18.1 C
Galatsi
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Κάτω από τη γέφυρα

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Στο σημείο που η εθνική οδός διασταυρωνόταν με κεντρικό δρόμο της πόλης είχε δημιουργηθεί ένας ανισόπεδος κόμβος, γιατί η κίνηση και στους δυο δρόμους ήταν μεγάλη και τα φανάρια δεν επαρκούσαν για τη ρύθμισή της και την αποφυγή ατυχημάτων ή και δυστυχημάτων. Η εθνική οδός έτσι σιγά σιγά ανυψωνόταν και συνέχιζε περνώντας πάνω από μια υπερσύγχρονη γέφυρα, ενώ η δεξιά λουρίδα της, τόσο της ανόδου όσο και της καθόδου, γινόταν ουσιαστικά στενός παράδρομος που συναντιόταν με τον κάθετο δρόμο, για να διευκολύνει τα οχήματα να μπουν στην οδό αυτή ή να την εγκαταλείψουν. Δεξιά κι αριστερά της γέφυρας υπήρχαν φανοστάτες που ρύθμιζαν την κίνηση.

    Μεταξύ, όπως είναι φυσικό, του δρόμου που περνούσε κάθετα κάτω από τη γέφυρα και της άκρης του τόξου της, όπου βρισκόταν η βάση της, σχηματιζόταν από τις δυο μεριές ένας στεγασμένος χώρος, που είχε πλάτος όσο και η εθνική οδός που περνούσε από πάνω της και ύψος ποικίλο· από μερικά εκατοστά, στο σημείο που εφαπτόταν με το έδαφος, έως τέσσερα μέτρα, εκεί που άρχιζε η άσφαλτος του κάθετου δρόμου.

    Επειδή η κίνηση, ειδικά τις ώρες αιχμής, ήταν πολύ μεγάλη, αλλά και την υπόλοιπη μέρα ή νύχτα ο φόρτος των οχημάτων δεν ήταν μικρός, παρουσιαζόταν συχνά μποτιλιαρίσματα, άλλοτε μικρότερα κι άλλοτε πιο μεγάλα, όταν το φανάρι ήταν κόκκινο και τ’ αυτοκίνητα περίμεναν ν’ ανάψει πράσινο για να συνεχίσουν το δρομολόγιό τους.

    Οι πρωινοί κουλουράδες εκμεταλλεύονταν την περίσταση για να πουλήσουν κουλούρια και καφέ στους μποτιλιαρισμένους οδηγούς, οι εφημεριδοπώλες τις εφημερίδες τους, οι άνεργοι τα φέι βολάν, τις αφίσες και το άλλο διαφημιστικό υλικό, οι διάφοροι μικροπωλητές τα δικά τους μικροπράγματα.

    Σ’ αυτό λοιπόν το χώρο έβρισκαν καταφύγιο διάφορες κατηγορίες ανθρώπων. Πέρα απ’ όσους αναφέραμε, που βάζαν το καρότσι τους με το εμπόρευμα ή το «αποθήκευαν» για όση ώρα ήταν στο φανάρι και κάνανε παζάρι με τους πελάτες τους, υπήρχαν κι άλλοι διαφόρων κατηγοριών: Τσιγγανάκια μυξιάρικα και βρόμικα που απλώνανε τα χέρια τους στους περαστικούς και ζητούσαν ελεημοσύνη, προσφυγάκια από κοντινές ή μακρινές χώρες, αρτιμελή ή σακάτικα, μικρά παιδάκια που προσπαθούσαν να σου αποσπάσουν κάποιο κέρμα δοκιμάζοντας να σου «καθαρίσουν» μ’ ένα βρόμικο πανί τα φανάρια του αυτοκινήτου σου και οι εκμεταλλευτές τους που κοιτούσαν δήθεν αδιάφορα στο άπειρο, αλλά δεν τα έχαναν στιγμή από τα μάτια τους.

    Κοντά σ’ όλη τούτη την ευτυχία δε χρειαζόταν μεγάλη παρατηρητικότητα για να διακρίνεις τα χαρτόκουτα των αστέγων, που τα χρησιμοποιούσαν για στρώμα ή σκέπασμα, αναλόγως των συνθηκών. Η κατηγορία αυτή των δυστυχισμένων υπήρχε πάντα, δώρο της ανισοκατανομής του πλούτου, αλλά έγινε πολυπληθής, όταν η κρίση μίκρυνε την πίτα του εισοδήματος και οδήγησε το μερίδιο των φτωχών στην ανυπαρξία. Σπίτια και περιουσίες χαθήκαν κι άνθρωποι νοικοκύρηδες κι επαγγελματίες βρέθηκαν στο δρόμο! Κι όταν βρεθείς ανέστιος, αποβάλλεσαι συνήθως κι από τον κοινωνικό περίγυρο και τους φίλους που ως χθες σ’ εκτιμούσαν και σε συναναστρέφονταν! Κι εσύ, για ν’ αποφύγεις την ταπείνωση, χάνεσαι από προσώπου γης και βολεύεσαι σε παρατημένα υπόστεγα, σε καρότσες φορτηγών, σε θεμέλια γεφυρών… Αν είσαι τυχερός κι αντέξεις κι αν τη γλιτώσεις από τους άλλους πεινασμένους, θα επιβιώσεις. Αλλιώς απλά θα χαθείς και θα μείνεις στα αζήτητα! Γιατί, ξέρεις, βάζουν κι ανθρώπους στ’ αζήτητα! Όχι μόνο κουτιά και πράγματα.

    Μια ειδική επίσης κατηγορία ενοίκων των γεφυρών είναι και κάποιοι ναρκομανείς. Γιατί κι εδώ υπάρχει διαχωρισμός και διάφορες κατηγορίες. Αυτό γίνεται και πάλι με βάση το εισόδημα και την κοινωνική θέση. Αλλιώς αντιμετωπίζονται τα φτωχαδάκια κι αλλιώς οι άνθρωποι των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων! Άλλα ναρκωτικά παίρνουν οι φτωχοί κι άλλα οι πλούσιοι! Άλλη αντιμετώπιση έχουν και από την οικογένειά τους οι πλούσιοι κι άλλη οι φτωχοί. Άλλη θεραπευτική αγωγή ακολουθούν οι μεν κι άλλη οι απόκληροι. Κάποιοι τέτοιοι φουκαράδες βρίσκονται, παρατημένοι από θεούς κι ανθρώπους, κάτω από γέφυρες.

    Ανάμεσα, λοιπόν, σε τούτους τους απόκληρους ήταν και ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων. Να ήταν είκοσι πέντε; Τριάντα χρονών; Ποιος να ξέρει; Ταλαιπωρημένοι όπως ήταν από τον τρόπο ζωής τους και τα ναρκωτικά, ζούσαν στο δικό τους κόσμο. Με τον καιρό, κάποιοι από τους αυτοκινητιστές είχαν γνωριστεί μαζί τους. Φαίνονταν καλά παιδιά, αλλά έπεσαν θύματα της ευαισθησίας τους, της κοινωνικής αδιαφορίας και της ανικανότητας του κράτους να προστατέψει τους ανήμπορους. Ποιος ξέρει γιατί και πώς οι δικοί τους τα παράτησαν!

    Είχαν περίπου ένα χρόνο στη γέφυρα και δεν ήθελαν ν’ αλλάξουν στέκι, γιατί και γνωστούς πια είχαν και κάποιο χαρτζιλίκι έβγαζαν για να πληρώσουν κάποιο ξενοδοχείο της κακιάς ώρας για πλυθούν και τα ρούχα τους να πλύνουν. Οι οδηγοί που λέγαμε τους έδιναν κάποια ψιλά, κι αυτά τα μάζευαν για ν’ αγοράσουν τη δόση τους και να βολευτούν, όσο γινόταν κι αν γινόταν, με φαγητό.

    Μια μέρα ξέσπασε μεταξύ τους μεγάλος καυγάς. Η Μίνα, έτσι την έλεγαν, είχε μπουρινιάσει για τα καλά.

    – Θα σε σκοτώσω, ρε! Του είπε οργισμένη. Μ’ ακούς; Αν το ξαναπείς θα σε σκοτώσω! Ηλιθιόπραμα!

    Πλησίασε έναν οδηγό που περίμενε στο φανάρι και τους κοιτούσε απορημένος.

    – Ακούσατε τι είπε, κύριε;

    – Δεν κατάλαβα τι έγινε, είπε εκείνος, αλλά δεν είναι σωστό να μαλώνετε.

    – Μα με είπε κλέφτρα! Είπε ότι του πήρα ένα εικοσάρικο! Και του έχω πει χίλιες φορές: Μπορεί να είμαι ότι είμαι, αλλά κλέφτρα και πουτάνα δε θα γίνω ποτέ!

    Έκλαιγε ασταμάτητα.

    Ο «συγκάτοικός» της την πλησίασε.

    – Συγγνώμη! Δεν ήθελα να σε πληγώσω.

    Φαινόταν πολύ θλιμμένος.

    – Συγγνώμη! Ξαναείπε.

    Εκείνη σκούπισε τα μάτια της με την ανάποδη του χεριού της.

    – Μη μου το ξαναπείς όμως, γιατί πραγματικά θα σε σκοτώσω!

    Το έλεγε σοβαρά!

    Στο μεταξύ άναψε το φανάρι και τ’ αυτοκίνητα ξεχύθηκαν στην άσφαλτο κυνηγώντας, όπως κάθε μέρα το χρόνο, τις δουλειές; Ποιος ξέρει; Ό,τι κυνηγούν, τελοσπάντων, οι άνθρωποι στις μεγαλουπόλεις και τρέχουν και σκοτώνονται στην άσφαλτο!

    *

    Μετά από καιρό η Μίνα ήταν πια μόνη της στη γέφυρα. Ο σύντροφός της είχε φύγει για το άχρονο κι αυτή περίμενε τη δική της σειρά. Είχε, λέει, κάνει αποτοξίνωση, είχε «καθαρίσει» και ξαναγύρισε στη γειτονιά του. Βρέθηκε με τους παλιούς του φίλους, ξαναπήρε μια δόση όπως παλιά κι αυτό ήταν! Η δόση, που πριν ήταν καθημερινή του ανάγκη, τώρα αποδείχτηκε υπερβολική!

    – Έφυγε κι αυτός, θα φύγω κι εγώ κι άλλοι! Είπε μια μέρα σ’ ένα κοινό γνωστό. Η γέφυρα θα μείνει μόνο, για να διευκολύνει τους  δυνατούς και να κρύβει τις πομπές της κοινωνίας.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Σιωπώ αλλά μιλάνε όλα μου

    Γράφει η Μαρία K. Σπάνια είμαι συνοδηγός, συνήθως οδηγώ εγώ....

    Σταύρωση και Ανάσταση κατά τον πρώιμο χριστιανισμό

    Το κείμενο της Μαρώς Τριανταφύλλου πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science...

    Η τελευταία μάζωξη

    Γράφει η Μαρία Κ. Στο σχετικά μικρό καφενείο του Νώντα,...

    “Ιησούν ή Βαραββάν;”

    Γράφει η Μαρία Κ. Δεκαεννιά χρόνων η Δημητρούλα, μικρή για...
    -- Διαφήμιση --