19.5 C
Galatsi
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Το κορίτσι απέναντι

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Διήγημα του Γιώργου Μπέτη

    Στην αρχή η υπόθεση φαινόταν γραφική, όπως όλα τα φυσικά φαινόμενα που δε αγγίζουν άμεσα! Πώς, ας πούμε, θαυμάζουμε τη λάμψη του κεραυνού κι ούτε καν λογαριάζουμε το θανατηφόρο ηλεκτρικό φορτίο του, πώς απολαμβάνουμε την ανοιξιάτικη λιακάδα κι αγνοούμε τις φοβερές εκρήξεις που συντελούνται στο πύρινο αστέρι, για να κρατιέται η Γη και τα όντα της στη ζωή, έτσι ακριβώς αντιμετωπίζανε, με την περιέργεια του ανθρώπου που δεν κινδυνεύει, τις αγωνιώδεις προσπάθειες των κατοίκων της Ου Χαν να περιορίσουν τον νεοεμφανιζόμενο ιό!

    Αραχτοί στο σαλόνι τους, απολαμβάνανε με την ησυχία τους τους Κινέζους, που προσπαθούσαν να περιορίσουν το κακό! Η μακρινή απόσταση τους έδινε αυτή την άνεση και πολλές φορές τη δυνατότητα σχολιασμού πράξεων και κινήσεων των κρατικών υπαλλήλων με διάθεση περιπαικτική!

    -- Διαφήμιση --

    – Κοίτα πώς είναι οι Κινέζοι γιατροί κι νοσοκόμοι! Σαν αστροναύτες! Έλεγε ο ένας στον άλλο, σχολιάζοντας τις αποστειρωμένες στολές τους.

    Άλλες φορές, όταν πια ήταν υποχρεωτικό να φορούν χειρουργική μάσκα οι πολίτες σαν έβγαιναν στους δρόμους, βλέποντας τους κρατικούς λειτουργούς να συλλαμβάνουν τους παραβάτες με απόχη,

    -- Διαφήμιση --

    – Μα τι κάνουν; Πεταλούδες κυνηγούν; έλεγαν.

    Αυτά στην αρχή. Γιατί, μετά από λίγο, τα πράματα άλλαξαν! Η απόσταση μίκρυνε, όπως μειώθηκε και η αίσθηση ασφάλειας. Το γεγονός δεν ήταν πια μια τηλεοπτική σκηνή! Όσο ερχόταν πιο κοντά τους, μαθαίνανε περισσότερα και την άνεση διαδεχόταν ο φόβος κι απόγνωση!

    Πρόκειται, είπαν, για έναν καινούριο, άγνωστο ιό, ο οποίος είναι πολύ μεταδοτικός, αν και γενικά δεν είναι υπερβολικά επικίνδυνος για τους νέους και τα παιδιά, αλλά θανατηφόρος για τους ανθρώπους μεγάλης ηλικίας! Οι ειδικοί γιατροί, οι λοιμωξιολόγοι, αποφάνθηκαν πως δεν υπάρχει αποτελεσματικό φάρμακο για την ασθένεια! Διάφορες θεραπείες δοκιμάζονταν, με φάρμακα γνωστά κι άγνωστα, αλλά μ’ αβέβαια αποτελέσματα! Άνθρωποι τρίτης ηλικίας δύσκολα τα καταφέρνουν να επιβιώσουν. Κι αν είχαν κι υποκείμενο νόσημα… Η νόσος προσβάλλει κυρίως το καρδιοαναπνευστικό σύστημα του ανθρώπου, προκαλεί υψηλό πυρετό και είναι επώδυνη. Επειδή είναι και μεταδοτική, υπήρξαν άνθρωποι που πεθάναν μόνοι τους στην εντατικοί κι αποχαιρετούσαν τους δικούς τους μέσω διαδικτύου!

    Όλ’  αυτά ήταν φυσικό να πανικοβάλλουν και να γεννούν το φόβο. Κανείς δε θέλει να πεθάνει με τρόπο επώδυνο κι απομονωμένος από τους δικούς του ανθρώπους. Οι ειδικοί και το κράτος προέτρεπαν τους πολίτες να παίρνουν μέτρα προφύλαξης, για να μην αρρωστήσουν  οι ίδιοι, αλλά και να προφυλάξουν τους ηλικιωμένους της οικογένειάς τους κυρίως.

    Σχολεία, επιχειρήσεις και κάποιες υπηρεσίες, των οποίων οι υπάλληλοι μπορούσαν να εργαστούν μέσω διαδικτύου από το σπίτι τους, έκλεισαν και η προτροπή του κράτους προς τους πολίτες ήταν να μένουν στο σπίτι τους! Μάλιστα θεσπίστηκαν και ποινές για όσους δεν πειθαρχούσαν! Τηλεοπτικές ενημερωτικές εκπομπές καθημερινά πληροφορούσαν τους πολίτες για τον αριθμό των θυμάτων, τις μεθόδους θεραπείας στην Ελλάδα και τον κόσμο, παράλληλα όμως καλλιεργούσαν το φόβο που βοηθούσε στο στόχο του εγκλεισμού των πολιτών και τη μόνωσή τους!

    “Μένουμε σπίτι”! Μια κουβέντα είναι. Πώς όμως; Αν έχεις ένα σπίτι μεγάλο, είναι σχετικά υποφερτό! Μετακινείσαι κάπως, βγαίνεις στο μπαλκόνι… Αν όμως έχεις μικρό; Μια γκαρσονιέρα, ας πούμε; Πώς βολεύεσαι; Ακόμα κι αν είναι στο δεύτερο όροφο κι ο ακάλυπτος χώρος φωτεινός κι έχεις και μπαλκονάκι και διαθέτεις και τηλεόραση! Κι αν είσαι μόνος σου και δεν ξέρεις να μαγειρέψεις, τι τρως;

    Αυτά σκεφτόταν ο Σάκης όταν έκλεισε την πόρτα της δικής του γκαρσονιέρας. Είχε, βέβαια, ένα ηλεκτρικό φουρνάκι, ένα φούρνο μικροκυμάτων, ψυγείο και τ’ αναγκαία κουζινικά είδη. Αναγκάστηκε την τελευταία μέρα ν’ αγοράσει αρκετά τρόφιμα, κυρίως κατεψυγμένα και κονσέρβες. Ποιος θα τα μαγειρέψει όμως; Ο ίδιος είχε να βάλει κατσαρόλα από τον καιρό που ήταν φοιτητής! Εκπαιδευτικός στο γυμνάσιο της περιοχής του τρία, τώρα, χρόνια, φρόντιζε να τρώει στην “Κληματαριά”, μια ταβέρνα σχεδόν απέναντι από το σπίτι του. Τώρα που κλείσανε και οι ταβέρνες;

    – Θα τα βολέψουμε. Δε βαριέσαι! Σκεφτόταν με την αισιοδοξία που τρέφουν τα νιάτα.

    Σκεφτόταν ακόμα ότι τούτη η καραντίνα, παρά τ’  αρνητικά της, ίσως τον βοηθούσε να βάλει σε τάξη κάποια πράγματα, να διευθετήσει μερικές εκκρεμότητες, να διαβάσει τόσα και τόσα βιβλία που δεν πρόλαβε καν να τ’ ανοίξει. Άλλωστε “οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ”! Τηλεόραση, διάβασμα, νοικυριό, διαδίκτυο και πέρασε η μέρα!

    Έτσι αν ήταν τα πράγματα, θα ήταν βέβαια βολικά! Έλα όμως που δεν ήταν όπως θεωρητικά τα υπολόγιζε και δεν έρχονταν όπως αυτός λογάριαζε! Γιατί ο καθημερινός βομβαρδισμός για τα κρούσματα και τα θύματα του ιού αργά, αλλά σταθερά τον μπόλιαζε με φόβο κι ανησυχία για συγγενείς και γνωστούς, αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. Η επ’ αόριστον παραμονή στο σπίτι δεν του επέτρεπε να συγκεντρωθεί και να διαβάσει οτιδήποτε· ούτε καν εφημερίδα! Βαρέθηκε να βλέπει γιατρούς, νοσηλευτές, νοσοκομεία!  Βαρέθηκε ν’ ακούει καθημερινά από τον τηλεοπτικό του δέκτη  την επίμονη, βλακώδη ερώτηση· “Πώς σας βρίσκουμε σήμερα”; Εκνευριζόταν, έκλεινε το χαζοκούτι και πάλι το ξανάνοιγε, αφού δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο!

    Αν είναι να περάσεις κάποιο καιρό κλεισμένος στο σπίτι ή ακόμα και στη φυλακή, προγραμματίζεις τη ζωή σου, αν ξέρεις τη διάρκεια του εγκλεισμού· σήμερα θα κάνω αυτό, αύριο το άλλο, σε δέκα μέρες εκείνο. Αλλά τώρα δεν υπήρχε χρονικό όριο! Πόσο θα έμενε κλεισμένος; Άγνωστο! Είχε περάσει κιόλας το πρώτο πενθήμερο, αλλά νόμιζε πως ήταν φυλακισμένος μήνες! Όσο περισσότερα κρούσματα καταγράφονταν κι όσο πλήθαιναν οι νεκροί, τόσο παρατείνονταν κι η δική του απομόνωση. Μοναξιά, ανία, αγωνία τον συντρόφευαν για πολλές ώρες τη μέρα.

    Προσπαθούσε να βηματίσει κάπως, αλλά πόσα βήματα να κάνει σε μια γκαρσονιέρα; αποφάσισε να φτιάξει έναν καφέ και να βγει στο μπαλκόνι του να τον πιει. Έκανε όμως κρύο και σκέφτηκε πως θα τον θεωρούσαν γραφικό, αν τον έβλεπαν να πίνει καφέ στο μπαλκόνι με τόσο χαμηλή θερμοκρασία! Άλλωστε δε θα αισθανόταν έτσι κι αλλιώς άνετα στη χειμωνιάτικα ψύχρα. Πήρε ένα τραπεζάκι και κάθισε μπροστά στη μπαλκονόπορτα, αφού πρώτα τράβηξε την κουρτίνα, για να έχει περισσότερο φως.

    Κάθισε όσο μπορούσε αναπαυτικά στην καρέκλα του και κοίταξε γι’ άλλη μια φορά τον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας, όπου ήταν το σπίτι του. Τον είχε δει, βέβαια, αρκετές φορές, αλλά συνήθως έριχνε φευγαλέες ματιές. Εργένης ήταν και στο σπίτι έμενε μόνο όταν ήθελε να διαβάσει, να κάνει την προετοιμασία της άλλης μέρας ή τις διορθώσεις των γραπτών του. Τις άλλες ώρες έλειπε για τα μαθήματά του ή με φίλους σε καμιά καφετέρια μπαράκι, όταν είχε ελεύθερο χρόνο. Στη γκαρσονιέρα του ξαναγυρνούσε το βράδυ, για ύπνο. Είδε, λοιπόν, ένα ψηλό φυλλοβόλο δέντρο, που δεν ήξερε καν τι είναι κι ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει, που είχε ακόμα γυμνά τα κλαδιά του. Ως το μπαλκόνι του έφταναν οι κορυφές των κλαδιών του φίκου της αυλής. Χαμογέλασε. Τόσο ψηλό φίκο δε βρίσκεις εύκολα! Σκέφτηκε.

    Όπως κοιτούσε τα κλαδιά του φίκου, η ματιά του έπεσε στο απέναντι μπαλκόνι. Ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι πέντε καθάριζε τα τζάμια της μπαλκονόπορτας, με κινήσεις ημικυκλικές, που έμοιαζαν με χαιρετισμό. Σήκωσε το χέρι του και τη χαιρέτησε. Εκείνη σταμάτησε το καθάρισμα κι χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Ανταπέδωσε το χαιρετισμό και σε λίγο χάθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού της.

    Δυο χρόνια έμενε στην πολυκατοικία και δεν ήξερε ποιοι είναι οι γείτονές του. Αν εξαιρέσει κανείς το διαχειριστή, οι άλλοι του ήταν παντελώς άγνωστοι. Μόνο με τον κυρ Θανάση είχε δοσοληψίες, αφού σ’ αυτόν πλήρωνε τα κοινόχρηστα ή του ζητούσε τη βοήθειά του, αν χρειαζόταν κάποιο τεχνικό, για ν’  αποκαταστήσει τυχόν βλάβες του διαμερίσματος. Με τους άλλους δεν είχε σχέσεις, εκτός από την υποχρεωτική καλημέρα που αντάλλασσαν στο ασανσέρ. Τους χώριζε ελάχιστη απόσταση, αλλά παράλληλα υπήρχε ανάμεσά τους χάος! Τα θαύματα των σύγχρονων πόλεων.

    Μετά από περίπου δύο ώρες  αποφάσισε να βγει για λίγο, για ν’ αγοράσει ψωμί από το φούρνο της γειτονιάς κι από το σούπερ μάρκετ διάφορα μικροπράγματα. Ήθελε βέβαια να πάρει κι αντισηπτικό και μάσκες, αλλά υπήρχε έλλειψη στην αγορά κι έτσι σκέφτηκε να ψωνίσει σαπούνια, για να καταφέρει έτσι να κρατηθεί μακριά από τον κίνδυνο.

    Όπου κι αν πήγαινε, συναντούσε ουρά! Οι πελάτες δεν επιτρεπόταν να μπουν όλοι μαζί στο κατάστημα. Περίμεναν στην είσοδό του σε λογική απόσταση η ένας από τον άλλο. Ανάλογα με το εμβαδόν της επιχείρησης μπαίνανε κι αντίστοιχοι αγοραστές, περίπου ένας ανά δέκα τετραγωνικά, για να εκμηδενιστεί πρακτικά ο κίνδυνος διασποράς του ιού. Αυτό καθόλου δεν τον ενοχλούσε. Ίσα-ίσα που θα καθυστερούσε την επιστροφή του στο κλουβί του. Αποφάσισε να ξεκινήσει από το αρτοποιείο, αφού το ψωμί που θ’ αγόραζε ζύγιζε λιγότερο από μισό κιλό και θα τον διευκόλυνε στην επόμενη ουρά που θ’ ακολουθούσε.

    Πεντέξι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, στεκόντουσαν στο πεζοδρόμιο, σε απόσταση ενάμισι μέτρου περίπου ο ένας από τον άλλο. Πήγε και στάθηκε πίσω από τον τελευταίο, έναν ηλικιωμένο κύριο και περίμενε καρτερικά, σκεφτόμενος πώς αλλάζουν τα πράματα και πώς γεγονότα που πριν θεωρούνταν εκνευριστικά ή παράλογα τώρα φαντάζουν φυσιολογικά.

    – Καλημέρα κι από κοντά!

    Γύρισε να δει. Δυο θάλασσες τον κοιτούσαν χαμογελαστά και τον έκαναν να σαστίσει για λίγο. Ήταν η κοπέλα που είδε το πρωί στο απέναντι μπαλκόνι, αλλά τώρα από κοντά του φαινόταν πολύ πιο όμορφη! Κυρίως τον εντυπωσίασαν τα μεγάλα γαλάζια μάτια της. Έμεινε για λίγο ενεός. Εκείνη το πρόσεξε.

    – Η γειτόνισσά σας είμαι. Δε με γνωρίσατε;

    – Βεβαίως και σας γνώρισα! Προσπάθησε να ξεφύγει. Με πιάσατε όμως αφηρημένο, γιατί σκεφτόμουν ένα φίλο που μόλις έμαθα πως νόσησε!

    Δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Απλά προσπάθησε να δικαιολογήσει τη σαστιμάρα του. Όμως οι άνθρωποι που στεκόντουσαν στην ουρά θορυβήθηκαν. Το κατάλαβε και διόρθωσε αμέσως το λάθος του.

    – Μου τηλεφώνησε πριν λίγο ένας κοινός φίλος και μου το είπε! Συνέχισε δήθεν αδιάφορα. Έχω να το δω δυο χρόνια περίπου, από τον καιρό που έφυγε για την Ιταλία, για το διδακτορικό του.

    Εκείνη τον κοιτούσε με ενδιαφέρον, αγνοώντας την ανησυχία των υπολοίπων, οι οποίοι είχαν ήδη ηρεμήσει, αφού άκουσαν πως ο άλλος ήταν χρόνια μακριά και, συνεπώς δεν κινδύνευαν!

    – Τον πήγαν στο νοσοκομείο; ρώτησε.

    -Όχι! Έμεινε στο σπίτι του μερικές μέρες κι αυτό ήταν όλο! Ευτυχώς δεν ταλαιπωρήθηκε σχεδόν καθόλου.

    Αυτοί που προηγούνταν στην ουρά ψώνιζαν ένας-ένας κι έφτασε κι η δική του σειρά. Στάθηκε και γύρισε για να παραχωρήσει τη θέση του στη συνομιλήτριά του.

    – Ευχαριστώ πολύ, είπε εκείνη. Όμως θα συνεχίσω, για να πάω στο σούπερ μάρκετ κι έτσι δεν έχω πρόβλημα.

    – Να πάμε μαζί, αφού κι εγώ θέλω να ψωνίσω;

    – Βέβαια!

    Έτσι βρεθήκαν να βαδίζουν δίπλα-δίπλα, για να διανύσουν την απόσταση που απόμενε ως το σούπερ μάρκετ. Ο καιρός ήταν καλός για την εποχή. Ένας ασθενικός ήλιος προσπαθούσε να ζεστάνει την πόλη και τους ανθρώπους της. Προχωρούσαν λοιπόν σιγά-σιγά και συνέχισαν να κουβεντιάζουν. Η αμηχανία των πρώτων στιγμών είχε φύγει.

    – Νομίζω, είπε αυτός, πως δεν είναι σωστό δυο νέοι άνθρωποι να μιλάμε μεταξύ μας στον πληθυντικό. Μπορούμε πιο απλά να συνεννοούμαστε. Με λένε Σάκη κι είμαι και είμαι μαθηματικός στο γυμνάσιο. Εσένα;

    – Ρούλα και είμαι αρχιτέκτονας. Δουλεύω σ’ ένα συνάδελφο και παράλληλα προσπαθώ να στήσω τη δική μου δουλειά, απάντησε εκείνη χωρίς καν να του πει αν συμφωνούσε με την πρότασή του. Ήταν άλλωστε ολοφάνερο πως δεν είχε αντίρρηση και πως την είχε κιόλας αποδεχτεί.

    – Τώρα, με την κρίση, έχουν κλείσει κι οι δικές σας δουλειές;

    – Ποιος χτίζει τώρα, κύριε Σάκη;

    – Δεσποινίς Ρούλα, δεν είπαμε ότι θα μιλάμε απλά;

    – Με συγχωρείς! Είναι άλλωστε η πρώτη μέρα που βρισκόμαστε, έστω και κάτω απ’ αυτές τις απαίσιες συνθήκες!

    – Θα ψωνίσεις πολλά πράγματα;

    – Μπα! Λίγα μακαρόνια, όσπρια, τυριά, χαρτοπετσέτες και χαρτί υγείας. Είναι περίεργο. Τον καιρό της πανδημίας, που οι άνθρωποι ανησυχούν για την επάρκεια σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, αδειάζουν τα ράφια των χαρτιών υγείας! Τι να πει κανείς! Εσύ;

    – Κάτι ανάλογο κι εγώ, εμπλουτισμένο με υλικά για τοστ και μπόλικες κονσέρβες.

    – Κονσέρβες; Τι να τις κάνεις;

    – Εσύ τι νομίζεις; Της είπε κοιτώντας την με ύφος περιπαικτικό.

    – Ξέρω κι εγώ; Έχεις γάτα;

    – Ναι! Δίποδη!

    Έτσι γελώντας στήθηκαν στην ουρά. Έκαναν τα ψώνια τους, αντάλλαξαν τηλέφωνα “για ώρα ανάγκης” και γύρισαν ο καθένας στο δικό του κλουβί.

    Ο Σάκης θυμόταν ολοζώντανα τη γαλάζια θάλασσα που νόμιζε πως θα τον ταξιδέψει σαν τον κοιτούσε, το χαμογελαστό πανέμορφο πρόσωπό της, τη φωνή της που του σαν ρυάκι αντηχούσε στ’ αφτιά του την ώρα που πετούσε εύστοχες ερωτήσεις, χιουμοριστικές φράσεις ή ικανοποιητικές απαντήσεις! Κάποια στιγμή, προς το σούρουπο, σχημάτισε τον αριθμό της. Δεν πρόλαβε καλά καλά να κουδουνίσει κι άκουσε ΄το ρυάκι να κελαρύζει:

    – Γεια σου Σάκη! Τι κάνεις;

    – Βαρέθηκα τόσες ώρες μόνος κι είπα να βρω κάποιον να ενοχλήσω.

    – Α! Τόσο δύσκολα είναι τα πράματα!

    – Τόσο και περισσότερο! Κερνάω καφέ. Είσαι;

    – Πού να πάμε, αφού είναι όλα κλειστά; έκανε πως δεν κατάλαβε εκείνη.

    – Έλεγα μήπως ήθελες να πάμε κάπου κοντά!

    – Να τ’ αφήσουμε για αύριο; Έχω κάτι δουλειές να κάνω.

    Δεν είχε, βέβαια, να κάνει κάτι σημαντικό, αλλά σκεφτόταν να μην ξανοιχτεί πολύ από την πρώτη μέρα! Ήδη είχε κάνει πολλά βήματα. Είναι αλήθεια πως της άρεσε πολύ ο Σάκης και γι’ αυτό δεν ήθελε να τον χάσει. Προσπαθούσε, λοιπόν, να κάνει προσεχτικά βήματα. Αλλά κι εκείνος, από τη δική του μεριά, δεν πήγαινε πίσω. Ήθελε να επιταχύνει κάπως την κατάσταση, αλλά όχι και να την εκβιάσει.

    – Εντάξει! Είπε στο τέλος. Μόνο που, επειδή μου τελειώνουν οι μονάδες του κινητού μου, θα σε παρακαλούσα να με πάρεις εσύ. Ναι;

    Συμφώνησαν, λοιπόν! Το βράδυ εκείνο έμειναν ο καθένας στο δικό του σπίτι να χαζεύει στην τηλεόραση, ν’ ακούει μουσική και να ρίχνει κλεφτές ματιές στη διπλανή μπαλκονόπορτα. Η Ρούλα πρώτη έκλεισε τα παντζούρια, αφού μ’ ένα νεύμα καληνύχτισε το Σάκη. Αυτό όμως δεν την εμπόδιζε να τον σκέφτεται,  όπως δεν εμπόδιζε κι εκείνον να θέλει να τη δει.

    Την επόμενη μέρα ο Σάκης σηκώθηκε κατά τις εννιά, αφού δεν είχε κάτι να κάνει, άνοιξε τα παντζούρια για να μπει φως στο σπίτι του κι ετοιμαζόταν να κάνει καφέ. Η Ρούλα είχε κιόλας ξυπνήσει κι είχε ανοίξει τα δικά της παντζούρια. Συννεφιά είχε σκεπάσει την πόλη κι ο καιρός ήταν έτοιμος να βρέξει. Γι’ αυτό κι ανοίξει και τη μπαλκονόπορτα, για ν’ αεριστεί κάπως το διαμέρισμά της.

    Με το που κατάλαβε πως είχε ξυπνήσει, έστειλε το μήνυμα που από πριν είχε αποθηκεύσει στο κινητό της τηλέφωνο: “Το καφενείο μας, μαζί με τις ευχές για υπέροχη, έστω και συννεφιασμένη, μέρα, προσφέρει πρωινό και καφέ. Είστε; Αν ναι, βγείτε στη μπαλκονόπορτα.”

    Το μήνυμα έφτασε και, πριν το διαβάσει καλά καλά, βρέθηκε χαμογελαστός στη μπαλκονόπορτα. Την είδε που τον κοιτούσε γελαστή και της έκανε νόημα να του τηλεφωνήσει.

    – Έχω δέκα λεπτά καιρό; ρώτησε σαν κουδούνισε το τηλέφωνο. Αλίμονο! Το κατάστημα είχε κατανόηση!

    Έτσι άρχισαν οι επισκέψεις των γειτόνων. Στην αρχή αραιές, στη συνέχεια όλο και πυκνότερες και στο τέλος δεν μπορούσε κανείς να ξέρει σε ποιο από τα δυο σπίτια θα του έβρισκε! Ήταν σχεδόν πάντα μαζί! Σπάνια χώριζαν για λίγο. Ο έρωτας αργά, αλλά σταθερά τους ένωνε και αγνοούσε την ανθρώπινη δυστυχία που μάστιζε την ανθρωπότητα. Εκατομμύρια τα κρούσματα, εκατοντάδες χιλιάδες οι νεκροί κι ανάμεσα στην τόση θλίψη και τους ομαδικούς τάφους, βρίσκονταν αυτοί, στη δική τους όαση, ν’ αγνοούν τα πάντα.

    Οι άλλοι αγωνιούσαν για τον ιό και την αντιμετώπισή του κι αυτοί, κλεισμένοι στο δικό τους σπίτι, μ’ αγκαλιές και φιλιά ξεχνούσαν ό,τι φονικό συνέβαινε στον περίγυρό τους.

    – Μωράκι μου, θα μας κοιτούν περίεργα οι άλλοι και θα μας θεωρούν ανάλγητους, αν τους πούμε πως η περίοδος της καραντίνας ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής μας! Είπε η Ρούλα.

    – Μια λύση υπάρχει, απάντησε ο Σάκης. Να φροντίσουμε να έρθουν κι άλλες τέτοιες ευτυχισμένες μέρες! 

    Την αγκάλιασε και τη φίλησε τρυφερά.

    – Μπορείς να μου πεις τον τρόπο;

    – Να μ’ αγαπάς!

    – Εγωίσταρε!

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --