19.3 C
Galatsi
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Συναπάντημα στη λαϊκή

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Συννεφιασμένο φθινοπωρινό μεσημέρι κι οι κάτοικοι της συνοικίας συνωστίζονταν στους πάγκους των μικροπωλητών της λαϊκής αγοράς, άλλοι για να επωφεληθούν και να ψωνίσουν φτηνά τα  τρόφιμα της εβδομάδας κι άλλοι για να προλάβουν να τελειώσουν τις αγορές τους πριν ξεσπάσει η μπόρα που ήταν ολοφάνερο πως θα ερχόταν σε λίγο. Αυτός ο φόβος έκανε και τους εμπόρους βιαστικούς και τους υποχρέωνε να ρίξουν πιο πολύ τις τιμές των προϊόντων τους, για να προλάβουν να φύγουν πριν βραχούν.

    Στον πάγκο του Πακιστανού με τις ντομάτες είχαν μαζευτεί αρκετοί αγοραστές και σχεδόν έσπρωχναν ο ένας τον άλλο για να βρεθούν μπροστά και να διαλέξουν. Ήταν, βλέπεις, φτηνές, αλλά και “υπαίθριες” οι ντομάτες του. Πολλές ηλικιωμένες κυρίες στραβοκοίταζαν η μια την άλλη, όταν κατά λάθος σκουτιόντουσαν για την προτεραιότητα.

    -- Διαφήμιση --

    -Σιγά, βρε Μαίρη, πώς κάνεις έτσι;

    Η ανάγκη όμως να τελειώνουν δεν τους επέτρεπε να συνεχίζουν το διάλογο, που συνήθως τελείωνε πριν αρχίσει μ’ ένα συγγνώμη!

    -- Διαφήμιση --

    Ο Αλέκος, τριανταπεντάρης σχεδόν, περίμενε την ευκαιρία να χωθεί ανάμεσα στο ανυπόμονο πλήθος και ν’ αγοράσει κι αυτός τις αναγκαίες ντομάτες. Τ’ απειλητικά σύννεφα τον έκαναν να μην κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, αλλά να προσηλώνεται στο “στόχο”, που δεν ήταν άλλος από τον  κατακόκκινο σωρό πάνω στον πάγκο.

    Είχε άδεια αυτή τη μέρα, γιατί το παιδάκι του είχε παρουσιάσει κάποια ίωση κι έπρεπε να μείνει στο σπίτι. Παρακάλεσαν λοιπόν την κυρία, που το πρόσεχε τις ώρες που δεν πήγαινε στον παιδικό σταθμό, να έρθει κάπως νωρίτερα κι αποφάσισαν να πάρει τούτη τη φορά άδεια αυτός, αφού η “μαμά” είχε ήδη λείψει πολλές μέρες και δε θα ’ταν σωστό και πάλι ν’ απουσιάσει. Με την ευκαιρία λοιπόν αυτή σκέφτηκε να πάει και στη λαϊκή αγορά. Ο πυρετός είχε ήδη υποχωρήσει κι ο μικρός ήταν ήσυχος. Μπορούσε, συνεπώς, να τον αφήσει για λίγο στην κυρία Τασία και να βγει να ψωνίσει.

    Ο Πακιστανός επιτέλους πέταξε μια σακούλα μπροστά του κι εκείνος την άρπαξε στον αέρα και βάλθηκε να τη γεμίζει με ολόφρεσκες ντομάτες. Γύρω του το ανθρώπινο μελισσολόι εξακολουθούσε να σπρώχνεται, να βιάζεται, να λογοφέρνει, αλλ’ αυτός προσηλωμένος στην αποστολή του·στις ντομάτες!

    Ξαφνικά ένιωσε στην πλάτη του ένα σκούντημα: ένα δάχτυλο τον χτυπούσε τρεις φορές! Σάστισε και μονομιάς σταμάτησε τη διαλογή. Το μυαλό του κόλλησε στο χτες, πριν δέκα περίπου χρόνια! Το χτύπημα ήταν γνωστό, αφού έτσι τον χτυπούσε η κοπέλα του, κάθε φορά που ήθελε να του κάνει έκπληξη ή να του επιστήσει την προσοχή του σε κάτι. Είναι δυνατόν; σκέφτηκε.

    Το ερωτηματικό του, βέβαια, δεν είχε να κάνει με το χρόνο. Φυσικό είναι κάποιοι άνθρωποι να ξανασυναντηθούν έστω και μετά από δέκα χρόνια! Δε θα ήταν κάτι τόσο σπάνιο.  Όμως του φαινόταν απίθανο να θέλει εκείνη να μιλήσουν ξανά, αφού με δική της θέληση χωρίσαν.

    Αποφάσισε, λοιπόν, μετά το πρώτο σοκ, ν’ αγνοήσει το χτύπημα και να συνεχίσει να διαλέγει τις ντομάτες του. Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω σε γεγονότα και περιστάσεις που τον πονέσανε και τον πονούσαν ακόμη. Όμως το χτύπημα επαναλήφθηκε κι εκείνος, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του, γύρισε για ν’ αντιμετωπίσει την καινούρια πραγματικότητα.

    – Είπα κι εγώ· τέτοια ομοιότητα πια!

    Ήταν εκείνη! Στεκόταν απέναντί του μ’ εκείνο το θράσος που τη χαρακτήριζε πάντα! Όμορφη, βέβαια, αν και κάπως καταβεβλημένη, αφού κι αυτή κόντευε τα σαράντα. Την κοιτούσε άναυδος σκεπτόμενος τα χρόνια που βρίσκονταν μαζί κι ένιωθε μια πίκρα στο στόμα του, σαν να είχε πάρει φαρμάκι.

    Ήταν τότε που είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο και παρακολουθούσε το μεταπτυχιακό του. Όλα κυλούσαν ομαλά κι οι δυο τους ανέμελοι κάνανε όνειρα για το αύριο που θα ερχόταν. Η Τίνα, έτσι την έλεγαν, θα έβρισκε μια καλή δουλειά, αφού οι γνώσεις κι ικανότητες δεν της έλειπαν κι αυτός θα τελείωνε το μεταπτυχιακό, τη στρατιωτική του θητεία και θα προσπαθούσε να σταδιοδρομήσει ως διευθυντικό στέλεχος κάποιας εταιρίας, αφού ήδη, ως μεταπτυχιακός φοιτητής, είχε αρκετές προτάσεις!

    Αυτά σχεδιάζανε οι άνθρωποι! Η φύση όμως άλλες προθέσεις είχε! Γιατί στα όνειρα των νέων παρενέβαινε μια μικρή λεπτομέρεια, που συχνά θεωρείται δεδομένη: Η υγεία! Θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα τα σχέδιά τους εάν ήταν αυτοί καλά! Μα ο Αλέκος έπαψε να είναι υγιής κι κατάσταση αυτή ανέτρεψε τα πάντα.

    Τυχαία, μια εξέταση αίματος εξήγησε πειστικά τα συμπτώματα που παρουσίαζε τότε και τον έφερε σε φοβερό αδιέξοδο. Λευχαιμία! Είπαν οι γιατροί κι αυτός ένιωσε τα πάντα ν’ αναποδογυρίζουν! Έπρεπε να βρει τη δύναμη να παλέψει για την ύπαρξή του και χρειαζόταν τους πάντες στο πλευρό του· τους γιατρούς και την επιστήμη γενικότερα, τους γονείς και τους φίλους του, για να του συμπαρασταθούν, αφού οι δυσκολίες δεν ήταν απλώς μεγάλες· ήταν κυριολεκτικά ανυπέρβλητες!

    Οι φίλοι σταθήκαν δίπλα του το δύσκολο καιρό και στηρίζοντάς τον και δίνοντας τ’ αναγκαία μοσχεύματα για την αντιμετώπιση της αρρώστιας. Εκτός… Εκτός από την Τίνα! Αυτή είχε μεγαλύτερη ανάγκη ο Αλέκος κι αυτή την κοπάνησε πρώτη!

    Με το που έγινε γνωστή η αρρώστια του, αυτή σκέφτηκε να ενημερώσει πρώτη. Είδε βέβαια ότι υπερβολικά ψύχραιμα αντιμετώπισε τη συμφορά του, αλλά υπέθεσε πως η αντίδρασή της σχετιζόταν με τη θλίψη που λογικά την κατείχε, αφού νόμιζε πως τον αγαπούσε! Μετά άρχισε σιγά – σιγά ν’ αραιώνει τις εμφανίσεις της. Στο νοσοκομείο δεν πήγαινε, γιατί έλεγε πως “δεν μπορούσε να τον βλέπει στο χάλι που ήταν”! Ώσπου έπαψε ν’ απαντά και στο τηλέφωνο.

    Οι φίλοι που πήγαν να τη βρουν του είπαν στην αρχή ότι έλειπε για κάποιες οικογενειακές υποθέσεις στο χωριό της κι ίσως εκεί να μη μπορούσε να “πιάσει” το κινητό κι ύστερα, όταν η μεταμόσχευση πέτυχε και άρχισε αργά, αλλά σταθερά να φαίνεται το μέλλον ευοίωνο, του αποκάλυψαν πως καλά περνούσε η κυρία και απλά αποφάσισε να μη συνεχίσει, γιατί δεν ήθελε να μείνει χήρα!

    Στενοχωρήθηκε βέβαια, αλλά η σταθερή βελτίωση της υγείας του τον βοήθησε να ξεπεράσει το πρόβλημα. Σ’ αυτό βοήθησε και η Βίκυ, που τότε ήταν γιατρός ειδικευόμενη και  βρισκόταν, όταν μπορούσε, ώρες κάθε μέρα κοντά του δίνοντάς του κουράγιο στο δύσκολο αγώνα του. Αυτός ο αγώνας έγινε τελικά και δικός της, αφού σ’ αυτό το δύσβατο περιβάλλον φύτρωσε ο έρωτάς τους!

    Τα πράγματα δεν ήταν ασφαλώς καθόλου εύκολα. Μαζί αγωνιούσαν όταν οι αιματολόγοι κοιτούσαν τα διάφορα “πλακίδια” για τις αναγκαίες διαγνώσεις, μαζί περνούσαν και τις δικές του κρίσεις δυσπιστίας, όταν εκείνη μάθαινε από τους συναδέλφους της κάτι ευχάριστο και του το ανακοίνωνε, μαζί λαχταρούσαν να δουν τις εξετάσεις συμβατότητας των δοτών, μαζί χάρηκαν όταν βρέθηκε κατάλληλο μόσχευμα.

    Η Βίκυ έμεινε στα πρώτα κρίσιμα εικοσιτετράωρα φρουρός στο θάλαμο μην τυχόν και μολυνθεί από κάποιον επισκέπτη. Έτσι, κάπως παράδοξα, πίσω από τις μάσκες, που κι οι δυο τους φορούσαν, κρυβόταν τον πρώτο καιρό ο γιος της Αφροδίτης κι εκδηλωνόταν μόνο όταν ο ένας κρατούσε το χέρι του άλλου ή ξεμύτιζε κρυφά από τα μάτια τους, όταν κοιτούσαν γεμάτα τρυφερότητα του μάτια του συντρόφου τους.

    Αυτές τις ατέλειωτες ώρες κουβέντιασαν πολύ κι έμαθαν καλά ο ένας τον άλλον. Εκείνος δεν της έκρυψε τίποτα. Της είπε για τη ζωή του, για τους στόχους και τα όνειρα που έκανε πριν, για την αγωνία και το φόβο του θανάτου που τον τρομοκρατούσε τον πρώτο καιρό, για την αγωνία που τον βασάνιζε, όταν έβλεπε τον πατέρα του αμίλητο και πικραμένο και τη μάνα του μαραμένη και στεγνή από δάκρυ πίσω από τη μάσκα της. Την παρακάλεσε, αν μπορούσε να σταθεί δίπλα της τον πρώτο δύσκολο καιρό… Εκείνη δέχτηκε, αν και τον βεβαίωσε πως δεν πρόκειται να έρθει αυτός ο δύσκολος καιρός! Ασφαλώς και δεν την πίστεψε αυτός, μα κι αυτή δεν πρέπει να το πίστευε!

    Έτσι, όταν τα πράματα ήρθαν τελικά βολικά κι η ελπίδα παραχωρούσε τη θέση της στη βεβαιότητα πως το κακό πέρασε κι οι μάσκες πια δεν ήταν απαραίτητες, φυσιολογικά σχεδόν βρέθηκαν αγκαλιά κι αποφάσισαν ν’ ατενίζουν μαζί το μέλλον τους.

    Μετά από τρία χρόνια έγιναν επίσημα ζευγάρι και ξεκίνησαν την πορεία της κοινής τους ζωής. Όταν πια σιγουρεύτηκαν ότι δε θα υπάρχει πισωγύρισμα στην αρρώστια του συμπλήρωσαν την ευτυχία τους με το μικρό Πετράκη, αυτόν ήταν τώρα άρρωστος και στάθηκε αφορμή για τούτη τη συνάντηση.

    – Τι κάνεις; Καλά είσαι; έκανε εκείνη.

    Εκείνος συνήρθε κι έδωσε τη σακούλα στον πωλητή για να τη ζυγίσει.

    – Όπως βλέπεις, είμαι πολύ καλά! Αποκρίθηκε καθώς έπαιρνε τα ρέστα από το χαρτονόμισμα που είχε δώσει ήδη στον Πακιστανό. 

    Κάποιοι από τους άλλους πελάτες κοιτούσαν απορημένοι τη σκηνή. Ένας έκανε νόημα στους υπόλοιπους πως “του σάλεψε του κυρίου”, αφού ήταν στον κόσμο του.

    – Δος μου μια σακούλα! Είπε μια κυρία στον πωλητή. Θα πιάσει βροχή και θα γίνουμε μούσκεμα.

    – Να βρεθούμε κάποια μέρα! Πρότεινε η Τίνα.

    – Δε νομίζω πως έχουμε κάτι να πούμε! Είπε ο Αλέκος. Έχω αργήσει ήδη κι ο γιος μου είναι άρρωστος.

    – Παντρεύτηκες;

    – Ναι! Και δε σκοπεύω ν’ αφήσω τη γυναίκα μου χήρα!

    – Τι θυμάσαι κι εσύ! Είπε αμήχανα. Κι ύστερα

      Δε θα με ρωτήσεις τι κάνω; Ρώτησε.

    – Όχι. Μια χαρά είσαι. Γεια σου, τώρα. Βιάζομαι. Είπε κι απόρησε με τον εαυτό του για την αποφασιστικότητα που έδειξε.

    – Γεια σου, μουρμούρισε.

    Ήθελε να του πει πως είναι μόνη ακόμη, πως μετάνιωσε για τη συμπεριφορά της τότε, αλλά δεν της έδωσε την ευκαιρία!

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --