Γράφει η Μαρία Κ.
Μια Κυριακή εμφανίστηκε στο καφενείο του χωριού ένας επαγγελματίας φωτογράφος. Μια αναστάτωση επικράτησε αρχικά αλλά μετά όλοι φούσκωσαν τα στήθη τους και κρατούσαν ψηλά το κεφάλι. Έστεκαν καμαρωτοί και σταμάτησαν να κλαίνε τη μοίρα τους. Μερικοί έτρεξαν γρήγορα στο μπάνιο να ρίξουν νερό στο πρόσωπο τους μήπως ζωντανέψει και φύγει η βαρεμάρα. Ίσιωναν τα ρούχα τους και χαμογελούσαν πλατιά. Έσβησαν τα τσιγάρα τους και κάποιος έτρεξε να ανοίξει το παράθυρο, να μπει καθαρός αέρας.
Σταμάτησαν να παίζουν πρέφα και έπιναν με χάρη τον καφέ τους. Κάμποσοι φόρεσαν τα γυαλιά τους και έκαναν πως διαβάζουν εφημερίδα σκεπτικοί. Αυτοί που έπαιζαν τάβλι το έκλεισαν και κυριάρχησε η σιωπή. Μόνο που και που μίλαγε κάποιος ήρεμα και περιμένοντας πάντα να τελειώσει ο συνομιλητής του .Μιλούσαν για όμορφα πράγματα, για την φύση, την αγάπη, τα ωραία μέρη που ζουν. Μέχρι και για λογοτεχνία μιλούσαν. Δεν παραπονέθηκε κανένας για τίποτα. Ούτε για την αργοπορία του καφετζή ούτε για τον καιρό ούτε για το κράτος, για το δήμαρχο, τη σύνταξη, τίποτα και καθόλου. Τέλος πάντων, είχαν όλοι μια στάση πόζας και απόλυτης ηρεμίας.
Ο καφετζής με ένα πλατύ χαμόγελο πλησίασε το φωτογράφο και το ρώτησε “Τι θα θέλατε παρακαλώ; Μπορώ να σας βοηθήσω;”
Ο φωτογράφος γύρισε και κοίταξε ολόγυρα γεμάτος περιφρόνηση και είπε “Έψαχνα να φωτογραφίσω ένα αληθινό καφενείο με απλούς καθημερινούς ανθρώπους αλλά όχι δεν μου κάνετε τελικά. Δεν βρίσκω κανένα νόημα. Σας ήθελα πιο απροσάρμοστους, πιο φασαριόζους. Νιώθω ότι μπήκα σε μοναστήρι. “
Γύρισε την πλάτη του και έφυγε.
Ο κυρ Γιάννης πετάχτηκε απ’ την καρέκλα και με μια αιφνίδια συνειδητοποίηση είπε σε όλους “Καλύτερα ήμασταν όταν όλα ήταν σε αταξία!”
Όλοι σιωπή. Έξω άρχισε να βρέχει δυνατά, παρά πολύ δυνατά. Μέσα νεκρική σιωπή ούτε ψίθυρος. Όλοι περίμεναν τη φωτογραφία…