19.3 C
Galatsi
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ένας γόης της επαρχίας

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Διήγημα της Ρίας Καλφακάκου

    Η Άννα, η λιγότερο όμορφη από τις κόρες του προεστού του χωριού, προικίστηκε καλά και παντρεύτηκε ένα μεγαλοκτηματία στη διπλανή κωμόπολη. Βαριά και αργόστροφη η Άννα, έγινε αγόγγυστα μια πειθήνια και πιστή σύζυγος. Δεν είχε ρομαντικά όνειρα ως κορίτσι, και δεν αναρωτήθηκε ποτέ, αν αγαπάει τον άντρα που της διάλεξε ο πατέρας της ,όπως ήταν το πρέπον.

    Με τον πρωτογονισμό της, ήταν από μια άποψη τυχερή, γιατί χαιρόταν τις ερωτικές περιπτύξεις με τον άντρα της, και δεν καταλάβαινε τα παράπονα άλλων γυναικών για τον εγωϊσμό των αντρών στο κρεβάτι.

    -- Διαφήμιση --

    Έκανε κάθε χρόνο από ένα παιδί, μέχρι που ο άντρας της αποφάσισε πως πρέπει να προσέχουν. Είχαν ήδη τέσσερα, τα δύο πρώτα δυστυχώς ήταν κόρες, μα ήρθαν τα άλλα δύο αρσενικά, κι έτσι έπαψε να μουρμουρίζει η πεθερά και να τους σχολιάζουν στο σόι.

    Μετά από πέντε χρόνια προσοχής, έμεινε ξανά έγκυος κι έκανε το στερνοπούλι, αγόρι κι αυτό, κι όμορφο σαν τον πατέρα της.

    -- Διαφήμιση --

    Το περίεργο είναι πως τα δύο κορίτσια πήγαιναν καλύτερα από όλα τα παιδιά στα γράμματα, η πρώτη δε, η Αγγελική έδωσε κι εξετάσεις και μπήκε στην Ιατρική στην Αθήνα. Έγιναν οικογενειακά συμβούλια, πως θα στείλουν ένα μικρό κορίτσι στη ζούγκλα της πρωτεύουσας με τόσους πειρασμούς. Ευτυχώς μια ξαδέλφη που είχε παντρευτεί δημόσιο υπάλληλο κι έμενε στην Αθήνα, στο Κουκάκι, πρότεινε να την πάρει στο σπίτι της, με το αζημίωτο φυσικά.

    Η άλλη αδελφή η Βούλα, πήγε στην πρωτεύουσα του νομού, να μάθει γραφομηχανή και στενογραφία, κι αργότερα, με τα μέσα του πατέρα της, κομματάρχη του κυβερνώντος κόμματος, διορίστηκε στο υπουργείο.

    Νοικιάσανε οι δύο αδελφές διαμέρισμα, κοντά στη ξαδέλφη, και ζήσανε αρκετά χρόνια μαζί, μέχρι να τελειώσει η μεγάλη. Δύσκολη σχολή η Ιατρική, την ταλαιπωρούσε και κανά δυό χρόνια ένας καθηγητής, όλο την έκοβε αδίκως, αλλά τι μπορούσε να κάνει, ξαναδιάβαζε και στο τέλος πέρασε με άριστα. Όταν έφτασε η στιγμή της ορκωμοσίας, ανέβηκε κι η Άννα πρώτη φορά στην Αθήνα και θαμπώθηκε.

    Έπεισε τον πατέρα της η Αγγελική και της άνοιξε ιατρείο στην επαρχιακή πρωτεύουσα, όπου είχαν πολλούς συγγενείς, και δεν θάτανε μόνη της κορίτσι πράμα.

    Τη Βούλα τη ζήτησε σε γάμο ένας συνάδελφος, κι αυτή αρνήθηκε, είχε το μυαλό της σε έναν ομορφονιό που στο τέλος παντρεύτηκε άλλη. Μετάνιωσε για το λάθος της πικρά, τώρα θα ήτανε κυρία στο σπίτι της και θα ’χε δικά της παιδιά, έλεγε αργότερα στις μπιστικές της φιλενάδες. Και όταν μεγάλη πια και ήδη γεροντοκόρη, συμβούλευε τις νεαρές κοπέλες στο υπουργείο, τους έλεγε, “να πάρετε αυτόν που σας αγάπησε, όχι αυτόν που αγαπήσατε”.

    Τα δυό μεγαλύτερα αγόρια, κουτσά στραβά τελειώσαν το γυμνάσιο, ο ένας ο Μήτσος, έμεινε στα χτήματα, ο άλλος, o Tάκης, μετά το στρατό βρήκε δουλειά στην Αθήνα.

    Με τα χρόνια, έκανε σκληρές οικονομίες η Βούλα, έπεισε και τον πατέρα της να πουλήσει τα χτήματα που θα της έδινε προίκα, κι έχτισε ένα ωραίο διώροφο, με μικρό κήπο, πήρε και τον αδελφό της τον Τάκη μαζί.

    Παντρεύτηκε ο Τάκης μια κοπέλα, φτωχή, πωλήτρια σε ένα μαγαζί εκεί κοντά, και μένανε όλοι μαζί στο δίπατο, και τα παιδιά τους τα είχε η Βούλα σαν δικά της, και σε αυτά έγραψε στο τέλος το σπίτι.

    Ο μικρότερος γιος, που ονειρευότανε να τον σπουδάσει δικηγόρο η Άννα, πήγαινε καλούτσικα στα γράμματα, μα έτσι χαϊδεμένος που ήτανε, δεν στρώθηκε στο διάβασμα, κι απέτυχε στις εξετάσεις. Έβαλε λυτούς και δεμένους ο πατέρας του να του βρει δουλειά, είχαν αλλάξει και τα πράγματα, ο βουλευτής τους δεν είχε εκλεγεί. Στο τέλος τα κατάφερε, ο Αρίστος μπήκε υπάλληλος σε μια τράπεζα, κι έφυγε κι αυτός στην Αθήνα, όπου νοίκιασε σπίτι μακριά από την αδελφή, κι άρχισε τη ντόλτσε βίτα.

    Από μικρός ήταν ο γόης του χωριού, πόσες φορές δεν τα μπάλωσε ο πατέρας του , για να μη βρεθεί παντρεμένος από τα δεκάξι. Προίκισα όλες τις αγαπητικές σου του έλεγε μισοθυμωμένος, μισοκαμαρώνοντας.

    Ο Αρίστος τα πήγαινε καλά στη δουλειά, έξυπνος ήταν, κι έπαιρνε καλό μισθό. Ήταν και γοητευτικός, με μεγάλη αυτοπεποίθηση και τις φιλενάδες τις είχε δυο τρεις συγχρόνως. Άλλη από τη τράπεζα, άλλη από τη γειτονιά, άλλη τη γνώριζε στα κέντρα που διασκέδαζε.

    Πέρασαν καμιά 10ρια χρόνια, η μάνα του άρχισε να μουρμουράει. Πρέπει να νοικοκυρευτείς του έλεγε, τριαντάρισες πια. Του πρότεινε και νύφη, τη μικρανηψιά της χήρας του αδελφού της.

    Η χήρα, η Χρύσα ή Χρυσή τη λέγανε άλλοι, είχε κληρονομήσει τα τρία σπίτια στην πόλη, πούχανε χτίσει μαζί με τον άντρα της. Είχε πάρει μαζί της, να τη γηροκομήσει, ένα κορίτσι από το σόι της, αφού μισούσε τους συγγενείς του άντρα της, οι τέσσερις κουνιάδες, μεγαλύτερες από αυτήν, την είχανε παιδέψει πολύ, όταν μπήκε μικρό κορίτσι στο σπίτι τους, μετά το γάμο με το λατρεμένο τους αδελφό. Μεγαλοπιανόντουσαν οι κουνιάδες, ο πατέρας μας ήταν ο άρχοντας του χωριού λέγανε, και τη Χρυσή την είχαν για κατώτερη, παρόλο πούφερε καλή προίκα – ας είναι καλά τα αδέλφια της πούχανε καζαντίσει στην Αμερική.

    Ακούγονταν πολλά για την Μάχη την ανιψιά, ο πατέρας κομμουνιστής, η μάνα είναι στην Αθήνα σπιτωμένη λέγαν οι κακές γλώσσες.

    Το κορίτσι το μεγάλωσε ο πατέρας, ευτυχώς είχε ξαναπαντρευτεί μια κοπέλα από νοικοκυρόσπιτο, και καλή χριστιανή. Όμως μετά το σχολείο, έμεινε δυό χρόνια στην Αθήνα, με τη μάνα, ποιός ξέρει τι έκανε εκεί.

    Τώρα όμως, που έμενε με τη θειά, φαινόταν σοβαρή και δεν έδινε δικαίωμα, ήταν βέβαια και η κληρονόμος της γριάς, το πιο σημαντικό.

    Ξίνισε τα μούτρα ο Αρίστος, μα έκανε το χατίρι της μάνας και κατέβηκε στην επαρχία να γνωριστούνε. Είχε σκοπό να βρει δικαιολογίες να χαλάσει το προξενιό. Έλα όμως που η Μάχη ήταν η πιο όμορφη που είχε γνωρίσει, καμία σχέση με τις φιλενάδες του. Φινετσάτη, κομψή, με έναν άλλο αέρα. Και μιλούσε τόσο ωραία και μορφωμένα, είχε και μια μικρή βιβλιοθήκη με διάσημους συγγραφείς και κάθε βράδυ διάβαζε. Θαμπώθηκε ο Αρίστος, πρώτη φορά ερωτοχτυπημένος, είπε αμέσως το ναι. Μα και η Μάχη, δέχτηκε μετά χαράς, ήταν ωραίος ο άτιμος, ψηλός κι αρρενωπός, κι είχε μάθει να φλερτάρει τις γυναίκες.

    Ενώ όλα φαίνονταν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν, άρχισαν οι προστριβές.

    Η θειά ήθελε να μετακομίσει ο Αρίστος στην επαρχία, αυτός έβαλε βέτο να μείνουν στην Αθήνα. Κι η Άννα δεν έπαιρνε υπόσχεση από τη Χρυσή πως θα γράψει και τα τρία σπίτια. Άρχισαν οι γκρίνιες, ξαναθυμήθηκαν παλιά παράπονα και αδικίες, μάλωναν οι δυό γριές, και το κορίτσι βαλάντωνε στο κλάμα. Στο τέλος θέλησε να κάνει τον σκληρό ο γαμπρός κι απαίτησε την προίκα. Χάλασαν οι καρδιές όλων, χάλασε κι ο αρραβώνας.

    Έφυγε στην Αθήνα ο Αρίστος και ξανάρχισε την έκλυτη ζωή. Ακόμα είχε στο μυαλό και στην καρδιά του την Μάχη, τις νύχτες ονειρευόταν τα γλυκά φιλιά της, τις μέρες αφαιριόταν στη δουλειά, όταν θυμόταν κάτι που του είπε ή πως τον αποχαιρέτησε, δακρυσμένη μα περήφανη. Από εγωισμό δεν έκανε πίσω, και αποφάσισε να την ξεχάσει.

    Ήταν στα τριάντα οχτώ, όταν τα ’μπλεξε με μια κοπέλα από το χωριό του, που δούλευε γραμματέας, σε μια επιχείρηση δίπλα στην τράπεζα. Η Αρετή τον αγάπησε, πήγαινε σπίτι του, τον φρόντιζε, του μαγείρευε, κι έκανε τα στραβά μάτια στις απιστίες του. Πέρασαν κοντά τέσσερα χρόνια, μια χαρά είχε βολευτεί ο Αρίστος, σαν παντρεμένος μα χωρίς δεσμεύσεις, το καλύτερο. Η Αρετή του ζητούσε δειλά αποκατάσταση, την καθησύχαζε, αργότερα, να πάρει πρώτα προαγωγή της έλεγε.

    Μα πάνω εκεί, αρρώστησε η μάνα του και τη φέρανε στην Αθήνα στο νοσοκομείο. Η Αρετή νύχτα μέρα στο προσκεφάλι της, την κοίταζε καλύτερα από κόρη. Η μάνα, μέχρι τότε, γιατί της λέγαν στο χωριό διάφορα, μουρμούραγε, ποια προκομένη έχει σπιτώσει ο γιός μου, κι ούτε να τη γνωρίσει δεν δεχόταν. Μα τώρα που είδε πόσο την φρόντιζε στην αρρώστια, κι ήτανε σοβαρή, σαν να ντρεπόταν που είχε ξεπέσει στον ρόλο της ερωμένης, χαμηλοβλεπούσα και σεβαστική, άλλαξε γνώμη, άρχισε να κάνει σχέδια να παντρέψει επί τέλους τον κανακάρη της. Είχε βρει επιτέλους την κατάλληλη νύφη, νοικοκυρά, σεμνή, και καλότροπη, αυτή ήταν κορίτσι για σπίτι, όχι σαν τις άλλες τις σουρλουλούδες που είχε ο γιος της τόσα χρόνια. Αρετή όνομα και πράγμα.

    Τη συμπάθησαν κι οι αδελφές του, έπεσαν όλοι πάνω του, να την πάρει, να νοικοκυρευτεί επί τέλους, να κάνει οικογένεια.

    Δέχτηκε με τα πολλά ο Αρίστος, μεγάλωνε κιόλας, ένιωθε να τον βαραίνουν τα χρόνια. Η μάνα του κατέβηκε στο χωριό να ετοιμάσει το γάμο, και μάλιστα γρήγορα, σε δυό μήνες αποφασίσανε με τους συμπέθερους, όλοι ήταν σύμφωνοι, τι να περιμένουνε, δεν είχανε πολλά να σκεφτούνε.

    Ο Αρίστος, έπρεπε τώρα, να βάλει σε μια τάξη τη ζωή του, μια που αποφάσισε το γάμο με την Αρετή. Ήταν καιρός να τελειώνει, ένα επιπόλαιο δεσμό που είχε με μια φοιτητριούλα.

    Την είχε γνωρίσει το περασμένο καλοκαίρι, στο πλοίο που γύριζε από διακοπές στην Αίγινα. Η Ελένη μόλις είχε μπει στη Νομική, ούτε τα 19 δεν είχε κλείσει. Την είδε μόνη στο κατάστρωμα, και κατά το συνήθειό του τη φλέρταρε.

    Κι αυτή, που μόνο τη δροσιά της νιότης είχε, κατά τα άλλα, ούτε νοστιμούλα δεν την έλεγες, εντυπωσιάστηκε. Πρώτη φορά έδειχνε ενδιαφέρον γι’ αυτήν ένας τόσο ωραίος άντρας. Της έκρυψε και μερικά χρόνια από την ηλικία του, ο Αρίστος, την κοίταγε με αυτό το δικό του τρόπο, τρυφερό και λάγνο ταυτόχρονα, της έλεγε για φεγγάρια και θάλασσες, της απάγγελε στίχους από γνωστούς ποιητές. Στο τέλος της ζήτησε να βρεθούνε την άλλη μέρα στο Ζάππειο. Η μικρή, αναστατώθηκε, πρωτόγνωρα συναισθήματα την κατέκλυσαν, άμαθη ήταν, ξεμυαλίστηκε.

    Οι αραιές τους συναντήσεις την βόλευαν, γιατί δεν είχε και πολλή ελευθερία από το σπίτι της, ακόμα ανήλικη ήταν. Έτσι δεν υποψιαζόταν τη διπλή ζωή του Αρίστου. Αυτός πίστευε πως είναι μια ευχάριστη περιπέτεια, και θα τελειώσει γρήγορα και ανώδυνα, μα είχαν περάσει σχεδόν δυό χρόνια, και το πράγμα άρχιζε να σοβαρεύει. Τώρα έπρεπε με το μαλακό, να τη χωρίσει. Να της πει ότι θα παντρευτεί άλλη, ούτε λόγος.

    Άρχισε να βρίσκει δικαιολογίες, όλο είχε δουλειές ή έπρεπε να πάει στο χωριό να δει την μάνα του, η τράπεζα του ζητούσε υπερωρίες, η αδελφή του τον αγγάρευε, όλο κάτι σκαρφιζόταν. Άρχισε να πετάει μισόλογα, για τη διαφορά της ηλικίας, αυτή είχε σπουδές μπροστά της, μπορεί και να γινόταν εισαγγελέας και να διοριζόταν μακριά, έπρεπε να σκεφτεί το μέλλον της, της έλεγε.

    Άπειρη ήταν η Ελένη, δεν ήξερε τις πονηριές των αντρών, μα ο έρωτας είναι μεγάλος δάσκαλος, κατάλαβε πως κάτι συμβαίνει και πρέπει να μάθει. Τον παρακολούθησε, ρώτησε συναδέλφους του στην τράπεζα, μέχρι στο ψιλικατζίδικο δίπλα στο σπίτι του Αρίστου πήγε, να πάρει λόγια. Τα ’μαθε όλα κι αποφάσισε να παλέψει γι’ αυτό που πίστευε της ανήκε.

    Εν τω μεταξύ ο λεγάμενος είχε πάρει τρεις βδομάδες άδεια, κι είχε κατέβει να ετοιμαστεί για το γάμο.

    Βρήκε το νούμερο στο πατρικό του η Ελένη, και κάθε μέρα τον έπαιρνε τηλέφωνο, τούλεγε πως τον αγαπάει, πως δεν πρέπει να θυσιαστεί, για να κάνει το χατίρι της μάνας του, πως μαζί της θα έχει καλύτερη ζωή, είναι και νεότερη, θα του κάνει σίγουρα παιδιά, ενώ η άλλη είναι μεγάλη, στα 35 ποιός ξέρει αν θα μπορεί, έχει και λεφτά ο δικός της ο πατέρας , χρήμα αληθινό, όχι τις ελιές της Αρετής στο χωριό, που ποιός θα τις φροντίζει, έχει και διαμέρισμα στο όνομά της, ρετιρέ στην καλύτερη συνοικία της Αθήνας. Χρησιμοποίησε επιχειρήματα που πρώτη φορά σκεφτότανε, κάθε μέσο θεμιτό και αθέμιτο.

    Στο τέλος του είπε πως θα κατέβει σε τρεις μέρες στην κοντινή πόλη, με το ωτομοτρίς, και να την περιμένει στο σταθμό, αλλιώς θαρθεί αυτή στο πατρικό του, μέχρι και μέσα στην εκκλησία θα μπει, θα του χαλάσει το γάμο.

    Κολακεύτηκε ο Αρίστος, τρόμαξε κιόλας, σκέφτηκε πως θα την πείσει όταν τη δει από κοντά, κι έτσι πήγε στο ραντεβού.

    Τι έγινε στη συνάντηση, το διηγήθηκαν κάτι συντοπίτες που ταξίδευαν με το ίδιο τρένο. Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα, απειλές, υποσχέσεις, όλα τα έκανε η Ελένη, μέχρι στα πόδια του έπεσε γονατιστή, εκεί στην αποβάθρα μπροστά σε όλο τον κόσμο. Στο τέλος τον πήρε με το επόμενο τρένο και φύγαν στην Αθήνα.

    Τόμαθαν στο χωριό, και τα χάσανε. Το νυφικό κρεμόταν στο χωλ του σπιτιού, τα προικιά απλωμένα στη σάλα, να θαυμάσουν οι καλεσμένοι, τα κεντημένα σεντόνια, τα τραπεζομάντιλα, τις πλεκτές με το βελονάκι κουβέρτες, οι μπομπονιέρες έτοιμες, το κουτί με τα στέφανα τόχε ο κουμπάρος στο σπίτι του. Τέτοια ντροπή ξεπλένεται μόνο με αίμα είπαν τα αδέλφια της, και κατέβασαν τις καραμπίνες, βρήκαν κι αυτοκίνητο να πάνε στην Αθήνα.

    Μπορεί να είναι μεταπολίτευση και στις πόλεις να μιλάνε για ελεύθερες σχέσεις, μα τέτοια προσβολή αυτοί δεν θα την αφήσουν να περάσει έτσι. Έπεσε στα πόδια τους η Αρετή παρακαλώντας, να μην τον σκοτώσουν, ήρθαν οι γεροντότεροι, άλλοι να τους νουθετήσουν, άλλοι να τους ενθαρρύνουν. Αυτοί αποφασισμένοι, μπήκαν στο Όπελ, πήγαν και δυό ξαδέλφια μαζί, μήπως προλάβουν τα χειρότερα. Ντύθηκαν στα μαύρα οι δυό οικογένειες λες και πενθούσαν από τώρα.

    Στην Αθήνα οι δύο εραστές κρύφτηκαν, και για ένα μήνα ζούσαν σαν κυνηγημένοι.

    Απελπίστηκαν τα δυό αδέλφια γύρισαν στο χωριό και κλείστηκαν στο σπίτι, μόνο στα χωράφια πήγαιναν, ούτε στο καφενείο, ούτε στην εκκλησία. Η Αρετή έφυγε στην Αθήνα, και παρακάλεσε το αφεντικό να τη στείλει σε άλλο υποκατάστημα, μακριά από την τράπεζα που δούλευε ο Αρίστος. Εν τω μεταξύ είχαν μεταθέσει και τον Αρίστο, μόνιμος ήταν δεν μπορούσαν να τον διώξουν.

    Οι γονείς της Ελένης μετά από τέτοιο σκάνδαλο, δεν είχαν άλλη επιλογή, κάνανε τα πικρά γλυκά, δέχτηκαν να παντρευτεί τον εραστή της, της δώσαν και το ρετιρέ και χρυσές λίρες. Εξάλλου η κόρη τους, που ξαφνικά έγινε πολύ μοντέρνα, τους είχε πει πως θα συζήσει έστω και παράνομα με τον Αρίστο. Ο γάμος έγινε σε στενό κύκλο, ούτε γιορτές, ούτε γλέντια, η μάνα του Αρίστου ήρθε, και ο Τάκης ο αδελφός του, είχε και δάνειο στην τράπεζα και τον είχε ανάγκη. Οι αδελφές του δεν πάτησαν και την κακολογούσαν, κι η Ελένη τους το κράτησε, όλη της ζωή.

    Η Αγγελική, που αν και καλή γιατρός και πολύφερνη νύφη, με λεφτά και διαμερίσματα, δεν κατάφερε να σταυρώσει άντρα, κάποια στιγμή, μεγάλη πια, τάμπλεξε με ένα παντρεμένο και τότε τα πλήρωσε όλα όσα είχε πει για την Ελένη στην αρχή. Μα και η Βούλα, πλήρωσε τις πρώτες προσβολές, γιατί όταν αργότερα, που είχαν συμφιλιωθεί, ζήτησε να βαφτίσει το ένα παιδί, της αρνήθηκε η νύφη ορθά κοφτά.

    Πέρναγαν τα χρόνια, η Ελένη έγινε όντως εισαγγελέας όπως της είχε πει, ο εραστής της, όταν ήθελε να τη χωρίσει, και ο Αρίστος πήρε προαγωγή, αλλά ποτέ δεν έγινε διευθυντής στην τράπεζα μια και δεν είχε τα τυπικά προσόντα. Ένιωθε κολακευμένος και παντού κοκορευότανε πως έχει γυναίκα εισαγγελέα, μα είχε ξαναρχίσει κρυφά και με φόβο τις ερωτοδουλειές, εξάλλου η γυναίκα του, που ποτέ δεν ήταν όμορφη, με τα χρόνια πάχαινε κι ασχήμαινε. Από την άλλη η Ελένη είχε πια δει τη διαφορά, όχι τόσο στην ηλικία, όσο σε μόρφωση και καλλιέργεια, με τον άντρα της, και συχνά του μιλούσε, ακόμα και μπροστά σε κόσμο, υποτιμητικά.

    Ο Αρίστος παρά τα χρόνια του παρέμενε γοητευτικός, κι έδειχνε νεότερος από την ηλικία του. Να φανταστείς όταν έφυγε από την τράπεζα στα 63, και με καλή αποζημίωση, είπαν στους γονείς της Ελένης πως τον διώξανε γιατί άλλαξε η κυβέρνηση, κι αυτός ήταν του άλλου κόμματος. Είχανε βλέπεις χρόνια τώρα, από την αρχή του γάμου, πει ψέματα για την ηλικία του στους συγγενείς της Ελένης, τη διαφορά των 23 χρόνων, την μειώσανε μια δεκαετία, και τώρα πως να δικαιολογήσεις σύνταξη στα 53.

    Το ζευγάρι ζούσε πια συμβατικά, το χειρότερο ήταν, πως ατόνησε εντελώς το ερωτικό ενδιαφέρον του Αρίστου για τη γυναίκα του, έτσι το σημαντικότερο που τους έδενε, το καλό κρεβάτι, χάθηκε κι αυτό.

    Μένανε τα παιδιά, η συνήθεια και τα οικονομικά, αυτά δηλαδή που κρατάνε πολλούς γάμους, καμιά φορά είναι το μοναδικό θεμέλιο μιας συμβίωσης.

    Ευτυχώς της έκανε τη χάρη της Ελένης, να φύγει στα εβδομήντα ξαφνικά από καρδιά, και δεν χρειάστηκε να τον γεροκομήσει.

    Η Ελένη έμεινε χήρα νεότατη, είχε καλή κοινωνική θέση, σπίτια και λεφτά δεν είχε κανέναν ανάγκη.

    Άρχισε να αλλάζει, σαν να ξανάνιωσε. Έκανε πλαστικές, διόρθωσε τη μύτη και το στήθος, αδυνάτισε, πήγε γυμναστήριο, και για πρώτη φορά στα σαρανταεφτά, ένιωσε ελκυστική.

    Τα παιδιά της ήταν πια φοιτητές, δεν είχε υποχρεώσεις, επιτέλους άρχισε να ζει όπως δεν έζησε στα νιάτα της. Όλο ταξίδια και πάρτι ήτανε, πήγαινε στο θέατρο και στο μέγαρο μουσικής, μέχρι και λογοτεχνικές βραδιές οργάνωνε. Γνώρισε και μερικούς άντρες που ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτήν, με κάποιους έκανε σύντομες σχέσεις.

    Ήταν πιο ευτυχισμένη από ποτέ.

    Κι όσο καλύτερη γινόταν η ζωή της, τόσο θυμόταν τον Αρίστο με τρυφερότητα και παντού τον παίνευε. Του συγχώρεσε τις απιστίες και τα ψέματα, παράβλεπε την ξιπασιά και την ανοησία του, έρχονταν στη μνήμη της οι καλές στιγμές, τα γλυκόλογα που της έλεγε, ο έρωτας του πρώτου καιρού, το πάθος που είχε ζήσει μαζί του.

    Ήτανε γόης έλεγε με νοσταλγία και με καμάρι, όλες οι γυναίκες τρέχαν από πίσω του, μα αυτός άφησε νύφη στην εκκλησία για χάρη μου.

    Ήταν ο καλύτερος επικήδειος για τον Αρίστο, κι αν κάπου βρίσκεται και όλα τα βλέπει, θα το χαιρότανε.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --