26.8 C
Galatsi
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Η ανάγκη του φτωχού

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Υπάρχουν κάποια πράματα που, ενώ τα θεωρείς φυσικά, σ’ ενοχλούν αφόρητα και σε πιέζουν. Τέτοια καταπιεστικά φαινόμενα είναι για κάποιους οι βροχές, το κρύο και το χιόνι του χειμώνα. Ασφαλώς και δεν μπορεί κανείς να παραπονεθεί, εκτός κι αν η έντασή τους ξεπερνάει τα συνηθισμένα όρια.

    -Χειμώνας είναι! Καιρός να χιονίσει, να βρέξει, ακόμα και να κάνει και κάποιες παγωνιές! Μην τα θέλουμε όλα δικά μας!

    -- Διαφήμιση --

    Επειδή όμως οι άνθρωποι από φυσικού τους δεν έχουν όλοι τις ίδιες αντοχές κι επειδή κι οι κοινωνίες τους δε δίνουν σ’ όλους τα ίδια όπλα για να πολεμήσουν τις αντιξοότητες, διαφέρουν τα όρια ανοχής κι αυτό που για κάποιους είναι φυσιολογικό, γι’ άλλους είναι επιζήμιο ή και θανατηφόρο. Αλλιώς αντιμετωπίζει ένας άστεγος το ψιλόβροχο κι αλλιώς εκείνος που το κοιτά πίσω απ’ το τζάμι του ζεστού σπιτιού του.

    Όλα τούτα σκεφτόταν ο Βλάσης, ο χαμάλης, καθώς πλησίαζε η ώρα να βγει στην πιάτσα για δουλειά με τη βεβαιότητα του αδιεξόδου, καθώς δύσκολα γίνονται μετακομίσεις την ώρα που ο χειμωνιάτικος ουρανός καταβρέχει τους ανθρώπους και τα σπίτια με δάκρυα παγωμένα. Σκεφτόταν ότι θα ξαναγύριζε το βράδυ μουσκεμένος κι άφραγκος και δεν του ‘κανε η καρδιά να φύγει. Ήξερε όμως πως, αν έμενε κάποιες μέρες άπραγος, δε θα μπορούσε να κρατήσει το σπίτι ζεστὀ και να συντηρήσει την οικογένεια.  

    -- Διαφήμιση --

    Αποφάσισε λοιπόν να παρατήσει τη θαλπωρή. Ψηλός όπως ήταν, κατάφερνε με λίγες δρασκελιές να διανύει την απόσταση που χώριζε το ένα υπόστεγο από τ’ άλλο και ουσιαστικά άβρεχτος να φτάσει στην αγορά και να μπει στο καφενείο που μαζεύονταν σχεδόν όλοι οι συνάδελφοί του.

    Το μαγαζί ήταν παλιό και τα έπιπλα πολυκαιρίτικα. Δε θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν υπόδειγμα καθαριότητας, αλλά και να ήταν δε θα διακρινόταν η διαφορά μέσα στο λειψό φωτισμό του, τον καπνό απ’ τα τσιγάρα των πελατών και τη μυρωδιά του τηγανισμένου λαδιού και του καφέ. Τα τραπέζια του ήταν μαρμάρινα, χωρίς τραπεζομάντιλα κι οι καρέκλες ψάθινες παλιομοδίτικες.

    Δυο όλοι κι όλοι ήταν οι άνθρωποι που εξυπηρετούσαν τους πελάτες: Ο καφετζής, ένας αδύνατος, κοντούλης κι ασπρομάλλης ανθρωπάκος, σχεδόν συνομήλικος του καφενείου, κι ένας ξανθός, κοντόχοντρος νεαρός, που κινούνταν αργά και βαριεστημένα και παρίστανε το σερβιτόρο. Ένα πανί απροσδιόριστου σκούρου χρώματος, που κρατούσε στα χέρια του, χρησίμευε ως πετσέτα για το καθάρισμα των τραπεζιών πριν από κάθε καινούρια παραγγελία. Μια οικειότητα πολύ κοντά στην αυθάδεια χαρακτήριζε τη συμπεριφορά του προσωπικού.

    Όλα σε τούτο το μαγαζί είχαν τη σφραγίδα της ανάγκης. Τίποτα δε γινόταν με άνεση. Τα πάντα δίνονταν στις αναγκαίες ποσότητες, σε τιμές αναγκαστικά χαμηλές, για να μπορούν να τα γεύονται οι πελάτες που απ’ ανάγκη βρέθηκαν στο επάγγελμα που τώρα έκαναν, που απ’ ανάγκη σύχναζαν στο συγκεκριμένο χώρο, άλλοι για βρουν εργάτες, άλλοι για να βρουν δουλειά ή άλλους συναδέλφους τους. Ειδικά τις βροχερές ή τις χειμωνιάτικες μέρες η πελατεία του αυξανόταν μαζί με την αγωνία των άνεργων εργατών.

    Ένα χέρι σηκώθηκε από το βάθος και του έκανε νόημα να πλησιάσει. Απάντησε με μια χειρονομία, για να καταλάβει ο άλλος πως τον είδε, και προχώρησε προς το εσωτερικό του καταστήματος κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα στις καρέκλες και τους πελάτες που στέκονταν όρθιοι πάνω από κάποια τραπέζια. Ήταν ο φίλος του ο Αλέξης, ένας γεματούλης σαραντάρης άντρας.

    Η δουλειά τον είχε δυναμώσει με τα χρόνια. Ένας σβέρκος σχεδόν μονοκόμματος, χέρια γερά και στιβαρά, πόδια κοντά και χοντρά, αρσιβαρίστα. Η μέση φαινόταν δύσκαμπτη και μια μάλλινη ζώνη, που τυλίγονταν γύρω της πολλές φορές, την έκανε σχεδόν αλύγιστη. Όσο δυνατό όμως και σκληρό φαινόταν το σώμα του, τόσο ευαίσθητη ήταν η όψη του και η καρδιά του. Ένα χαμόγελο άνθιζε πάντα κάτω από το γκρίζο του μουστάκι και μια καλοσύνη απλωνόταν στα γαλάζια του μάτια.

    Σαν έφτασε κοντά του και καλημερίστηκαν, κάθησε στην άδεια καρέκλα του τραπεζιού και

    – Ήπιες καφέ; τον ρώτησε ο Αλέξης.

    – Ήπια. Τέτοια ώρα όμως τι άλλο να πιώ; Ας πάρω κι έναν δεύτερο.

    – Μίλτο! Είπε ο Αλέξης.

    Σε λίγο έφτασε ο κοντόχοντρος νεαρός με την πετσέτα στο χέρι και

    – Τι θα πάρεις; Ρώτησε το Βλάση.

    Εκείνος παράγγειλε τον καφέ και γύρισε προς τον Αλέξη:

    – Τι γίνεται; Ρώτησε. Φάνηκε τίποτα; κι εννοούσε αν υπήρχε κάποια πρόταση για δουλειά.

    – Γι’ αυτό σε φώναξα, είπε ο άλλος. Ο Ρεβίθας με βρήκε πριν από λίγο και μου πρότεινε να πάμε στην αποθήκη του να φορτώνουμε ξύλα. Καλό μεροκάματο και σίγουρη δουλειά για όλο το χειμώνα. Τι λες;

    Ο Ρεβίθας ήταν μεγάλος ξυλέμπορος. Παπαγρηγόρης ήταν το επώνυμό του, αλλά στην αγορά ήταν γνωστός με το παρατσούκλι του. Ποιος ξέρει πότε και γιατί του το κόλλησαν! Το κληρονόμησε από κάποιον πρόγονό του ή είχε να κάνει με κάποιες απ’ τις συνήθειες του; Άγνωστο! Αυτό που είχε ενδιαφέρον ήταν το ότι πλήρωνε καλά και πρόσφερε δουλειά σε στεγασμένο χώρο. Τα φορτηγά μπαίναν σε ένα μεγάλο υπόστεγο, για να προστατεύονται από τη βροχή. Έτσι θα προστατεύονταν κι αυτοί όση ώρα θα φόρτωναν ή θα ξεφόρτωναν την ξυλεία.

    Η δουλειά, βέβαια, δεν ήταν εύκολη. Ήθελε προσοχή και δύναμη. Υπήρχαν περιπτώσεις, κατά τις οποίες κουβαλούσαν λεπτά ξύλα, δούγες, όπως τις έλεγαν. Τότε δούλευαν ξεχωριστά. Ο ένας ήταν πάνω στη καρότσα του φορτηγού και κουβαλούσε τα ξύλα ως την άκρη της κι ο άλλος ήταν κάτω, στην αποθήκη, τα έπαιρνε και τα στοίβαζε στον κατάλληλο χώρο. Αμέτρητες αγκαλιές ξύλα μετέφερναν! Κι αυτή ήταν η εύκολη δουλειά! Γιατί υπήρχαν άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες, φορτωμένοι με πολύ βαριά μαδέρια, ανεβοκατέβαιναν στην πόρτα της καρότσας του φορτηγού ισορροπώντας φορτωμένοι πάνω σ’  ένα χοντρό σανίδι, τη μπίντα*. Τότε έπρεπε να ζυγίζουν το βάρος του ξύλου πάνω στον ώμο τους και μ’ αυτό να ισορροπούν στο σανίδι. Λάθη σ’ αυτή την περίπτωση δεν επιτρέπονται! Ωστόσο κι αυτή η δουλειά ήταν καλύτερη από κάποιες άλλες, που έκαναν το χειμώνα, να συσκευάζουν χύμα τσιμέντο σε σακιά ή να μεταγγίζουν οξύ σε νταμιτζάνες. Στη μια περίπτωση είσαι όλη τη μέρα μες στο μπουχό, τη σκόνη και μέρες μετά τη δουλειά το σάλιο σου έχει χρώμα τσιμέντου και στην άλλη κάθε σταγόνα που θα ξεφύγει καίει ό,τι ακουμπά, παπούτσι, ρούχο, δέρμα… Δεν είχαν τυχαία τόσα σημάδια από εγκαύματα στα χέρια! Είπαμε: Η ανάγκη, η άτιμη! Ποιος ονειρεύεται να γίνει χαμάλης;

    – Τι να πω; του αποκρίθηκε. Τέτοιους καιρούς και τέτοιον καιρό έχουμε περιθώρια για νάζια; Πότε ξεκινάμε;

    – Στις εννιά έρχεται ένα τριαξονικό με δούγες.

    – Ωραία. Πίνουμε τον καφέ και φεύγουμε.

    Σε πέντε λεπτά ξεκίνησαν για την αποθήκη του Ρεβίθα.

    ***

    Τρεις ώρες αργότερα είχαν ξεφορτώσει το πρώτο φορτηγό. Όταν εκείνο έφυγε, μπήκε στην αποθήκη ένα άλλο, αδειανό, που θα κουβαλούσε τεράστια μαδέρια. Τη  δουλειά την ξέρανε. Έβαλαν τη μπίντα στη θέση της και ξεκίνησαν να το φορτώνουν. Επειδή όμως έπρεπε να περιμένουν ν’ ανεβούν ένας-ένας στην καρότσα, κι αυτό ήταν χάσιμο χρόνου, σκέφτηκαν να στεριώσουν και μια δεύτερη μπίντα και να δουλεύουν ταυτόχρονα και να φορτώνουν ο ένας την δεξιά κι ο άλλος την αριστερή μεριά του αυτοκινήτου ως το κέντρο της καρότσας.

    – Για να μην έχουμε κανένα απρόοπτο δε βάζουμε τις μπίντες στις άκρες της πόρτας; Είπε ο Βλάσης.

    – Ό,τι πεις!

    Έβαλαν, λοιπόν, τη μια μπίντα στην άκρη δεξιά της ανοιγμένης πόρτας και την άλλη στην αριστερή και ξεκίνησαν να δουλεύουν. Αποφάσισαν «για λόγους ευνοήτους», όπως έλεγε κι ο Ρεβίθας, αυτός που δούλευε δεξιά να φορτώνει το ξύλο στο δεξιό του ώμο κι ο άλλος στον αριστερό.

    -Τουλάχιστο, αν πέσει κανένας, να ‘χει ακέριο το κεφάλι του! Είπε γελώντας ο Αλέξης.

    Συνέχισαν έτσι να δουλεύουν αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή ο Αλέξης κόντευε να φτάσει πάνω στην καρότσα κι ο Βλάσης μόλις είχε ξεκινήσει ν’ ανεβαίνει στην μπίντα. Επειδή όμως ο πρώτος ήταν κοντός κι ο άλλος ψηλός, τα μαδέρια που κουβαλούσαν ήταν περίπου στο ίδιο ύψος. Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή έγινε το κακό:

    Ο οδηγός του φορτηγού, θέλησε να τους υπενθυμίσει να φροντίσουν ώστε, με το τέλος του φορτώματος, η πόρτα της καρότσας να μπορεί να κλείσει.

    Εκείνος, ακούγοντας τη φωνή, γύρισε για να δει ποιος τον θέλει και μαζί του περιστράφηκε και το μαδέρι, το οποίο συγκρούστηκε μ’ εκείνο που κουβαλούσε ο Βλάσης, που ξένοιαστος ανέβαινε τη μπίντα. Το χτύπημα τον ξάφνιασε και τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Μόλις πρόλαβε να το πετάξει από πάνω του και να βάλει το χέρι του για στήριγμα πάνω στο μαδέρι καθώς έπεφτε.

    Γδούπος ακούστηκε καθώς το ξύλο έσκασε στο έδαφος. Ο Βλάσης το ακολούθησε, πρόλαβε ν’ ακουμπήσει το χέρι του πάνω στο μαδέρι και γλίτωσε τα χειρότερα. Το χέρι, βέβαια, λύγισε, και το κεφάλι του σύρθηκε πάνω του και γδάρθηκε, ευτυχώς επιπόλαια.

    Ο Αλέξης πέταξε στην καρότσα όπως-όπως το δικό του μαδέρι και πήδησε γρήγορα και βρέθηκε πάνω από το φίλο του. Ήταν κίτρινος σα φλουρί.

    – Είσαι καλά; τον ρώτησε.

    Ο άλλος ανασηκώθηκε και προσπάθησε να καθίσει στο έδαφος. Είχε λίγο αίμα στο σαγόνι κι ένιωθε έναν πόνο στον αγκώνα και την παλάμη του.

    – Νομίζω πως τη γλίτωσα, φίλε! Πονάω λίγο, αλλά θα περάσει!

    Όλοι ανάσαναν! Τον βοήθησαν να σηκωθεί, του έφερε μια καρέκλα ο Αλέξης για να καθίσει και του έφεραν λίγο νερό για να συνέλθει. Εκείνος αισθανόταν άσχημα μ’ αυτή  την περιποίηση.

    – Θα σε σκότωνα! Του είπε μετά από λίγο ο Αλέξης.

    – Πέρασε, Αλέξη! Κοίτα τώρα μην το μάθει ο Ρεβίθας και χάσουμε τη δουλειά.

    – Δίκιο έχεις, είπε ο Αλέξης. Αλλά δεν νομίζω πως έχει σκοπό ν’ ασφαλίσει φορτοεκφορτωτή! Μη φοβάσαι!

    Κι ανέβηκε γρήγορα για να τελειώσει μόνος του το φόρτωμα. Ευτυχώς εκείνη τη μέρα δεν είχαν άλλο φορτηγό.

    (⁕) Χοντρό μαδέρι που το χρησιμοποιούσαν  σα σκάλα για ν’ ανεβούν κατά τη φόρτωση στην καρότσα του φορτηγού.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --