22 C
Galatsi
Σάββατο, 18 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Η Αγιούτα και άλλα παραμύθια

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Της Ρίας Καλφακάκου, ομότιμης Καθηγήτρια ΑΠΘ

    Η παιδική μου ηλικία πέρασε μοναχική αλλά ευτυχισμένη. Δειλή και εσωστρεφής, δεν τολμούσα να ζητήσω τη φιλία των άλλων παιδιών στο σχολείο, με κούραζαν τα θορυβώδη παιχνίδια στη γειτονιά. Είχα πολλά παραμύθια να διαβάζω, ο πατέρας μου είχε την οικονομική άνεση να μου αγοράζει ότι ζητούσα και συνεχώς μου έφερναν πιο πολλά δώρα βιβλία παρά κούκλες. Εξάλλου, διάβαζα μόνη μου από τεσσάρων χρονών και δεν κούραζα τη μητέρα μου, όπως άλλα παιδιά.

    Το βράδυ, που μαζεύονταν τα αδέλφια μου σπίτι, εφευρίσκαμε παιχνίδια μαζί κι έτσι ξέφευγα λίγο από το μοναχικό διάβασμα.

    -- Διαφήμιση --

    Συχνά τα καλοκαιρινά βράδια κοιμόμουν στο διπλανό σπίτι της άκληρης θειά-Χρυσής. Τη λένε έτσι για τη χρυσή της την καρδιά, έλεγε ειρωνικά η γιαγιά μου και η θεία Μαρία. Τότε δεν καταλάβαινα γιατί δεν τη χωνεύανε, για μένα ένα βράδυ στην ταράτσα της θειά-Χρυσής, κάτω από την κουνουπιέρα, να αποκοιμιέμαι με τα παραμύθια της, ήταν παράδεισος.

    Αυτή η εξ αγχιστείας θεία, είχε παντρευτεί δεκαοχτώ χρονών το θείο της μάνας μου, είκοσι χρόνια μεγαλύτερο. Ποτέ δεν την αγάπησε κι όσο γέρναγε τόσο γυρνούσε με τις παστρικές και, εκτός από τη ντροπή, η Χρυσή ζούσε με τον φόβο μη τον τουμπάρουν και τους γράψει κάνα σπίτι, από τη μεγάλη περιουσία που είχε. Εδέησε ο Θεός και πέθανε κι έζησε η Χρυσή άλλα τριάντα χρόνια, αρχόντισσα, να ταλαιπωρεί τους άλλους και να στάζει δηλητήριο.

    -- Διαφήμιση --

    Ο μεγάλος καημός της Χρυσής, ήταν που δεν είχε παιδιά και πίστευε, συνήθως σωστά, πως όλοι οι συγγενείς την καλοπιάνουνε για τα λεφτά που κληρονόμησε από το μακαρίτη. Η μάνα μου, ξέρω, σίγουρα την αγαπούσε, γιατί όταν έμεινε ορφανή μωρό και πέθανε κι ο αδελφός της σε λίγους μήνες, μόλις οκτώ χρονών παλληκαράκι, για λίγα χρόνια την μεγάλωνε η Χρυσή.

    Η χήρα η Γιώργαινα, τρελή από τον πόνο, δεν μπορούσε να ασχοληθεί ούτε με το μωρό ούτε με τα χωράφια. Έτσι παρέδωσε την κόρη στη Χρυσή και την επιστασία της περιουσίας στον αγαπημένο της αλλά άχρηστο αδελφό Αριστόβουλο. Και όταν η χήρα συνήλθε και τα ζήτησε πίσω, η Χρυσή πληγώθηκε που έχασε το παιδάκι που είχε αναστήσει, ενώ η Αγγέλω έλεγε, όλα τα χρόνια της ζωής της, πως με τα δικά της τα λεφτά, από τις ελιές και τα σύκα, η νύφη κι ο αδελφός χτίσαν τα μισά σπίτια τους.

    Έτσι, όταν πάντρεψε τη μάνα μου, η γιαγιά μου απαίτησε να της δώσουν προίκα το διώροφο που μέναμε και κάκιωσε η Χρυσή με την πιο σκληρή από τις κουνιάδες, που ήταν και η μεγαλύτερη και η πιο έξυπνη.

    Για τη γιαγιά μου την Αγγέλω διηγούνταν πως, γυναίκα αυτή, χωρίς άντρα στο σπίτι, πήρε στο κυνήγι ένα Γερμανό που πήγε να της κλέψει το γουρούνι στην κατοχή. Και αν και κοντούλα και αδύνατη, βάραγε με το στειλιάρι τον ψηλό Γερμανό που το ’βαλε στα πόδια.

    Και λέγανε πως ταλαιπώρησε τη Χρυσή, όταν σχεδόν έφηβη πήγε νύφη, στο πατρικό σπίτι, όπου η μεγάλη αδελφή είχε τον πρώτο λόγο.

    Η θειά Χρυσή διοχέτευε όλη τη μητρική αγάπη, που δεν την άφησε ο Θεός να δώσει στα παιδιά της, σε ανήψια και εγγόνια, των ίδιων εκείνων συγγενών του άντρα της που τους μισούσε. Έτυχε ο μακαρίτης να ’ναι μοναχογιός, με πέντε αδελφές που τον λατρεύανε, και καμιά νύφη δε ήταν άξια γι’ αυτόν. Και ήταν κι όμορφος, αν και άμυαλος. Πρέπει να βασάνισαν τη νεαρή νύφη οι μεγαλύτερες κουνιάδες, κι αυτή, για τα επόμενα εξήντα-εβδομήντα χρόνια, δεν τους το συγχώρεσε ούτε άφησε να το ξεχάσουν.

     Όμως, τα παιδιά τ’ αγαπούσε. Τα έπαιρνε σπίτι και τα ντάντευε, τους αγόραζε παιχνίδια και σοκολάτες και τους έλεγε παραμύθια.

    Εκείνα τα μαγικά βράδια στην ταράτσα να αποκοιμιέμαι, με κάθε φορά καινούργιο παραμύθι από τη θειά-Χρυσή, είναι από τις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας.

    Θυμάμαι ιδιαίτερα ένα παραμύθι, που της ζητούσα να μου το πει πολλές φορές. Για έναν πατέρα νομίζω, μπορεί να ήταν κι εραστής και να το άλλαξε η Χρυσή για να το προσαρμόσει την ηλικία μου, που ήταν σκληρός και δεν έδειχνε την αγάπη του στην κόρη ή ίσως την ερωμένη του, μα όταν έφυγε αυτή από το σπίτι, πήρε το άλογο και την έψαχνε απελπισμένος, φωνάζοντας Αγιούτα Αγιούτα.

    Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πως η θειά Χρυσή μου διηγιόταν ένα ιταλικό έργο που είχε δει στο σινεμά και πως Αγιούτα, δεν είναι όνομα γυναίκας, αλλά στα ιταλικά σημαίνει βοήθεια.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --