17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Η επιστροφή

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης. Φωτογραφία εξωφύλλου Franz Hubmann – Trattoria in Trastevere, Rome (1957)

    Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τον καιρό που έφυγε από το σπιτάκι, όπου πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια. Λίγο οι ανώτερες σπουδές σ’ άλλη πόλη, λίγο η αγωνία για επαγγελματική αποκατάσταση κι η ασθένεια των γονιών του, τον απομάκρυναν σχεδόν οριστικά από την πόλη που γεννήθηκε και τον υποχρέωσαν να εγκατασταθεί σε άλλη, μεγαλύτερη, όπου υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες.

    Δυο δωμάτια όλα κι όλα, ένα χολ κι ένα μικρό μπάνιο αποτελούσαν την κατοικία. Το ένα, σχετικά πιο μεγάλο, ήταν η κουζίνα και ταυτόχρονα η κρεβατοκάμαρα των γονιών του και το άλλο, το δικό του δωμάτιο, ήταν ταυτόχρονα η κρεβατοκάμαρα και το γραφείο του, αλλά και ο χώρος όπου έπαιζε με τους φίλους του τις κρύες μέρες του χειμώνα ή εκείνες που έβρεχε κατά τις άλλες εποχές του χρόνου, κυρίως την άνοιξη και το φθινόπωρο. Γιατί βρέχει πολύ στα βόρεια και δυτικά της χώρας!

    -- Διαφήμιση --

    Αυτές λοιπόν τις βροχερές μέρες, που κατά κανόνα ήταν οι μισές του χρόνου, αφού μόνο τέσσερις περίπου μήνες είχε λιακάδες συνεχείς, το ταβάνι του σπιτιού «νότιζε», όπως περιέγραφε η μάνα του μονολεκτικά την υγρασία που ήταν μόνιμα εγκατεστημένη σ’ αυτό και καμιά φορά μούχλιαζε και πρασίνιζε την επιφάνειά του. Εκείνη έλεγε πως στο μεγαλύτερο ποσοστό ήταν σταγόνες από την κατσαρόλα που χρησιμοποιούσε για το μαγείρεμα στο δικό της δωμάτιο, όπου και μαγείρευε χωρίς να έχει απορροφητήρα για τους υδρατμούς, αλλά η πραγματικότητα ήταν πως το ταρατσάκι της οροφής δεν ήταν πλήρως στεγανό και το νερό κατάφερνε να περνά, αφού μόνωση δεν υπήρχε.

    Άλλωστε το σπίτι της ιδιοκτήτριας, που ήταν πιο καλό, δεν είχε υγρασία, παρόλο που κι αυτή δεν χρησιμοποιούσε απορροφητήρα. Άνοιγε απλά το παράθυρο που βρισκόταν κοντά στην ηλεκτρική κουζίνα κι οι υδρατμοί έβγαιναν στην αυλή. Κι η μάνα του άνοιγε το παράθυρο την ώρα που μαγείρευε στο μάτι υγραερίου, μα άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας! Εκείνης το σπίτι στεγανό, των νοικάρηδων σχεδόν μούσκεμα! Υπήρχαν μέρες που ακόμα και οι κουβέρτες ήταν υγρές!

    -- Διαφήμιση --

    Σ’ αυτό, λοιπόν, το σπίτι καθόταν με τους φίλους του για να διαβάσει τ’ απογεύματα ή να παίξουν τις Κυριακές και τις γιορτές που δεν είχαν σχολείο. Σ’ αυτό το στενό χώρο οργάνωναν και τις γιορτές της παρέας, όταν οι γονείς φεύγανε το Σαββατόβραδο για το χωριό και γυρνούσαν Κυριακή βράδυ.

    Μαζευόταν η παρέα, καμιά δεκαριά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, για ν’ ακούσουν μουσική ή να χορέψουν ή απλά να κάνουν παρέα. Πικάπ είχε ο γιος της νοικοκυράς, που ήταν φίλος του. Έτσι έβαζαν κάποιους δίσκους κι άκουγαν τραγούδια ξένα ή κι ελληνικά, χορεύανε καμιά φορά με τα κορίτσια κι αλλάζαν στα κλεφτά κανένα φιλί, όταν έσβηναν το φως του δωματίου κι έμενε ανοικτό μόνο το φως του χολ, παρά τη συμφωνία που είχαν κάνει με την κυρία Στέλλα, τη νοικοκυρά! Γιατί η μάνα του τού είχε πει πως, κατά τη διάρκεια της απουσίας των γονιών του, θα πρέπει να μη δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στη σπιτονοικοκυρά.

    – Κοίτα, φουκαρά μου, μη δημιουργήσεις κανένα πρόβλημα στη γειτονιά! Σε λιάνισα!

    Και του έδειχνε με το κεφάλι της απέναντι, προς το σπίτι της κυρίας Στέλλας.

    – Μα θα είμαι με το Ντίνο!

    – Καλά! Έδεσα το γάιδαρό μου στο σινάπι τώρα! Μην ξαναπώ τα ίδια. Έγινα κατανοητή! Έτσι; Αλλιώς θα πω στον πατέρα σου πως δε θα πάω στο χωριό!

    Και μόνο η απειλή ότι θα το πει του πατέρα, ήταν αρκετή για να συμφωνήσουν. Ήξερε πως ο πατέρας του δούλευε σκληρά και πως αυτό το ταξίδι στο χωριό θα τον ευχαριστούσε και δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι. Με τον πατέρα του δεν έλεγαν πολλά, αλλά μπορούσαν να συνεννοηθούν. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε και γιατί δούλευε πολύ και γιατί δεν του έκρυβε τίποτα και γιατί έκανε ό,τι μπορούσε για να του εξασφαλίσει μια όσο γινόταν υποφερτή ζωή. Θυμόταν ακόμη μια παλάμη ανοιχτή με χαρτονομίσματα και κέρματα, όταν ήταν στα δύσκολα κι αυτός ήθελε να βγει μα φίλους του κάποιο Σαββατόβραδο.

    – Αυτά είναι. Πάρε όσα θέλεις! Του έλεγε.

    Κι αυτός έπαιρνε όσα λιγότερα μπορούσε, γιατί ήξερε πως δεν υπήρχαν άλλα.

    Η μάνα του έλεγε πολλά, αλλά και γνώμη άλλαζε κι εύκολα συγχωρούσε στον κανακάρη της. Ο άλλος όμως, ο πατέρας του, δε μιλούσε πολύ, αλλά στενοχωριόταν όταν έβλεπε πως, ενώ αυτός μιλούσε λογικά, ο συνομιλητής του δεν τον υπολόγιζε! Κι αυτό δεν ήθελε να το κάνει αυτός στον πατέρα του.

    *

    Ο Ντίνος, μηχανολόγος μηχανικός πιά εδώ και χρόνια, εξακολουθούσε βεβαίως να είναι φίλος του, αν και μένανε σε διαφορετικές πια πόλεις. Οικονομικά τώρα δεν είχαν τη μεγάλη απόσταση που υπήρχε τότε που ήταν έφηβοι. Όταν αυτός βρέθηκε στην πόλη του το καλοκαίρι, συμφώνησαν να συναντηθούν και να πιούν κανένα ουζάκι σε κάποια από τα παλιά τους στέκια που υπήρχε ακόμη και δεν υποτάχτηκε στις επιταγές της προόδου. Το ένα ποτό έφερε τ’ άλλο και στο τέλος πήγαν να δουν το σπίτι που μένανε παλιά. Κανείς τους δεν έμενε πια εκεί. Έμενε ακατοίκητο περιμένοντας τις μπουλντόζες για να γκρεμιστεί και να εκμοντερνιστεί.

    Οι γονείς και των δυο είχαν πριν χρόνια εγκαταλείψει τούτο τον κόσμο. Υπήρχαν όμως οι μνήμες μιας ζωής δύσκολης που ακόμα ήταν παρούσα σε τούτα τα ντουβάρια. Οι κινήσεις του πατέρα του καθώς πήγαινε κι ερχόταν στη δουλειά, της μάνας του που καθάριζε το σπίτι και την τσιμεντένια αυλή, η μυρωδιά του φαγητού που έβραζε στην κουζίνα της κυρίας Στέλλας, η τσιριχτή φωνή της όταν τους φώναζε να μπουν να διαβάσουν ή τους μάλωνε, όλα ήταν παρόντα! Μόνο οι άνθρωποι λείπανε.

    – Δε μου λες, είπε στο Ντίνο, εκείνος ο τοίχος ο φονιάς, που έφαγε τη Λίνα, υπάρχει ακόμα;

    Η Λίνα κι ο χαμός της ήταν μια θλιβερή ιστορία. Ένα πανέμορφο κοριτσάκι, δυο-τρία χρόνια πιο μικρό απ’ αυτούς, που έκαναν παρέα στη γειτονιά, πήγαινε τότε στην πρώτη γυμνασίου και προσπαθούσε να μάθει ποδήλατο. Στην αρχή τη βοηθούσε κάποιος κρατώντας το, ώσπου να μάθει να ισορροπεί. Σαν τα κατάφερε, σκέφτηκε να το βάλει στην κατηφόρα, για να μπορεί πιο άνετα να κινεί τα πετάλια. Πήρε λοιπόν το ποδήλατο μιας φίλης της και το έβαλε στον κατηφορικό δρόμο, χωρίς να ξέρει πως αυτό φρέναρε με το πετάλι! Ήταν αυτό που λέγανε «κόντρα». Όταν άρχισε να κατηφορίζει, κατάλαβε πως δεν μπορούσε να το σταματήσει, αλλά ήταν πια αργά. Με την ταχύτητα που είχε κι που διαρκώς μεγάλωνε έφτασε στο τέλος του δρόμου κι έπεσε στον τοίχο που υπήρχε εκεί.

    Στο τέρμα λοιπόν του δρόμου τερμάτισε κι η μικρή ζωή της καημένης της Λίνας και βύθισε στο πένθος ολόκληρη τη γειτονιά και την πόλη γενικότερα. Γιατί στις μικρές πόλεις τέτοια γεγονότα είναι συγκλονιστικά κι η κοινότητα συμμετέχει στο πένθος των ανθρώπων. Οι άνθρωποι γνωρίζονται κι ανθρώπινα αντιδρούν στα δύσκολα!

    – Κι η Φρόσω; Ρώτησε το Ντίνο.

    – Τι θυμήθηκες τώρα! Έχει πεθάνει πριν πολλά χρόνια! Μπορεί και δέκα!

    – Είχε παντρευτεί;

    – Βέβαια! Είχε και δυο παιδιά. Τώρα πρέπει να είναι τριαντάρηδες!

    – Τι μου λες!

    Κι αυτή ήταν μια άλλη ιστορία! Παιδικός πλατωνικός έρωτας! Του άρεσε πολύ η Φρόσω, αλλά δεν τολμούσε να την πλησιάσει. Λίγο η εφηβική ατολμία, λίγο η κοινωνική διαφορά, αφού ο πατέρας της ήταν γνωστός μεγαλοδικηγόρος της πόλης κι ο παππούς της διακεκριμένος αγιογράφος, ενώ ο δικός του πατέρας ήταν φτωχός βιοπαλαιστής, τον εμπόδιζαν να βρεθεί κοντά της. Υπήρχαν ασφαλώς κοινοί φίλοι και συμμαθητές, αλλά δε βρέθηκαν ποτέ μαζί παρόλο που εκείνος θα το ήθελε πολύ! Γι’ αυτό και στεναχωρήθηκε για το χαμό της. Σκεφτόταν τις δυσκολίες και τις αδικίες της ζωής και το ανθρώπινο μέλλον που είναι αβέβαιο και σου στήνει απρόβλεπτες παγίδες.

    – Να μπούμε και μέσα;

    Ο Ντίνος τον ξανάφερε στην πραγματικότητα.

    – Να μπούμε.

    Ο Ντίνος έσπρωξε την πόρτα, που υποχώρησε τρίζοντας, και βρέθηκαν στο χολ. Στο βάθος του φαινόταν το μπάνιο, μια τουαλέτα, μια ντουζιέρα με την αποχέτευσή της κι ένα νιπτήρα. Σ’ αυτό το μπάνιο πήγαινε και κάπνιζε, εκμεταλλευόμενος το ότι κι ο πατέρας του, που ήταν φανατικός καπνιστής, κάπνιζε κι έτσι καλυπτόταν η μυρωδιά και του δικού του τσιγάρου. Δεξιά του η κουζίνα, που ήταν και δωμάτιο των γονιών του, κι αριστερά του το δικό του δωμάτιο. Όπως ήταν ανοιχτές οι δυο πόρτες κι αυτός ήταν στη μέση, έβλεπε ολόκληρο το διαμέρισμα. Του φάνηκε απελπιστικά μικρό και πολύ χαμηλοτάβανο!

    Σήκωσε τα μάτια του κι είδε τα ίχνη από τις γνώριμές του σταγόνες νερού που βρίσκονταν τον καιρό των βροχών στο ταβάνι. Θυμήθηκε τη μάνα του που το σκούπιζε καθημερινά, προσπάθησε να φανταστεί πώς έζησαν εκεί τρεις άνθρωποι τόσα χρόνια και τον πήραν τα κλάματα. Τόση ώρα προσπαθούσε να κρατηθεί, γιατί δε θεωρούσε πρέπον να κλάψει για όσα είχαν συμβεί πολλές δεκαετίες πριν. Άλλο όμως η επιθυμία των ανθρώπων κι άλλο η δυνατότητά τους να συγκρατηθούν! Όπως, όταν τα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό κι η μέρα σκοτεινιάζει,  ξεσπά μπόρα φοβερή, έτσι κι αυτός άρχισε να κλαίει γοερά γι’ αρκετά λεπτά χωρίς σταματημό!

    – Πώς ζούσαμε εδώ;

    Ήταν η ερώτησε που επαναλάμβανε συνεχώς, σχεδόν μηχανικά. Και σ’ αυτή συμπυκνώνονταν όλα όσα τόσα χρόνια έζησαν, όσα πάλεψαν να πετύχουν κι όσα πέτυχαν, τους στόχους που έθεσαν και αναγκάστηκαν να ματαιώσουν, όσα ήθελαν, μα δεν τα πήραν, γενικά τη ζωή του, που, τελικά, μετά από μεγάλον αγώνα και πολλές θυσίες, υποχρεώθηκε να τους χαμογελάσει.

    Πέρασαν έτσι κάμποσα λεπτά. Ο Ντίνος όλη αυτή την ώρα, σκεφτικός και λίγο σαστισμένος, έμενε παράμερα και τον άφησε να ξεσπάσει. Όταν είδε πως το πρώτο κύμα πέρασε, τον πλησίασε και τον αγκάλιασε.

    – Πάμε; Είπε.

    – Πάμε.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --