.

    – Όμορφο δεν είναι;

    – Τι θα ’λεγες εσύ; Την πείραξε.

    Οι γονείς της φάνηκαν σε λίγο. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Είχαν να βρεθούνε χρόνια! Επικοινωνούσαν συχνά, αλλά τηλεφωνικά! Τις άδειές τους προτιμούσαν να τις περνούν σε παραθαλάσσια θέρετρα ή, πριν γεννηθεί η Μαρίνα, σε ταξίδια στο εξωτερικό. Στην πόλη είχαν περίπου πέντε χρόνια να πάνε.

    Το φορτηγό είχε ήδη φτάσει και ξεφορτώσει τα πράγματα και οι εργάτες τα είχαν ήδη τοποθετήσει στους κατάλληλους χώρους υπό τις οδηγίες της μητέρας της. Οι «παππούδες» είχαν ήδη εξοφλήσει και το λογαριασμό προς το γραφείο μεταφορών.

    – Όλα είναι τακτοποιημένα! είπε ο κύριος Γιάννης στο γαμπρό του.

    Και σαν τον είδε ν’ αντιδρά

    – Θα τα πούμε αργότερα. Δε θα σου τα χαρίσω! Κι έκλεισε πονηρά το μάτι στις γυναίκες της συντροφιάς.

    Δυο μέρες χρειάστηκαν για να τακτοποιηθούν σε γενικές γραμμές τα πράγματα στο σπίτι. Τρεις άνθρωποι δούλευαν συστηματικά κι ο τέταρτος, συνήθως ο παππούς, μάθαινε την πόλη στη Μαρίνα, κυρίως τις παιδικές χαρές και τα ζαχαροπλαστεία! Γιατί η πόλη είχε πολλά και καλά ζαχαροπλαστεία κι ο παππούς δε χόρταινε να τη δείχνει στους γνωστούς και τους φίλους του.

    Την τρίτη μέρα αργά το μεσημέρι πέρασαν από την παλιά του γειτονιά κι έψαξε να βρει το σπίτι που μεγάλωσε. Ήθελε να δει την αυλή και προπαντός την αγαπημένη του κορομηλιά που ήταν στο βάθος της. Εκεί ανέβαινε όταν τον κυνηγούσε η μάνα του, σαν έκανε αταξίες κι εκεί τον έδεσε μια φορά ο πατέρας του γυμνό. Είχε πάει κρυφά στον κινηματογράφο κι είχε αργήσει να γυρίσει. Τον άφησε λοιπόν δεμένο γυμνό στην κορομηλιά μια ώρα! Αυτό το βασανιστήριο δε το συγχώρεσε ποτέ στον πατέρα του.

    Πολλές φορές σκέφτηκε αν πραγματικά τους αγαπούσε ο πατέρας του. Γενικά ήταν ήρεμος άνθρωπος! Με την ίδια ηρεμία που μιλούσε, αργά-αργά, με την ίδια ηρεμία σε ρωτούσε να του πεις τι έγινε, για διάφορα περιστατικά της καθημερινότητας, κι εσύ ένοιωθες αμέσως κατηγορούμενος και ήσουν έτοιμος ν΄ απολογηθείς! Δεν κατάλαβε ποτέ αν τους αγαπούσε, δεν τόλμησε ποτέ να τον ρωτήσει και μ’ αυτή την απορία έμεινε όταν τον έχασε! Γιατί ο πατέρας του έφυγε νωρίς, δεν έκλεισε το εξήντα του χρόνια, και τον άφησε μ’ ένα κενό, αυτή την απορία που λέγαμε, και μια βεβαιότητα· αυτός δε θα γινόταν σαν κι εκείνον!

    Μπήκε, λοιπόν, με τ’ αυτοκίνητό του στα στενά της παλιάς του γειτονιάς και πέρασε κι από το παλιό του σπίτι. Δεν ήθελε προς το παρόν να τον γνωρίσουν και να πιάσει κουβέντα, γιατί ήταν ακόμα κουρασμένος. Σκεφτόταν μια άλλη μέρα να περάσει πεζός. Δε χρειάστηκε όμως, γιατί δεν υπήρχε πια το παλιό του σπίτι! Είχε γίνει πολυκατοικία.

    Από τους πολλούς ανθρώπους που συνάντησε γνώρισε ελάχιστους. Κι αυτοί ήταν γερασμένοι. Κάποιους, που τους είχε αφήσει συνταξιούχους, τους έβλεπε τώρα αξιοθρήνητα γεροντάκια με μπαστούνια που παραπατούσαν καθώς βάδιζαν στο πεζοδρόμιο.

    Γύρισε στον πρώτο δρόμο που μπορούσε. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του στην αυλή και ανέβηκε στο σπίτι. Μια θλίψη φώλιασε στα μάτια του. Η Λένα που τον αγαπούσε πολύ ήταν αδύνατο να μην τη δει.

    – Τι έγινε, Στάθη μου;

    Την κοίταξε στα μάτια και την αγκάλιασε.

    – Έγινε πως βρεθήκαμε ξένοι στην πόλη μας! Είπε δακρυσμένος.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --