19.5 C
Galatsi
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ιστορίες δύσκολες

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Απογευματάκι ήτανε κι ο Θύμιος, ένας πενηντάρης σωματώδης κτηνοτρόφος τακτοποιούσε τα τελευταία καυσόξυλα κοντά στο υποτυπώδες τζάκι. Μόλις είχε μπει στην καλύβα του.

    Ώρες προσπαθούσε ν’ αρμέξει τις προβατίνες στη στρούγκα και να τακτοποιήσει το κοπάδι του στις δικές του καλύβες· να βάλει τροφή στις ταΐστρες, να γεμίσει με νερό τις ποτίστρες, να κλείσει καλά τις πόρτες τους, ό,τι, τέλος πάντων, είναι αναγκαίο για να περάσουν τα πρόβατα ασφαλή νύχτα με χειμωνιάτικο καιρό και κυρίως όταν το χιόνι καλύπτει τα πάντα.

    -- Διαφήμιση --

    Αυτές τις μέρες τα ζωντανά είναι απόλυτα εξαρτημένα από τον άνθρωπο. Αν είναι κατσίκια κι υπάρχουν κοντά φυλλωσιές που δεν έχουν καλυφτεί από το χιόνι, μπορεί με κάποιο τίναγμα να φάνε λίγο· αν είναι πρόβατα…

    Άσε που υπάρχουν και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες! Κοντά σε τούτες τις δυσκολίες παραμονεύει πάντα και ο κίνδυνος των σαρκοβόρων ζώων που βρίσκουν ευκαιρία να κορέσουν κι αυτά τη δική τους πείνα. Υπάρχουν βέβαια τα σκυλιά· αλλά, αν λείπει ο άνθρωπος…

    -- Διαφήμιση --

    Τακτοποιούσε λοιπόν τα ξύλα ο Θύμιος, για να τα έχει πρόχειρα κοντά του και να μη βγει τη νύχτα έξω, αν δεν υπήρχε λόγος. Βέβαια και καλά ντυμένος ήταν και μαθημένος στα χιόνια. Όμως το κρύο τον περόνιαζε κι αυτόν! Τα χέρια του είχαν ξυλιάσει. Έβαλε κάποια φρύγανα στην εστία κι από πάνω τους έκανε μια μικρή πυραμίδα με λεπτά ξερά ξύλα.

    Ύστερα ζέστανε για λίγο με τα χνώτα τα χέρια του κι έβαλε φωτιά με τον αναπτήρα του. Η φλόγα έτρωγε τα φρύγανα, τα λεπτά ξύλα στη συνέχεια, θέριευε σιγά-σιγά φώτιζε το χώρο και τον γέμιζε με καπνίλα, αφού η υποτυπώδης καμινάδα δεν ήταν ικανή να ρουφήξει όλο τον καπνό.

    Η καλύβα ήταν χαμηλοτάβανη, χτισμένη με ξερολιθιά και σκεπασμένη με σάλμα, δεμάτια δηλαδή καλαμιάς σίκαλης πάχους περίπου τόσου, όσο μπορούσαν να χωρέσουν τρεις ανθρώπινες χούφτες. Το σάλμα σε χερόβολα τοποθετούνταν με τέχνη στη δίριχτη στέγη και στηριζόταν με σπάγκο, που τον έδεναν στα ξύλα της περνώντας την καλαμιά με σακοράφα. Άλλοι πάλι το έδεναν με λεπτό σύρμα. Έτσι δεν περνούσε το νερό της βροχής και ο χώρος παρέμενε στεγνός.

    Το κτίσμα είχε τρία όλα κι όλα ανοίγματα· την «καμινάδα» που λέγαμε, που στο πάνω μέρος της είχε ένα κομμάτι λαμαρίνας, το οποίο κρεμόταν με σύρμα από  δυο ξύλα μπηγμένα στον τοίχο, λίγο πάνω από την τρύπα απ’ όπου έβγαινε ο καπνός, κι εμπόδιζε τη φωτιά να κάψει τη στέγη, ένα άνοιγμα χωρίς κούφωμα, σαράντα εκατοστών ύψους και πλάτους, που έπαιζε ρόλο παραθύρου, και η πόρτα βεβαίως, το μόνο που μπορούσε ν’ ανοίγει ή να κλείνει!

    Ένα ράφι ήταν πρόχειρα φτιαγμένο στον τοίχο, όπου είχε μερικά κουταλοπίρουνα, ελάχιστα σκεύη κουζίνας και μια λάμπα θυέλλης, για ώρα ανάγκης. Αν καμιά φορά χρειαζόταν να μείνει μερικές μέρες στη στάνη, να μπορεί να ετοιμάσει λίγο φαγητό, αφού δεν είχε ηλεκτρικό και ψυγείο. Το ψωμί μερικές μέρες αντέχει· το φαγητό όμως;

    Σ’ ένα πλαστικό κιβώτιο είχε αποθηκευμένο ένα μπουκάλι λάδι, ξηρούς καρπούς, όσπρια, ζυμαρικά, αλατοπίπερο και τ’ άλλα χρειαζούμενα. Σ’ ένα άλλο, επίσης πλαστικό, είχε τοποθετήσει μερικά βιβλία «για να περνάει η ώρα» όταν βοσκούσε τα πρόβατά του ή, όπως τώρα, έμενε ώρες στην καλύβα.

    Νερό είχε αρκετό, αφού έπρεπε να ποτίζει τα ζώα του. Υπήρχε κοντά στις καλύβες ένα πηγάδι που του έδινε άφθονο για τις ποτίστρες και για την αναγκαία λάτρα. Μια πετρελαιοκίνητη αντλία το έφερνε στην επιφάνεια όποτε το χρειαζόταν.

    Στο βάθος της καλύβας είχε αποθηκευμένα κάποια φρύγανα και ξύλα, για το άναμμα της φωτιάς. Τα κούτσουρα ήταν στοιβαγμένα έξω από την πόρτα, ανάμεσα σε δυο καλύβες. Ήταν κι αυτά ξερά κι σκεπασμένα μ’ έναν παλιό μουσαμά κι ένα κομμάτι νάιλον.

    Δίπλα στα ξύλα είχε σταθμευμένο το τετρακίνητο τζιπ του. Μ’ αυτό κουβαλούσε τα αναγκαία ή φώτιζε με τους προβολείς του τον  τόπο όσες φορές ήταν αναγκαίο τη νύχτα. Είχε γι’ αυτό και μικρά προβολάκια, για να φωτίζει κοντά,  και δυο μεγάλους προβολείς με λάμπες λεντ, για να βλέπει μακριά!

    Από τις άλλες, τέσσερες πιο μακριές καλύβες, η μια, η μεγαλύτερη, που τη χρησιμοποιούσε γι’ αποθήκη, είχε δυο πόρτες, για να μπορεί κανείς εύκολα να τη γεμίζει ή την αδειάζει, κι οι τρεις είχαν μόνο ένα άνοιγμα, την πόρτα, «δια τον φόβον των Ιουδαίων» που έλεγε κι ο Θύμιος. Ιουδαίοι, βέβαια, ήταν οι λύκοι που, τηρώντας τους νόμους της φύσης, χόρταιναν καταβροχθίζοντας και πρόβατα! Αν και όπου τα έβρισκαν, τα κατασπάραζαν!

    Κι επειδή ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός και σοβαρός, τον αντιμετώπιζαν τα σκυλιά του, ο Χοντροπόδαρος κι ο Μαύρος, δυο σωματώδη και πανέξυπνα ζώα που προκαλούσαν φόβο και τρόμο στους λύκους. Μόνο η παρουσία τους απέκλειε ανεπιθύμητες επισκέψεις!

    Ωστόσο όσο άγρια ήταν με τ’ αγρίμια, τόσο πειθαρχικά ήταν στις εντολές του Θύμιου! Αν πλησίαζε άγνωστος γαυγίζανε άγρια και κινούνταν απειλητικά εναντίον του. Δεν τον δάγκωναν όμως, εκτός… Εκτός αν ο Θύμιος τους έδινε εντολή! Αν φώναζε «παρ’ τον!» γίνονταν πραγματικά θηρία!

    Η φωτιά λοιπόν δυνάμωσε και σειρά είχαν τώρα τα κούτσουρα. Έβαλε δυο μεγάλα ν’ αγκαλιαστούν στην εστία κι αυτός κάθισε στο χτιστό κρεβάτι που βρίσκονταν κοντά της. Έβγαλε τις γαλότσες που φορούσε και φόρεσε πιο άνετα παπούτσια.

    –           Διαβολόκαιρος! Μουρμούρισε.

    Από το πρωί, όταν ξεκίνησε από το σπίτι του για τη στάνη, ο καιρός δε φαινόταν καλός. Πυκνά σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό κι ο αέρας δυνάμωνε. Πού και πού ψιχάλιζε. Η γυναίκα του του έδωσε μερικά λουκάνικα, αυγά και σούπα, που την είχε φτιάξει από την προηγούμενη με κρέας πρόβειο, μπόλικο τυρί, δυο καρβέλια ψωμί και κλινοσκεπάσματα χοντρά.

    –           Τι τα θέλεις όλ’ αυτά; Παραπονέθηκε.

    –           Δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται; Χθεσινός είσαι; Δε βλέπεις τον καιρό; Γκρίνιαξε εκείνη την ώρα που τα φόρτωνε στο αγροτικό.

    –           Τέλος πάντων! Είπε εκείνος, πιο πολύ για να δώσει ένα τέλος στην γκρίνια και λιγότερο επειδή πείστηκε ότι όλα θα του χρειαστούν.

    Τώρα όμως, που άρχιζε σιγά – σιγά να σουρουπώνει, τα έβλεπε με συμπάθεια και το βρασμένο κρέας της σούπας και τα λουκάνικα… Άνοιξε το μπολ με το τυρί, πήρε ένα πιάτο πλαστικό και έβαλε ένα μικρό κομμάτι φέτα έκοψε και μια φέτα ψωμί και την έβαλε κι αυτή στο πιατάκι. Από μια νταμιτζάνα έβαλε σ’ ένα πλαστικό ποτήρι λίγο τσίπουρο.

    –           Ας ζεσταθούμε λίγο! Είπε. Κι ακούμπησε με τον αγκώνα του σ΄ ένα αχυρένιο μαξιλάρι.

    Πέρασε αρκετή ώρα κι Θύμιος έβαλε πάλι τις γαλότσες του και τρίτο κούτσουρο στη φωτιά. Βγαίνοντας από την καλύβα του για να πάρει μερικά ακόμη ξύλα από την στοίβα που ήταν απ’ έξω σκεπασμένη, σάστισε. Τόσο πολύ χιόνι σε τόσο λίγη ώρα; Αναρωτήθηκε.

    Κοίταξε τις καλύβες μήπως χρειαζόταν να τραβήξει από τις στέγες το χιόνι με την τσουγκράνα. Έκρινε πως αυτή η δουλειά μπορούσε να περιμένει για την επόμενη μέρα. Άνοιξε την πόρτα, ξανακάθισε δίπλα στη φωτιά κι ετοιμάστηκε να ξαναβγάλει τις γαλότσες του.

    Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει την κίνησή του. Ο Χοντροπόδαρος κι ο Μαύρος χαλούσαν τον κόσμο με τα γαυγίσματά τους! Στέριωσε τη γαλότσα που προσπαθούσε να βγάλει και πετάχτηκε έξω.

    –           Να πάρει ο διάολος! Μουρμούρισε. Από τώρα ήρθαν τα άτιμα; Και υψώνοντας τη φωνή, για να τον ακούσουν τα σκυλιά.

    –           Πάρ’ τον! Έδωσε το φοβερό πρόσταγμα.

    Τα ζώα κινήθηκαν γρήγορα πάνω στο χιόνι. Μια άσπρη βολίδα, ο Χοντροπόδαρος, και μια μαύρη, ο Μαύρος, έτρεξαν γρήγορα προς το βάθος. Ταυτόχρονα κι ο Θύμιος κατευθύνθηκε  προς το σημείο που χάθηκαν τα ζώα του. Περπατούσε με δυσκολία, γιατί το χιόνι ήταν αρκετό και δεν του επέτρεπε να βαδίσει γρήγορα. Ο Μαύρος φαινόταν καθαρά κι έδινε το στίγμα του στ’ αφεντικό του. Όσο πλησίαζε κι έβλεπε πιο καθαρά, συνειδητοποιούσε πως τα σκυλιά γαύγιζαν προς ένα σημείο, χωρίς να φαίνεται κάποιο άλλο ζώο! Όταν σε λίγο πλησίασε, είδε έναν άνθρωπο μισοθαμμένο στο χιόνι!

    –           Άστο! Είπε στα τσοπανόσκυλα κι εκείνα σταμάτησαν.

    Ζύγωσε. Ένας σαραντάρης ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο χιόνι. Ήταν φανερά εξουθενωμένος! Γονάτισε δίπλα του και του ξεχιόνισε κάπως τα ρούχα του.

    –           Καλά είσαι; Ρώτησε αμήχανα.

    Ο άλλος δεν μπορούσε να μιλήσει. Κούνησε μόνο καταφατικά το κεφάλι του.

    –           Έλα! Είπε ο Θύμιος. Προσπάθησε να σηκωθείς.

    Του άπλωσε το χέρι και προσπάθησε να τον σηκώσει. Με πολλή προσπάθεια κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Σα στήθηκε φάνηκε και το μικρό σακίδιο που κουβαλούσε στην πλάτη του.

    –           Άστο αυτό. Θα το πάρω εγώ είπε ο Θύμιος. Πάμε τώρα!

    Άρχισαν να περπατούν αγκαλιασμένοι αργά, κοπιαστικά και το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει ασταμάτητα. Ο Θύμιος ουσιαστικά κουβαλούσε τον άγνωστο, που σχεδόν σέρνονταν και ήταν πολύ κουρασμένος και σοκαρισμένος. Πού και πού ψιθύριζε στο Θύμιο «ευχαριστώ πολύ».

    Τα σκυλιά, ένα δεξιά κι ένα αριστερά τους, ακολουθούσαν σιωπηλά, σαν να συναισθάνονταν τη σοβαρότητα της κατάστασης. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει και να καλύπτει τα πάντα, ακόμα και τα σημάδια των ποδιών του, που έκανε την ώρα που πήγε να δει γιατί γαυγίζανε τα σκυλιά του. Σιωπή κάλυπτε τα πάντα. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ψίθυρος, εκτός από τον ανεπαίσθητο τριγμό που έκανε το φρέσκο χιόνι, καθώς υποχωρούσε όταν το πατούσαν.

    Κάποια στιγμή έφτασαν, επιτέλους, στην καλύβα. Ο Θύμιος άνοιξε την πόρτα και μπήκε πρώτος, γιατί δε χωρούσαν οι δυο μαζί. Περίμενε να μπει κι ο ξένος κι ύστερα:

    –           Βγάλε τα παπούτσια σου για να στεγνώσουν.

    Είπε, καθώς τον βοηθούσε να καθίσει στο χτιστό κρεβάτι. Τον βοήθησε να βγάλει το μπουφάν και το σκούφο που φορούσε. Πήρε την νταμιτζάνα με το τσίπουρο και ένα ποτηράκι και το γέμισε.

    –           Πιες λίγο τσιπουράκι να συνέλθεις! Έτσι κι αλλιώς εδώ θα μείνουμε απόψε.

    Ο άλλος πειθάρχησε. Φαινόταν σα χαμένος. Κατέβασε σχεδόν με μια γουλιά το μισό ποτήρι και στραβομουτσούνιασε σαν το ποτό έφτανε στον οισοφάγο και κατέβαινε στο στομάχι του.

    –           Ευχαριστώ πολύ! Ξαναείπε.

    –           Παρακαλώ! Αποκρίθηκε ο Θύμιος. Πώς σε λένε;

    –           Δημήτρη.

    –           Εγώ είμαι ο Θύμιος. Και πώς βρέθηκες στα μέρη μας; Ρώτησε, ενώ έκοβε μια φέτα ψωμί από το καρβέλι κι έβαζε τυρί σ’ ένα πιάτο πλαστικό μαζί μ’ ένα πιρούνι.

    –           Ξεκινήσαμε με μια ομάδα πεζοπόρων να κάνουμε μια ολοήμερη εκδρομή. Σε κάποια στιγμή πέσαμε σε ομίχλη. Εγώ απομακρύνθηκα για λίγο από τους άλλους και τελικά χάθηκα! Δεν μπόρεσα να τους ξαναβρώ. Πήρα μια κατεύθυνση που τη θεωρούσα σωστή, αλλά τελικά έκανα λάθος! Μην έχοντας άλλη λύση, συνέχισα προς την ίδια κατεύθυνση. Είδα στο βάθος τις καλύβες και σκέφτηκα πως κάποιον θα βρω, για να μου δείξει το δρόμο.

    Ήπιε μια δεύτερη γουλιά κι ο Θύμιος ξαναγέμισε και τα δυο ποτήρια. Έκανε μια μικρή παύση και μισόκλεισε για λίγο τα μάτια. Ύστερα

    –           Δεν είχε αρχίσει ακόμη το χιόνι.

    –           Δηλαδή περπατάς κανένα δίωρο! Ε;

    –           Κάπου τόσο περπατώ μόνος. Είχα χαθεί από το μεσημέρι. Αυτό το δίωρο που λέτε περπατούσα ήδη εξαντλημένος. Στο μεταξύ άρχισε να χιονίζει. Προσπαθούσα να ταχύνω το βήμα μου, αλλά μου ήταν αδύνατο. Άρχισαν σιγά-σιγά ν’ ασπρίζουν όλα και να μην ξεχωρίζω καθαρά τη στάνη. Ευτυχώς που άναψες φωτιά κι έβλεπα τον καπνό. Δεν είχε αέρα, ευτυχώς, αλλά το κρύο εξακολουθούσε να είναι τσουχτερό. Όχι παγωνιά, αλλά χαμηλή θερμοκρασία.

    –           Πρώτα-πρώτα να μιλάμε στον ενικό; Έτσι κι αλλιώς θα μείνουμε μαζί τουλάχιστον δυο μέρες. Και να έχεις κινητό, σου είναι άχρηστο! Εδώ δεν έχει σήμα!

    –           Εντάξει, Θύμιο! Όσο, που λες, πήγαινα στο ίσιωμα, κουραζόμουν βέβαια, αλλά έλεγα πως, όπου να ’ναι θα βγω κάπου. Κι όταν είδα τη στάνη σου, ήμουν πια σίγουρος. Ο καπνός από την καλύβα σου μου έδωσε περισσότερο κουράγιο. Ωστόσο η μικρή ανηφόρα, την οποία έπρεπε ν’ ανέβω, μου έκοβε τα πόδια. Το χιόνι είχε ήδη ξεπεράσει τους είκοσι πέντε με τριάντα πόντους και δυσκόλευε ακόμη πιο πολύ την περπατησιά. Έφτασα λοιπόν κοντά στη στάνη με τα χίλια ζόρια, αλλά οι δυνάμεις μου δε με βοηθούσαν πια. Κάθισα λίγο στο χιόνι, για να ξεκουραστώ και να μπορέσω να συνεχίσω, αλλά δεν μπορούσα να ξανασηκωθώ. Εκεί φοβήθηκα πως θα μείνω για πάντα! Κι ακριβώς αυτή την ώρα εμφανίστηκαν τα σκυλιά σου και σκέφτηκα πως έπεσα από τη Σκύλα στη Χάρυβδη! Τώρα θα με ξεσκίσουν! Είπα. Φαίνεται όμως πως είμαι τυχερός, αφού γαύγιζαν μόνο και δε με πλησίαζαν περισσότερο. Κατάλαβαν κι αυτά πως, στην κατάσταση που βρισκόμουνα, ήμουν ακίνδυνος! Γαύγιζαν μόνο, αλλά αυτό δε λιγόστευε το φόβο μου! Ξεθεωμένος όπως ήμουν δεν είχα δυνατότητα ν’ αμυνθώ! Ούτε καν μπορούσα να το σκεφτώ! Περίμενα, λοιπόν, το τέλος και, για καλή μου τύχη, εμφανίστηκες εσύ!

    –           Τέλος καλό, όλα καλά! Είπε ο Θύμιος. Θα μείνουμε μαζί εδώ αυτές τις δύσκολες μέρες και θα γυρίσουμε με το αγροτικό. Φαγητό, ποτό έχουμε! Ξύλα, επίσης! Οπότε ηρέμησε!

    –           Δεν είναι μόνο το φαγητό και ο ύπνος, που είναι εξασφαλισμένα από σένα και σ’ ευχαριστώ και πάλι. Είναι κι η οικογένεια που θ’ ανησυχεί σίγουρα. Θα έχουν ήδη τρελαθεί από την αγωνία!

    –           Τι οικογένεια έχεις;

    –           Τη γυναίκα μου και δυο αγοράκια οχτώ κι έξι χρονών. Φαντάζεσαι τι αγωνία τραβούν τώρα!

    –           Και ξεκινήσατε χειμωνιάτικα να πάτε στα βουνά; Δε βλέπατε τον καιρό;

    –           Είπε το δελτίο πως θα χαλάσει, αλλά δεν υπολογίζαμε πως θα ’ρθει κι η καταστροφή! Είχαμε εξάλλου έμπειρο οδηγό. Ωστόσο την πάτησα σα βλάκας!

    –           Η φύση, Δημήτρη, θέλει προσοχή και, κυρίως, σεβασμό! Τι δουλειά κάνεις;

    –           Μηχανικός. Πολιτικός μηχανικός.

    –           Θα χάσεις μια δυο μέρες δουλειά. Αυτό είναι όλο! Λυπάμαι, βέβαια, τους δικούς σου, αλλά δεν έχουμε και τρόπο να τους ειδοποιήσουμε. Αλλά τα λέμε αργότερα αυτά. Άντε στην υγειά μας!

    Έβαλε τρίτο τσίπουρο στα ποτήρια και στα κάρβουνα ένα λουκάνικο. Πήρε από το ράφι τη λάμπα θυέλλης, την άναψε και την κρέμασε από το μπηγμένο στον τοίχο ξύλο. Ήταν καλύτερα έτσι, με το απαλό φως ν’ απλώνεται στην καλύβα. Σε λίγο η μυρουδιά του λουκάνικου απλώθηκε στο χώρο. Το τσίπουρο χαλάρωνε τα νεύρα κι έκανε πιο ευχάριστη, όσο γινόταν, τη διάθεση, αλλά άφηνε και την κούραση να φανεί. Σε λίγο ο Δημήτρης δυσκολευόταν να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Ο Θύμιος το κατάλαβε και

    –           Απ’ ό,τι βλέπω, είπε, τα μάτια σου κλείνουν. Έχουμε λοιπόν δυο λύσεις· ή να βάλω τώρα τη σούπα να φάμε ή να ξαπλώσεις να ξεκουραστείς. Τι λες;

    –           Μάλλον το δεύτερο θα γίνει, απάντησε. Νιώθω εντελώς διαλυμένος.

    Ο Θύμιος πήρε κι έριξε δυο χοντρά σκεπάσματα στο κρεβάτι. 

    –           Απ’ ανάγκη θα κοιμηθούμε αγκαλίτσα! Είπε. Ξάπλωσε εσύ από τη μεριά του τοίχου. Εγώ θα μείνω λίγο ακόμη, να ρίξω μια ματιά έξω και θα ξαπλώσω σε λίγο. Αυτά μη σ’ απασχολούν καθόλου. Θα τα βολέψω εγώ.

    Σε δυο λεπτά ο Δημήτρης είχε βυθιστεί σ’ έναν ύπνο βαρύ, χωρίς όνειρα. Ο Θύμιος έβαλε ένα κούτσουρο ακόμη στη φωτιά, πέρασε απ’ τις καλύβες που είχε τα ζωντανά του και γύρισε να ξαπλώσει κι αυτός δίπλα στο φιλοξενούμενό του.

    Την άλλη μέρα κατά τις οχτώ ξύπνησε ο Δημήτρης. Ήταν μόνος του, αλλά η φωτιά έκαιγε κανονικά, που σήμαινε πως ο Θύμιος ήταν κοντά. Φόρεσε το μπουφάν του και τις μπότες του, που είχαν ήδη στεγνώσει και βγήκε στην πόρτα της καλύβας κι έριξε τη ματιά του στο χώρο. Τα πάντα ήταν κάτασπρα και ησυχία βασίλευε παντού. Είχε σταματήσει πια να χιονίζει, αλλά το ύψος του χιονιού ξεπερνούσε τους ογδόντα πόντους. Ασυναίσθητα θυμήθηκε τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας και σκέφτηκε τι θα γινόταν αν δεν υπήρχε ο Θύμιος κι η στάνη του. Χαμογέλασε πικρά. Έκανε ένα βήμα για να πάει στη διπλανή καλύβα, για να δει πού βρισκόταν ο Θύμιος, αλλά ένα γρύλισμα απειλητικό τον έκανε να σταματήσει.

    –           Χοντροπόδαρε! Ήσυχα, αγόρι μου!

    Ήταν ο Θύμιος που τον άκουσε και βγήκε κι αυτός από την άλλη καλύβα, για να τον συναντήσει.

    –           Καλημέρα! Του είπε χαμογελαστός, μόλις τον είδε. Πώς κοιμήθηκες;

    –           Θαυμάσια! Ευχαριστώ. Έπεσα ξερός και μόλις τώρα άνοιξα τα μάτια μου! Είχα τέτοια κούραση! Έχεις κάπου νερό;

    –           Έξω από την καλύβα, στο πίσω μέρος έχω ένα δοχείο. Αλλά περίμενε να πάμε μαζί μην έχουμε καμιά έκπληξη από τα σκυλιά.

    Τράβηξε την πόρτα της καλύβας για να κλείσει και πήγε πίσω από την καλύβα, όπου ήταν πάνω σ’ ένα πεζούλι ένα μαύρο βαρελάκι πλαστικό με βρύση στο μπροστινό του μέρος. Τώρα, με το χιόνι, οι κυρτές επιφάνειές φαίνονταν άσπρες και μόνον η μπροστινή κάθετη πλευρά του έδειχνε το κανονικό της χρώμα, αν και κάπως ξεθωριασμένο κι αυτό από τον ήλιο. Τίναξε το χιόνι από τη βρύση, την άνοιξε κι άρχισε να τρέχει νερό. Ο Δημήτρης πλύθηκε και πήρε μια πετσέτα, που είχε στο σακίδιό του για να σκουπίζει τον ιδρώτα του, και σκουπίστηκε.

    –           Πάμε για καφέ; Είπε ο Θύμιος.

    –           Πάμε!

    Και ξαναμπήκαν στην καλύβα με τη φωτιά. Έβαλαν τον καφέ τους σε πλαστικά ποτηράκια και κάθισαν να τον απολαύσουν.

    –           Τραχανά τρως; Ρώτησε ο Θύμιος.

    –           Τα πάντα! Αποκρίθηκε ο Δημήτρης.

    Βόμβος ελικοπτέρου ακούστηκε από μακριά και πλησίαζε προς το μέρος τους.

    Πετάχτηκαν κι οι δυο και βγήκαν σ’ ένα πλάτωμα που υπήρχε κοντά στις καλύβες. Ο Δημήτρης έβγαλε το κόκκινο αντιανεμικό μπουφάν του και το κουνούσε στον αέρα. Το ελικόπτερο έκανε δυο βόλτες πάνω από τα κεφάλια τους και άρχισε σιγά να κατεβαίνει προς μέρος τους.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --