17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Μια παλιά ιστορία

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Μπέτη*

    – Γιάννη, θα με πας;

    Στο τηλέφωνο ήταν ο υπέργηρος παππούς του.

    -- Διαφήμιση --

    – Ναι, παππού! Το είπαμε! Μην ξαναλέμε κάθε φορά τα ίδια!

    – Ναι, αλλά πότε;

    -- Διαφήμιση --

    – Το άλλο Σαββατοκύριακο. Αφού συμφωνήσαμε! Δε συμφωνήσαμε;

    – Τώρα συμφωνήσαμε! Γιατί πριν απλά αιωρούνταν μια υπόσχεση, που δεν ξέραμε πότε θα τηρηθεί! Κι επειδή εγώ είμαι ενενήντα τεσσάρων, δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί!

    – Παππού! Έκανε αυστηρά ο Γιάννης. Δε θα μου λες κουταμάρες! Δεν έχω σκοπό να σε χάσω! Μια χαρά είσαι. Να κλείσουμε τώρα γιατί έχω δουλειά;

    Ο Γιάννης, τριανταπεντάρης νεαρός γιατρός, ήταν η αδυναμία του παππού. Τα βρίσκανε οι δυο τους! Είχανε και το ίδιο όνομα, έκαναν και την ίδια δουλειά, ίσως και γιατί ο νεαρός θαύμαζε τον παππού του. Μόνο που δεν τον πρόλαβε καλά-καλά «εν ενεργεία». Κόντευε τριάντα πια χρόνια συνταξιούχος ο παππούς, αλλά μερικά πράματα, όπως η καλή φήμη ή οι επιστημονικές ειδικότητες, δε χάνονται!

     Δεν τον είδε ν’ ασκεί την ιατρική ο Γιάννης, αλλά μεγάλωσε με τη φήμη του καλού γιατρού Αποστολάνθη, που μπορούσε κι ήξερε να βοηθά τον κόσμο κι ήταν πρωτοπόρος για την εποχή του. Κι ένοιωθε περηφάνεια όταν τον ρωτούσαν· «Τον παλιό το Γιάννη Αποστολάνθη τι τον έχεις;». Γι’ αυτό και δε του χαλούσε εύκολα χατίρι.

    Ο παππούς πάλι τον αγαπούσε υπερβολικά, παρόλο που σα χαρακτήρας ήταν κλειστός και δεν του το έδειχνε πολύ. Όμως ήταν πάντα δίπλα του και πρόθυμος να τον βοηθήσει σ’ ό,τι χρειαζόταν· και στο σχολείο, όταν ήταν μικρός, και στη σχολή, όταν πια σπούδαζε την ιατρική. Γενικά ήταν στενά δεμένοι μεταξύ τους. Ο μεγάλος Γιάννης ήταν πάντα μεγάλος! Μεγάλη καρδιά που κατανοεί και συγχωρεί, το μεγάλο πορτοφόλι που ανοίγει εύκολα και βοηθά στα δύσκολα οικονομικά προβλήματα, το μεγάλο αφτί που ακούει τα προβλήματα και τα καταλαβαίνει, το μεγάλο φως που δείχνει το δρόμο της λύσης! Όταν, λοιπόν, ο παππούς ζήτησε χάρη, επειδή η υγεία του δεν του επέτρεπε πια να οδηγήσει, αμέσως βρέθηκε η λύση χωρίς πολλά ερωτήματα και γιατί.

    Άλλωστε δεν ήταν κι απαιτητικός. Τα τελευταία χρόνια, μετά το θάνατο της γιαγιάς, έμενε μόνος του. Δεν ήθελε να επιβαρύνει τα παιδιά του, αφού ουσιαστικά προβλήματα δεν είχε πέρα απ’ όσα σωρεύει στους υγιείς ανθρώπους η ηλικία. Κάποια Σαββατοκύριακα συναντιόντουσαν πότε με την οικογένεια του γιου του, πότε με την οικογένεια της κόρης του.

    Τις χρονιάρες μέρες βρίσκονταν μ’ όσους περίσσευαν από ταξίδια στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Στο δικό του το σπίτι δεν του ήταν εύκολο, πια, να τους καλέσει, αφού νοικοκυρά δεν υπήρχε κι αυτός δεν μπορούσε να ετοιμάσει για τόσα άτομα τραπέζι. Κάποιες φορές τον βοήθησε η νύφη ή η κόρη του, για να μαζευτούν όλοι στο σπίτι του, αλλά μετά έκανε πάνω από βδομάδα αυτός για να ξαναβάλει τα πράγματα στη θέση που τον βόλευε! Γι’ αυτό προτιμούσε να τους βλέπει στα δικά τους σπίτια.

    Την καθημερινότητα την αντιμετώπιζε με τη βοήθεια μιας κυρίας που πήγαινε στο σπίτι του. Εκείνη ήξερε τις συνήθειές του και τον βοηθούσε χωρίς να του δημιουργεί επιπλέον προβλήματα. Φρόντιζε, λοιπόν, να καθαρίζει το σπίτι, να βάζει πλυντήρια ρούχων και πιάτων και να του σιδερώνει. Καμιά φορά του ετοίμαζε και κανένα δύσκολο φαγητό, όταν βαριόταν να πάει στην ταβέρνα κι επιθυμούσε κάτι ξεχωριστό.

    Πριν ένα μήνα περίπου, ένας παλιός γνωστός του τού είπε κάτι που κυριολεκτικά του αναστάτωσε τη ζωή. Πώς γίνεται καμιά φορά, σαν κάθεσαι στην όχθη μιας λίμνης την άνοιξη κι απολαμβάνεις το παραδεισένιο τοπίο και ξαφνικά κατρακυλά ένας τεράστιος βράχος από το βουνό παρασέρνοντας τα πάντα, πέφτει με τρομαχτικό θόρυβο στο νερό, το ανακατεύει και κάνει πια τρομακτικό το ως πριν ειδυλλιακό τοπίο, έτσι ακριβώς ήρθαν τα πάνω κάτω στη ζωή του! Ευτυχώς που, παρά τα χρονάκια του, κατάφερε να το διαχειριστεί.

    Καλός ήταν, λοιπόν, εκείνη τη μέρα ο καιρός κι αυτός αποφάσισε να βγει στο πάρκο της γειτονιάς του «για να μαζέψει λίγο ήλιο», όπως συνήθιζε να λέει. Αρκετός κόσμος ήταν εκεί, για ν’ απολαύσει τη χειμωνιάτικη λιακάδα. Συνήθως οι άνθρωποι που βγαίνουν πρωινές ώρες στο πάρκο είναι ή πολύ νέοι, κατά κανόνα μαθητόκοσμος, ή πολύ γέροι! Οι άνθρωποι των ενδιάμεσων ηλικιών εργάζονται τις ώρες εκείνες ή ψάχνουν για δουλειά!

    Σ’ αυτό το περιβάλλον συναντήθηκε μετά από πολλά χρόνια μ’ ένα φίλο του από τα παλιά, τα νεανικά τους χρόνια. Είδαν κι έπαθαν για ν’ αναγνωριστούν! Είχαν να συναντηθούν μισό περίπου αιώνα, όταν κι οι δυο ήταν γύρω στα τριάντα τους! Προφανέστατα οι αλλαγές στην εμφάνιση και των δύο ήταν σημαντικές και δυσκολεύτηκαν πολύ να αντιληφθούν πώς μεταμορφώθηκαν οι τότε νεαροί επιστήμονες.

    Αφού ξεπεράστηκαν οι πρώτες δυσκολίες, άρχισαν να κουβεντιάζουν για τα παλιά και τα τωρινά. Πώς γεφυρώνεις περίπου εξήντα χρόνια σε μια μέρα; Αναγκαστικά προσπάθησαν να καλύψουν το διάστημα αποσπασματικά, με τη μέθοδο των ερωταποκρίσεων. Τι έκανε ο καθένας τους αυτά τα χρόνια; Έκανε οικογένεια; Απόχτησε παιδιά κι εγγόνια; Σε ποια νοσοκομεία υπηρέτησε; Ή μήπως ιδιώτευσε; Τι γίνανε οι κοινοί γνωστοί;

    Η απάντηση σ’ αυτή την τελευταία ερώτηση είναι που τον συγκλόνισε!

    – Η Μαίρη, του είπε ο Μάκης, έγινε γυναίκα του και κάνανε μια πολύ καλή οικογένεια. Τα δυο τους αγόρια σπουδάσανε κι έκαναν δικές τους φαμίλιες. Ο Σωτήρης, ο κοινός τους φίλος είχε πεθάνει πριν μια δεκαετία, η Βαγγελιώ σκοτώθηκε πριν τρία χρόνια σε τροχαίο, ο Νάσος δεν παντρεύτηκε και μένει μόνος του στη Δράμα. Για τη Σούλα προφανώς θα ξέρεις.

    Στο άκουσμα του ονόματος και μόνο ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι! Με τη Σούλα έζησαν μια υπέροχη ιστορία τον καιρό που ήταν νέοι. Η Σούλα ήταν γι’ αυτόν η ευτυχία αυτοπροσώπως! Έζησαν μερικά χρόνια, τα καλύτερα της ζωής του. Δυσκολίες, προβλήματα, στιγμές ευτυχισμένες τις έζησαν μαζί! Μαζί ονειρεύονταν την κοινή τους ζωή! Κι αν δεν κατάφεραν να τη ζήσουν έφταιγε αυτός, αφού αυτός θεώρησε σημαντικότερη την απόχτηση ειδικότητας και άφησε γι’ αργότερα την κοινή τους ζωή!

    Εκείνη, κάτω από την πίεση των δικών της, αναγκάστηκε να χωρίσει με το Γιάννη και να παντρευτεί τελικά κάποιον άλλο και να κάνει μαζί του οικογένεια. Ζήτησε μια χάρη μόνο από το Γιάννη. Όσο ζω, του είπε, σε παρακαλώ να μην έρθεις στην πόλη μου. Θα μου δημιουργήσεις πρόβλημα και δεν το θέλω, αλλά ούτε κι εσύ πρέπει να το θέλεις!

    – Τι να ξέρω για τη Σούλα; Έγινε κάτι;

    – Δεν θα ήθελα εγώ να σου το πω, αλλά δυστυχώς δε βρέθηκε κανένας να σου το πει.

    – Τι να μου πει;

    – Να! Πριν τρεις μήνες έφυγε κι αυτή.

    Έφυγε κι αυτή! Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Έφυγε! Από τη στιγμή εκείνη και μετά αδυνατούσε να καταλάβει την υπόλοιπη συζήτηση. Συμφώνησαν να ξαναβρεθούν και να τα ξαναπούν. Αντάλλαξαν τηλέφωνα, για να μπορούν να επικοινωνούν. Αφού μένουν και κοντά, θα μπορούν να βρίσκονται!

    Γύρισε στο σπίτι του συντετριμμένος. Κάθισε στο γραφείο του και προσπάθησε να δει τι έγινε όλα αυτά τα χρόνια. Βέβαια δεν μπορούσε να κατηγορήσει για κάτι τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του. Η Βασιλική στάθηκε υποδειγματική σύζυγος και μητέρα όσα χρόνια έζησαν μαζί! Στάθηκε βράχος όλα αυτά τα χρόνια! Δεν της έλειψε και δεν του έλειψε τίποτα! Κι αυτός, όσα χρόνια ήταν μαζί της, και την αγάπησε και την τίμησε ως την ώρα που τον άφησε μόνο! Ήταν κυρία και πάντα ως κυρία την αντιμετώπισε.

    Όμως άλλο η Βασιλική κι άλλο η Σούλα!

    Έψαξε στα συρτάρια του γραφείου του να βρει κάποια παλιά της φωτογραφία. Μάταιος κόπος! Ο αυτοσεβασμός και η αγάπη του για την οικογένειά του και κυρίως για τη Βασιλική έσβησαν πολλά στοιχεία του παρελθόντος κι ανάμεσά τους και τις φωτογραφίες. Δεν υπήρχε κάτι που να τον βοηθήσει εκτός από το Μάκη. Αυτός πρέπει να είχε επαφή μαζί της. Του τηλεφώνησε λοιπόν.

    Εκείνος πρόθυμα του έδωσε όλες τις πληροφορίες· το επώνυμο του άντρα της, το  νεκροταφείο που την είχαν θάψει. Του είπε ακόμη πως κι αυτή έμενε μόνη, αφού ο άντρας της έφυγε πρώτος, πως τον τελευταίο καιρό βασανιζόταν από διάφορες ασθένειες και είχε υποβληθεί σ’ αρκετές εγχειρήσεις. Τα παιδιά της μένανε σ’ άλλες πόλεις, αφού ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και υπηρετούσαν μακριά από τον τόπο τους!

    Σάββατο πρωί πέρασε ο Γιάννης από το σπίτι του.

    – Παππού, είσαι έτοιμος ή ν’ ανέβω να σε βοηθήσω; Του είπε στο τηλέφωνο.

    Αν ήταν! Μήπως κοιμήθηκε όλη τη νύχτα; Πήρε ένα μικρό σακβουαγιάζ και βγήκε χαμογελαστός. Ο Γιάννης, αφού καλημερίστηκαν, το έβαλε στο χώρο αποσκευών. Ύστερα ξεκίνησαν για το ταξίδι.

    Πρώτη φορά πήγαινε στη βόρεια Ελλάδα ο Γιάννης, αλλά κι ο παππούς  του είχε πολλά χρόνια να κάνει το ταξίδι. Από το χρόνια εκείνα σίγουρα θα είχαν αλλάξει πολλά πράγματα, αφού είχαν κατασκευαστεί καινούριοι, σύγχρονοι δρόμοι, με καινούρια χάραξη και προφανώς περνούσαν από διαφορετικά μέρη. Αλλά και οι πόλεις και τα χωριά δεν ήταν ίδια! Νέες οικοδομές είχαν κτιστεί, άλλος κόσμος!

    Σταμάτησαν αρκετές φορές στο δρόμο πότε για καφέ, πότε για να δουν και να θαυμάσουν κάποια όμορφα τοπία, πραγματικά θαύματα της φύσης.

    – Δεν είναι μόνο η Αττική και η Αθήνα όμορφες, είπε ο παππούς. Σ’ όλη τη χώρα μας, και στην ξηρά και στη θάλασσα, θα δεις εκπληκτικές ομορφιές!

    Τα ήξερε, βέβαια, αυτά ο Γιάννης, αφού είχε γυρίσει σχεδόν όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά δεν ήθελε να πει στον παππού του ότι του λέει πράματα γνωστά και τετριμμένα!

    Ήταν πια απόγευμα όταν πλησίαζαν στην πόλη. Το μαρτυρούσαν οι πινακίδες που τους προειδοποιούσαν πώς φτάνουν στην παράκαμψη προς τον περιφερειακό της δρόμο και προς το κέντρο της τελικά. Σε λίγο είχαν αφήσει πίσω τους την εθνική οδό και προχωρούσαν ανάμεσα στα σπίτια στους κεντρικούς της δρόμους. Δεν άργησε να φανεί το ξενοδοχείο τους.

    Ο Γιάννης στάθμευσε το αυτοκίνητό του στον καθορισμένο χώρο, κουβάλησε τις βαλίτσες τους προς τη ρεσεψιόν και, μετά τις καθιερωμένες διαδικασίες, προς τα δωμάτιά τους.

    Σε μία περίπου ώρα συναντήθηκαν πάλι. Περπάτησαν για λίγο στο κέντρο της πόλης, που του παππού του φάνηκε αγνώριστη. Κάθε τόσο μια έκπληξη τον περίμενε. Δρόμοι πιο πλατιοί, πολυκατοικίες που αντικατέστησαν χαμόσπιτα, πράσινο που θυσιάστηκε στο βωμό της ανάπτυξης, καταστήματα μεγάλα κάθε είδους που ξεφυτρώνανε στους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες.

    – Πέρασαν τα χρόνια! Είπε συλλογισμένος ο παππούς.

    – Πέρασαν! Είπε κι ο Γιάννης. Πώς σου φαίνεται;

    – Όπως όλοι οι υγιείς οργανισμοί τον καιρό της ακμής τους. Γιατροί είμαστε και ξέρουμε· τον καιρό της νιότης ο χρόνος είναι βοηθός και σύμμαχος. Τον καιρό της παρακμής… Αν η οικονομία πάει καλά, η πόλη αναπτύσσεται, μεγαλώνει κι εκπολιτίζεται. Αυτή είναι η δική μας περίπτωση. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να έχει βελτιωθεί. Κι αυτή η βελτίωση γίνεται ολοφάνερη όταν την άφησες νέος και την ξαναβρίσκεις μετά από εξήντα χρόνια!

    Ουσιαστικά η πόλη του ήταν εντελώς ξένη. Οι άνθρωποι άγνωστοι, οι δρόμοι και τα κτίρια αγνώριστα! Το μόνο που του έμεινε ήταν οι αναμνήσεις του, αλλά κι αυτές σαν να αιωρούνταν στο κενό. Έλειπε ο τόπος αναφοράς, οι πρωταγωνιστές τους, τα μέσα που χρησιμοποιούσαν! Όλα άλλαξαν ή έφυγαν. Ακόμα κι η Σούλα νεκρή!

    – Τι λες; Πάμε σε κανένα ταβερνάκι; Είπε στον εγγονό του.

    – Πάμε! Έχω και μια πείνα παππού!

    Πριν το ταξίδι κι εκείνος ονειρευόταν μια ντόπια σπεσιαλιτέ σ’ ένα παραδοσιακό ταβερνάκι. Τώρα όμως ούτε καν τόλμησε να το προτείνει. Μετά από τόσα χρόνια και με τέτοια ανάπτυξη πώς να σωθούν τα παραδοσιακά φαγητά; Θα τα έφαγε κι αυτά η εξέλιξη, σκέφτηκε, αλλά η πραγματικότητα κάπως αλλιώς τα ρύθμισε τα πράγματα. Βρήκαν τελικά κάποιους παραδοσιακούς μεζέδες, που τώρα όμως ήταν σερβιρισμένοι σε σύγχρονα πιάτα, αλλά κρατούσαν κάτι από την παλιά παραδοσιακή γεύση και συνόδεψαν το ντόπιο τσίπουρο.

    Λίγο όμως η κούραση του ταξιδιού, λίγο τα χρόνια και το στρεσάρισμα του παππού από τις τόσες συγκινήσεις έφεραν την κούραση και τη νύστα κι αποφάσισαν να γυρίσουν στο ξενοδοχείο. Ο μεγάλος Γιάννης ανέβηκε στο δωμάτιό του, για να κοιμηθεί, κι ο μικρός «έμεινε στο μπαρ για κανένα ποτό».

    Ήθελε να κάνει και καμιά βόλτα στην πόλη, να δει πιο πολύ τους ανθρώπους της και τη νυχτερινή της ζωή. Αυτό όμως δεν ήθελε να το ξέρει ο παππούς, για να μη νοιώθει ανασφάλεια. Γι’ αυτό του είπε πως θα μείνει στο μπαρ.

    – Αν χρειαστείς κάτι, πάρε με στο κινητό, είπε στον παππού του και τον καληνύχτισε.

    Το πρωί πρώτος ο μεγάλος Γιάννης κατέβηκε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για το πρωινό του. Είχαν ήδη τηλεφωνηθεί με τον άλλο Γιάννη κι είχαν συνεννοηθεί να βρεθούν στη κατάλληλη σάλα.

    Σε λίγο συναντήθηκαν. Κεφάτος και ξεκούραστος ο νέος, βαρύς και κουρασμένος ο παππούς. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Πάλευε με τις ευτυχισμένες και τις δύσκολες μέρες του πέρασε στην πόλη, συναντιόταν και χάνονταν με τα φαντάσματα του παρελθόντος κι αναρωτιόνταν αν έκανε καλά που ταλαιπώρησε το παιδί δυο μέρες για μιαν επίσκεψη ανώφελη. Είχε κιόλας μαζέψει τα ρούχα του κι είχε έτοιμη τη βαλίτσα του για το δρόμο της επιστροφής.

    – Και τώρα τι κάνουμε παππού; Ρώτησε ο εγγονός του μόλις τελείωσε το πρωινό.

    – Λέω σιγά-σιγά να τα μαζεύουμε. Θα περάσουμε φεύγοντας κι από το νεκροταφείο μήπως δω εκεί κανένα γνωστό,  είπε με πικρό χαμόγελο ο παππούς, και κατηφορίζουμε. Αλλιώς τα υπολόγιζα κι αλλιώς ήρθαν! Δε βαριέσαι.

    Ήταν κατά τις έντεκα, όταν σταμάτησαν κοντά στην είσοδο.

    – Περίμενε λίγο να δω τι γίνεται! Είπε ο μεγάλος Γιάννης.

    Κατέβηκε και κατευθύνθηκε σ’ ένα γραφείο. Δεν άργησε να βγει. Έκανε, σοβαρός, νόημα στον εγγονό του να περιμένει λίγο. Γύρισε μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια στα χέρια.

    – Θα μπω λίγο να επισκεφτώ μια φίλη!

    Είπε σα να πήγαινε σε κάποια κοσμική εκδήλωση! Δε θ’ αργήσω. Αν δεις σε δέκα λεπτά και δε βγαίνω, θα πει πως κάποιος προσπαθεί να μα κρατήσει! Τον πείραξε και του έκλεισε πονηρά το μάτι.

    Όταν όμως πια βρέθηκε έξω από το οπτικό πεδίο του εγγονού του, έπαψε να υποκρίνεται και με βλέμμα σχεδόν υγρό από τη συγκίνηση έψαχνε να βρει τη Σούλα! Κάποια στιγμή σταμάτησε μπροστά σε μια κυρία που τον κοιτούσε χαμογελαστή πίσω από το τζάμι του κάδρου. Δεν ήταν σίγουρος πως αυτή ήταν η δική του Σούλα. Αναγκάστηκε να διαβάσει το όνομα της νεκρής, για να βεβαιωθεί πως δεν έκανε λάθος! Πλησίασε κι όλος συγκίνηση τοποθέτησε την ανθοδέσμη του στο κατάλληλο ανθοδοχείο που, κενό πια, στεκόταν υπομονετικά δίπλα στη φωτογραφία της και περίμενε τον περαστικό να το γεμίσει. Τούτος ο περαστικός τούτη τη φορά ήταν αυτός!

    Την κοιτούσε και προσπαθούσε ν’ αφαιρέσει όσα ο χρόνος της πρόσθεσε, για να τη φέρει πίσω, σ’ εκείνη την παλιά εποχή, όταν νέα παιδιά βρέθηκαν να σπουδάζουν, να συνυπάρχουν, ν’ αγαπιούνται, να ονειρεύονται, να ζουν! Ύστερα, επειδή δεν μπορεί όλα στη ζωή να είναι θετικά, εμφανίστηκαν οι δυσκολίες, κάποιες αντιμετωπίσιμες-κάποιες ανυπέρβλητες, και τα λάθη που άλλα περνούν απαρατήρητα κι άλλα σημαδεύουν καθοριστικά τη ζωή.

    – Χαθήκαμε, Σούλα! Χαθήκαμε! Είπε δακρυσμένος, με τη βεβαιότητα του ανθρώπου που μιλά και δεν τον ακούνε. Ήταν πρακτικός άνθρωπος ο παππούς και δεν είχε μεταφυσικές ανησυχίες για δεύτερη ζωή. Άρχισε να θολώνει ανεπαίσθητα το τζάμι της κορνίζας! Μετά συνειδητοποίησε πως γενικώς θόλωνε το τοπίο γύρω του κι ύστερα κατάλαβε πως όλο τούτο ήταν το δάκρυ που δεν τον άφηνε να δει!

    – Είσαι καλά;

    Ήταν η φωνή του Γιάννη που τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Δεν ήθελε να φανεί αδιάκριτος κι άφησε τον παππού του να κινηθεί μόνος του. Αλλά, επειδή φοβόταν μήπως δεν αντέξει τη συγκίνηση, τον παρακολουθούσε από μακριά και τον επιτηρούσε διακριτικά.

    Σκούπισε τα δάκρυά του ο παππούς. Την κοίταξε για τελευταία φορά και με βήμα ασταθές βάδισε προς τον εγγονό του, ο οποίος τον περίμενε διακριτικά.

    – Πάμε, Γιάννη μου! είπε.

    Γαλάτσι 06/04/2023

    Mpetis
    Mpetis

    (*) Ο Γιώργος Δ. Μπέτης είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο Γαλάτσι με την παράταξη “Γαλάτσι από Κοινού” και υποψήφια δήμαρχο την Αγγέλικα Σαπουνά.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --