17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Η απόφαση

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    -Είναι φορές που ο άνθρωπος σε κάνει να στέκεσαι εκστατικός μπρος στο μεγαλείο του κι άλλες που, σαν τον κοιτάς, σκέφτεσαι πως δεν μπορεί να υπάρχει φοβερότερο ζώο από την αφεντιά του. Εκεί που τον βλέπεις να σηκώνεται, να γιγαντώνεται και να τραντάζει γη κι ουρανό, εκεί σέρνεται σαν το σκουλήκι μέσα στα χώματα και τις λάσπες. Κανένα ζώο δεν έχει την ικανότητα να παρουσιάζει τέτοιες αντιφάσεις.

    Μιλούσε ο Κοσμάς ο Ραχίλης, ένας σαραντάρης άντρας. Γύρω του ήταν μαζεμένα σαν κλωσόπουλα η συντρόφισσά του και τα τρία τους παιδιά. Η Μόρφω, δεκαπέντε χρονών, η Κική, δεκατριών, κι Βασιλάκης, μωράκι στην κούνια.

    -- Διαφήμιση --

    Ο αέρας λυσσομανούσε κι έκανε το τσαντίρι τους να τρέμει, η βροχή μαστίγωνε την άσφαλτο του διπλανού δρόμου και τα δέντρα του μικρού πάρκου, όπου είχαν στήσει το σπιτικό τους.

    – Μωρέ δεν κοιτάς, λέω εγώ, να βρεις τίποτα δανεικά ν’ αγοράσουμε κάνα τροχόσπιτο, παρά κάθεσαι και μας αραδιάζεις φιλοσοφίες, είπε η γυναίκα του, μια όμορφη ψηλή τριανταπεντάρα ξανθιά. Δε βλέπεις τα παιδιά που ’χουνε ξεπαγιάσει;

    -- Διαφήμιση --

    Της χαμογέλασε με κατανόηση.

    – Ας πούμε πως βρίσκουμε τα λεφτά και πως το παίρνουμε το τροχόσπιτο. Με τι θα το μεταφέρουμε; Πού θα το πάμε; Αυτό το σκέφτηκες; Κι αν είναι να βρω δανεικά, γιατί να μη νοικιάσουμε ένα ισόγειο;

    – Κάνε ό,τι θέλεις, αλλά κάνε κάτι. Δεν μπορούμε άλλο πια εδώ μέσα!

    Είχαν περάσει είκοσι μέρες από τότε που ο σεισμός τους είχε ξεσπιτώσει. Θυμόταν καλά το ταρακούνημα του σπιτιού, το τρίξιμο των τοίχων, τη δική του τρομάρα και τον πανικό των δικών του. «Μπόρα είναι, θα περάσει», είχε πει τότε.

     Ύστερα, σαν άκουσε τις ειδήσεις στο ραδιοφωνάκι τους, στήριξε όλες του τις ελπίδες στο κράτος. Τι διάολο κράτος είν’ αυτό; Δεν έχει τάχα τη δύναμη «ν’ αποκαταστήσει» μερικές χιλιάδες πολίτες του; Είδε μετά και τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς που τους επισκέφτηκαν, τονώθηκε από τα καλά τους λόγια και στήριξε όλες του τις ελπίδες σ’ αυτούς. Να και δάνεια, να και σκηνές, να κι ευκολίες, να και τρόφιμα! Αυτό είναι κράτος!

    Πέρασαν όμως μέρες κι ούτε το κράτος ούτε η εκκλησία ούτε τα διάφορα φιλανθρωπικά σωματεία βρέθηκαν δίπλα τους! Ευτυχώς που είχε στην άκρη κάποια χρήματα κι αγόρασε μια σκηνούλα. Ακριβή βέβαια, αλλά βάζεις το κεφάλι σου μέσα. Ύστερα έμαθε πως οι έμποροι πουλούσαν τ’ αντίσκηνα τρεις φορές πιο ακριβά απ’ την κανονική τους τιμή! Αγανάκτησε, αλλά μετά συλλογίστηκε πως άνθρωποι είναι κι αυτοί, μια φορά τούς τυχαίνει να βγάλουν λεφτά! Τι να κάνουν;  

    – Κάνε ό,τι θες! Ωραία κουβέντα, βρε γυναίκα! Τι να κάνω δηλαδή; Ποιος μου δανείζει; Και με τι εγγύηση; Βλέπεις, η οικοδομή σταμάτησε πια. Γιατί να χτίσω, σου λέει ο άλλος· για να μου το γκρεμίσει ο σεισμός;

    – Κι εμείς τι θα γίνουμε;

    – Αυτό σκέφτομαι κι εγώ. Τι νομίζεις;

    – Σκέφτεσαι, αλλά δε βλέπω να κάνεις κάτι! 

    – Εγώ μια φορά, πετάχτηκε η Μόρφω που ως τώρα παρακολουθούσε βουβή την κουβέντα, απ’ αύριο θα φύγω.

    Κοιτάχτηκε τ’ αντρόγυνο στα μάτια γεμάτο αγωνία.

    – Και πού θα πας; Είπε ο πατέρας.

    – Ο γείτονάς μας, ο κυρ Βασίλης, έχει ένα εξοχικό και μου ’πε, αν θέλω, να πάω να μείνω, είπε το κορίτσι.

    Ο Κοσμάς κοκκίνισε απ’ την κορφή ως τα νύχια κι άρχισε να τρέμει. Ήξερε καλά τι μουρντάρης ήταν το γεροντοπαλίκαρο που καθόταν απέναντί τους.

    – Α, τον πορνόγερο! Φώναξε αγανακτισμένος. Ώστε σου είπε να πας στο εξοχικό του! Λοιπόν! Αν το κουνήσεις από ’δω σε σφάζω κι εσένα κι αυτόν τον πούστη. Εσύ δε μιλάς, μωρή; Είπε γυρνώντας στη γυναίκα του.

    – Τι να πω; Του απάντησε κι άρχισε να κλαίει.

    – Τι να πεις; Έμεινε για λίγο συλλογισμένος. Ε, λοιπόν, είπε ύστερα σιγά, ανάβοντας τσιγάρο με χέρια που τρέμαν, θα πω εγώ. Αύριο πρωί-πρωί τα μαζεύουμε και γυρνάμε στο σπίτι μας.

    – Στο σπίτι μας; Ρώτησαν και τα τρία θηλυκά μαζί.

    – Στο σπίτι μας! Και σκασμός! Ξέρω ότι, αν γίνει ένας μεγάλος σεισμός, κινδυνεύουμε. Όπως κινδυνεύουν κι οι άλλοι. Ξέρω ότι ίσως χρειαστεί να ρίξω, αύριο κιόλας, το μεσότοιχο που είναι ραγισμένος. Προτιμώ όμως να πεθάνω μια φορά, παρά να πεθαίνουμε όλοι κάθε μέρα. Άλλωστε τα χαλάσματα κάποτε θα χτιστούν κι οι δουλειές σύντομα θ’ ανοίξουν.

    – Εγώ δεν έρχομαι, είπε η Μόρφω.

    Γύρισε, την κοίταξε άγρια και το χέρι του βαρύ έπεσε στο μάγουλό της. Εκείνη έβαλε τα κλάματα, το μωρό ξύπνησε κι άρχισε να κλαίει κι εκείνο. Η γυναίκα του κι η Κική κατέβασαν το κεφάλι. Ήξεραν πως, σα θυμώσει, δε σηκώνει κουβέντα.

    – Ακούστε το καλά κι οι τρεις σας, μούγκρισε. Μπορεί να βρέθηκα στα δυο στενά, μπορεί να βρεθώ ακόμα και μπροστά στο θάνατο, αλλά το σπίτι μου μπουρδέλο δε θα το κάνω. Και γυρνώντας προς τη Μόρφω:

    – Βαλ’ το καλά στο μυαλό σου, κακομοίρα μου. Αν πρόκειται να σε δω καλοντυμένη και καλοζωισμένη, αλλά πουτάνα, προτιμώ να σε δω στον τάφο! Δε θ’ αφήσω τον κάθε κερατά να σε σέρνει από ’δω κι από ’κει! Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ! Όσο για τον κύριο Βασίλη, είπε τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές της λέξης «κύριος», θα τον κανονίσω εγώ.

    Έτρεμε σύγκορμος.

    Η Μόρφω έκλαιγε με λυγμούς κι οι άλλες δυο τον κοιτούσαν φοβισμένες. Ύστερα η γυναίκα του σηκώθηκε αργά και, για πρώτη φορά μπροστά στα παιδιά, τον φίλησε στο στόμα. Ένα δάκρυ γυρόφερνε στ’ ασπράδι του ματιού της και δεν έλεγε να πέσει.

    – Κοσμά μου! είπε έπειτα. Κοσμά μου!

    Και γυρνώντας προς τα παιδιά:

    -Να θυμάστε καλά, αν ζήσουμε τελικά, τούτη τη βραδιά. Να τη θυμάστε και να ’στε περήφανες για τον πατέρα σας.

    Μετά, κοιτάζοντας κατάματα τον άντρα της:

    – Όχι, αγάπη μου, δε θα φύγουμε αύριο. Τώρα θα φύγουμε! Είπε τονίζοντας μία-μία τις τελευταίες λέξεις.

    Εκείνος μαλάκωσε. Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία και την ηρεμία που συνήθως τον διέκρινε.

    – Άιντε, είπε. Μαζεύτε τα.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --