17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Είχε μάθει να μην ζητάει

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει η Άννη Νούνεση

    Φωτισμένος ο δρόμος, μαγαζιά και βιτρίνες. Εκεί άρχιζε η πόλη.

    Άφηνε τα ερείπια με τις συκιές να βγαίνουν από τα παράθυρα κι έτρεχε στο μεγάλο πλάτωμα με τ’ αγριόχορτα και τις πέτρες. Ανέβαινε οχτώ, δέκα σκαλιά κι’ έπαιζε στο ίσιωμα με κλειστά τα μάτια να βλέπει τους πολυέλαιους και τα βελούδινα καθίσματα να ακούει τις άριες, αυτές που είχε στείλει ο θείος σε δισκάκια.

    -- Διαφήμιση --

    Πλησίαζε την άκρη κοίταγε τους τοίχους, το ζαχαροπλαστείο απέναντι, κατέβαινε μετά τα μπροστινά σκαλιά και έδινε στη μάνα της το χέρι.

    Εκεί ήταν η αρχή, το θέατρο. Χέρι, χέρι ύστερα έφταναν έως το τέλος του πότε περπατώντας στα δεξιά και πότε αριστερά.

    -- Διαφήμιση --

    Την είχε πεθυμήσει τη μάνα της κι ας μην είχε τολμήσει να την πει “μαμά”.

    Η ομορφιά της ήταν διάφανη και φοβόταν γιατί από ‘κει που ήταν, όταν έλειπε της έστελναν το περιοδικό “Ζωή” που είχε μέσα αγγέλους.

    Είχε μάθει να μην ζητάει. Δεν θα ζήταγε ούτε τώρα. Ο Άγιος είχε κόσμο να σώσει, δεν θα προλάβαινε.

    Η μάνα αδύνατη από την αρρώστια περπάταγε αργά, κι’ ήταν περισσότερο το παιδί που την κράταγε.

    Στο πρώτο μαγαζί αγόραζαν μπεζέδες. Μετά περνώντας απέναντι σταμάταγαν στο γνωστό ξενοδοχείο να πούνε γειά σας, πώς είσαστε καλά; να χαιρετίσουν και τον νέγρο που κράταγε τον φανοστάτη καμαρώνοντας στην χρωματιστή φουφούλα του. Μετά πάλι δεξιά να πάρουν κάτι από τη Μικάλεφ που είχε τα καλύτερα μαλλιά και πάλι αριστερά για την βιτρίνα του Φαγογένη, την σχετική αγορά από την Καρσιάν και τις φωτό της Βουγιουκλάκη και του Κακαβά, αναφορά στο Ελληνικό σινεμά, από του Τάντη.

    Στην στροφή αν φύσαγε, κρατιόντανε σφιχτά και οι δύο, γιατί το έμπο μπορούσε να σε σηκώσει και να σε κατεβάσει στου Μπούζη.

    Εκεί θα ήταν η Κάτια, η Γιάννα και ο Γιωργής που σίγουρα θα έτρωγε την πιο τραγανή τηγανίτα, πάντα χαρούμενος που είχε μπει στο δικό του πιάτο γιατί όπως έλεγε στις ξεροψημένες τηγανίτες δεν αρέσει το μέλι, όπως δεν άρεσε σ’ εκείνον.

    Μετά θα χώριζαν ξανά, μισοί για του Λυκούδη, οι άλλοι για του Βλάχου.

    Αναρωτιέται γιατί δεν προσκυνούσαν όταν πήγαιναν για τηγανίτες, μα έκαναν παράκληση όταν κάποιος ήτανε στον Άγιο Σάββα.

    Όπως τότε που τρέξανε να τον “ανοίξουν” και πήγε και η γριά να του ζητήσει να σώσει την άλλη θυγατέρα της, ή μήπως να πάρει τούτηνε που ήτανε άρρωστη έτσι κι αλλιώς;

    Μια βδομάδα παιδευότανε με τα φουρνέλα να γκρεμίσουμε το θέατρο. Μια βδομάδα έζησε η άλλη αδελφή, αυτή που ζήτησαν να σωθεί και μια βδομάδα της πήρε της μάνας της να γίνει πέτρα.

    Ο Άγιος δεν ασχολήθηκε. Ήτανε που γκρεμίζανε το θέατρο ή που δεν ήξερε η γριά τι θέλει;

    Είδε τα κεριά να λιώνουν άσκοπα, να πεθαίνει η μία θυγατέρα και περίμενε να τελειώσουν οι εργασίες που ισοπέδωσαν τα ερείπια του θεάτρου.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --