19.3 C
Galatsi
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Η μεταμόρφωση

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Χρόνια τώρα κυριαρχούσε στην κερκίδα ο Γιάννης ο Μπίζουλας. Πρωταθλήματα ολόκληρα σημάδεψε με τις μάχες του. Μπορούσε να περηφανευτεί πως ήξερε με τα μικρά τους ονόματα όλους τους ποδοσφαιριστές της πρώτης εθνικής κατηγορίας! Ήξερε ακόμα λεπτομέρειες από την προσωπική κι οικογενειακή τους ζωή άγνωστες στους “φιλάθλους του γλυκού νερού”. Δεν ήταν ο Γιάννης κάτι κοινό. Ήταν φίλαθλος με κεφαλαίο το φι. Ούτε τυχαία τον ονόμασαν Γιάνναρο. Ποιος δεν ήξερε το Γιάνναρο! Παράγοντες της ομάδας του, παίχτες, φίλαθλοι, ακόμη κι οι αθλητικοί συντάκτες των μεγάλων εφημερίδων. Παντού γνωστός ο Γιάνναρος και πάντα παρόν! Θεωρούσε θανάσιμο αμάρτημα να λείψει έστω κι από μια προπόνηση.

    Σήμερα όμως τα πράματα ήταν κρίσιμα. Η ομάδα του έδινε το σημαντικότερο, ίσως, αγώνα της. Ολόκληρο πρωτάθλημα εξαρτιόταν από την έκβασή του! Έτσι έπρεπε κι αυτός να οργανώσει κατάλληλα τ’ άλλα παιδιά, να τοποθετήσει σε καίριες θέσεις τα πανό, να μελετήσει τα συνθήματα, να κατευθύνει κάθε φορά τους άλλους! Δεν είναι, βλέπεις, μικρή υπόθεση να κουμαντάρεις μια ολόκληρη κερκίδα!

    Μα πάνω απ’ όλα ήταν το χτυποκάρδι. Γιατί δεν μπορείς να βλέπεις να χάνει η ομάδα σου και να μένεις ασυγκίνητος. Και βράχος να ‘σαι, πάλι λυγίζεις όταν βλέπεις τα παιδιά σου ιδρωμένα και στενοχωρημένα! Κι ύστερα είναι κι ο κύριος πρόεδρος! Πώς θα αισθανθεί η προεδράρα, όταν η ομάδα δεν πάει καλά; Να λοιπόν η ευθύνη που, βαριά σα μολύβι, πίεζε το Γιάννη και τον έκανε να μην ησυχάζει.

    -- Διαφήμιση --

    Από την ώρα που οι ποδοσφαιριστές μπήκαν στο γήπεδο, ο Γιάννης όρθιος στην εξέδρα, ακριβώς στη γραμμή της σέντρας, απέναντι απ’ τους επίσημους, δεν έκανε τίποτ’ άλλο παρά να διευθύνει όλο το τσούρμο των νεαρών που κραύγαζαν, επιδοκίμαζαν, αποδοκίμαζαν, έβριζαν. Η κάθε μπαλιά των παιχτών της ομάδας του ή των αντιπάλων, η κάθε τους ενέργεια συνοδεύονταν αντίστοιχα από κραυγές επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας.

    Τα κασκόλ κι οι σημαίες δεν έπαψαν ν’ ανεμίζουν ως την ώρα ο αντίπαλος έξω δεξιά από καταφανή θέση οφσάιντ σημείωσε το γκολ.

    -- Διαφήμιση --

    Μια βουβαμάρα έπεσε στην εξέδρα που καθόταν ο Γιάννης, ενώ οι απέναντί του πανηγύριζαν έξαλλα. Οι παίχτες της ομάδας του άρχισαν να διαμαρτύρονται στο διαιτητή που φαινόταν αμετάπειστος.

    Σαν πέρασε το πρώτο σοκ, ο Γιάννης ξαναβρήκε τον εαυτό του. Πείσμα τον έπιασε και ταυτόχρονα θυμός. Το σύνθημα δεν άργησε να πέσει:

    -Που-λη-μέ-νε! Που-λη-μέ-νε! Βροντοφώναζε η εξέδρα του, ενώ οι απέναντί τους τους προκαλούσαν:

    -Κι άλ-λο! Κι άλ-λο!

     Ο Γιάννης ολοένα θόλωνε και πιο πολύ. Οι προσπάθειες κι οι αγωνίες μιας χρονιάς πήγαιναν χαμένες! Έπρεπε με κάθε τρόπο ν’ αντιδράσει. Δε μπορούσε πια να μένει έτσι αδρανής.

    -Θα μπούμε μέσα, φώναξε κι αμέσως οι νεαροί πήραν τη φράση του και την έκαναν σύνθημα-απειλή:

    -Θα μπού-με με-σα! Θα μπού-με μέ-σα!

    Όλο το γήπεδο κουνιόταν απ’ τις κραυγές.

    Οι ποδοσφαιριστές στο μεταξύ ήρθαν στα χέρια. Άλλοι προσπαθούσαν να χτυπήσουν το διαιτητή, άλλοι μάχονταν να τον φυλάξουν, άλλοι αντάλλαζαν γροθιές ή κλωτσιές… Οι αστυνομικοί μάταια προσπαθούσαν να τους χωρίσουν.

    Κι άξαφνα το κακό έγινε. Ο Κάλχης, ο σπεσιαλίστας τής ομάδας του Γιάννη, δέχτηκε γροθιά στο πρόσωπο. Ο Γιάνναρος δεν τ’ άντεξε.

    -Μπρος! Είπε. Μέσα!

    Μια ανθρωποθάλασσα ξεχύθηκε απ’ τα τσιμεντένια καθίσματα  παρασέρνοντας στο διάβα της κάγκελα κι αστυνομικούς. Ο  αγωνιστικός χώρος γέμισε οπαδούς που κυνηγούσαν ποδοσφαιριστές και διαιτητή, χτυπούσαν ο ένας τον άλλο. Έβριζαν χυδαία.

    Μετά από κάμποση ώρα φασαρίας και ξυλοδαρμού κι αφού πια ο αγώνας είχε διακοπεί, βρέθηκε ο Γιάννης, χωρίς καν να καταλάβει πώς, στην αστυνομική “κλούβα”! Το πρόσωπό του ήταν στραπατσαρισμένο, τα ρούχα του λερωμένα και σκισμένα! Κάποιος από τους αστυνομικούς φώναξε:

    -Πηγαίνετέ τους στο τμήμα τους αλήτες!

    -Σας παρακαλώ, κύριε! Είπε ο Γιάννης. Όχι κι αλήτες!

    -Σκάσε, ρε! Του φώναξε κάποιος. Κορόιδο! Ε, κορόιδο! Τι νομίζεις ότι είσαι; Αλήτης με άλφα κεφαλαίο! Πότε στο διάολο δουλεύεις; Πρωί, μεσημέρι, βράδυ στο γήπεδο σε βλέπω. Τι τρώει η γυναίκα σου και τα παιδιά σου;

    -Εσένα τι σε νοιάζει; Ε; Αφήνιασε ο Γιάννης.

    -Εμένα δε με νοιάζει, βρε βλάκα! Αλλά μήπως νοιάζει εσένα; Εσύ στο κεφάλι σου δεν έχεις μυαλό. Μια μπάλα παραγεμισμένη αέρα έχεις!

    Μεμιάς ο Γιάννης σκυθρώπιασε. Για δευτερόλεπτα το μυαλό του λαμπικάρισε. Σκέφτηκε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τη δική του αδιαφορία, τις θυσίες που έπρεπε να κάνει και δεν τις έκανε…

    Σαν είδε τα φλας των ρεπόρτερς ν’ αστράφτουν, άλλαξε μονομιάς. Έβγαλε από την τσέπη του το τελευταίο φύλλο της οπαδικής αθλητικής εφημερίδας της ομάδας του και διάβασε αργά: “Φίλαθλοι, δώστε όλοι το αγωνιστικό σας παρόν. Βοηθήστε τα λιοντάρια μας!” Ύστερα τελετουργικά το ’σκισε και το πέταξε στο δρόμο.

    -Σκατά! Είπε. Τέρμα το κοροϊδιλίκι! 

    Και τον πήραν τα κλάματα.

    Αθήνα 1981

     «χτενισμένο» πάλι στις 22/06/2011

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --