21 C
Galatsi
Σάββατο, 18 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ο Νικήτας νικήθηκε

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Το μπαράκι ήταν γεμάτο από τους καθημερινούς πελάτες του. Λίγο – πολύ όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, αφού το μαγαζί ήταν συνοικιακό και περαστικός σπάνια καθόταν να πιει ποτό. Στα οχτώ, όλα κι όλα, τραπεζάκια του καθόντουσαν καμιά τριανταριά άνθρωποι, απολάμβαναν τα ποτά τους και ψιλοκουβέντιαζαν, άλλοι χαμηλόφωνα κι άλλοι πιο ζωηρά, ανάλογα με το αντικείμενο της συζήτησής τους. Είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει και η φθινοπωρινή ψύχρα τους εμπόδιζε να βγουν και να καθίσουν στον κήπο, παρόλο που ακόμα ήταν φωτισμένος.

    Ξαφνικά η διακριτική μυρωδιά ακριβού αρώματος, γνωστή στους πιο πολλούς από πολύ καιρό, έκανε τους κοντινούς θαμώνες να γυρίσουν τα κεφάλια τους  προς το πάγκο του μπαρ. Ένας σαρανταπεντάρης καλοντυμένος κύριος καθόταν ήδη στο σκαμπό. Το ακριβό κοστούμι, το ατσαλάκωτο πουκάμισο, τα καλογυαλισμένα παπούτσια έδειχναν αρχοντάνθρωπο μερακλή.

    -- Διαφήμιση --

    – Καλώς το Νικήτα! Είπε κάποιος.

    – Γεια σας! Αποκρίθηκε εκείνος χαμογελαστός και, γυρνώντας προς τον μπάρμαν:

    -- Διαφήμιση --

    – Βάλε μια γύρα σ’ όλους! Εγώ κερνάω! Είπε.

    – Γιορτή, Νικήτα; Γιορτή; Τον ρώτησε, για να τον πειράξει, ο Τάκης, ένας σαραντάρης γκριζομάλλης, που τον ήξερε καλά.

    – Μεγάλη γιορτή, Τάκη! Του απάντησε.

    – Έλα, κάτσε, αποκρίθηκε εκείνος χωρίς να ρωτήσει το Νίκο, ένα συνομήλικό του χοντρούλη, που καθόταν δίπλα του. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα είχε αντίρρηση.

    Ο Νικήτας πήρε το ποτό του στο χέρι και κατευθύνθηκε στο τραπέζι τους.

    – Γεια σας κι από κοντά! Είπε και στους δυο.

    – Γεια! Απάντησε ο Νίκος με σχεδόν μισόκλειστα τα μάτια του. Κι αμέσως μετά:

    – Τι έγινε, Νικήτα; Τι καλό σε βρήκε και κερνάς;

    – Ακούστε, φίλοι. Χρόνια γνωριζόμαστε και ξέρετε τι πέρασα. Βρέθηκα στα πρόθυρα της καταστροφής, για να μην πω ότι καταστράφηκα εντελώς. Αν δεν ήταν η Κούλα, η γυναίκα μου, μπορεί και να κοιμόμουν στο δρόμο. Ευτυχώς που το σπίτι μας ήταν γραμμένο στ’ όνομά της κι έτσι δεν μπορούσαν να μας το πάρουν! Όλα αυτά τα χρόνια δούλευα εξωτερικός πωλητής στη δική μου επιχείρηση! Το φαντάζεστε;

    – Αυτά τα ξέρουμε, Νικήτα, πετάχτηκε ο Τάκης. Δε σου φταίει όμως κανένας. Η καημένη η Κούλα στάθηκε βράχος και σε προστάτεψε. Όσο άντεχε κι αυτή· γιατί τελικά έφυγε πρόωρα! Έτσι δεν είναι;

    Πίσω από τούτες τις φράσεις κρυβόταν ολόκληρη ιστορία. Ο Νικήτας ήταν πανέξυπνος άνθρωπος, τολμηρός και διορατικός. Έβλεπε τις ανάγκες της αγοράς, τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν και χτυπούσε την κατάλληλη στιγμή. Την ώρα που οι έμποροι ηλεκτρικών ειδών δεν τολμούσαν να κάνουν μεγάλες επενδύσεις στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που εμφανίζονταν στην αγορά, αυτός το ρίσκαρε! Δημιούργησε μια εταιρία που εμπορευόταν και προγραμμάτιζε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και σύντομα κατάχτησε ένα σημαντικό κομμάτι της. Από απλός υπαλληλάκος βρέθηκε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών. Είχε στη δούλεψή του άριστους προγραμματιστές, ειδικούς επιστήμονες κι εξειδικευμένους εργάτες που χειρίζονταν τα μηχανήματα παραγωγής πλακετών κι εξαρτημάτων ηλεκτρονικών μηχανών!

    Τα πράγματα πήγαιναν κανονικά, οι μετοχές στο χρηματιστήριο κινούνταν με ιδανικούς ρυθμούς κι ο Νικήτας αποφάσισε να κάνει και κάτι για την προσωπική του διασκέδαση· παιδιά δεν είχε, για να φροντίζει για τη διαδοχή του. “Δε θέλησε ο Θεός!” έλεγε η κυρά Κούλα. Άρχισε, λοιπόν, να πηγαίνει στο καζίνο· για να παρακολουθεί, στην αρχή, τους παίχτες και να γίνει ένας απ’ αυτούς, και μάλιστα μανιώδης, στη συνέχεια!

    – Τι να κάνει κι αυτός; Ένα χόμπι έχει! Δε βαριέσαι! Έλεγε στις φίλες της η κυρά Κούλα.

    Μόνο που το χόμπι ήταν αρκετά ακριβό τον πρώτο καιρό κι έγινε πανάκριβο στη συνέχεια, αφού οι εισπράξεις της εταιρίας δεν έφταναν να ταΐσουν τη ρουλέτα! Ήταν, βλέπεις, λαίμαργη και μετά από λίγο καιρό άρχισε να τρώει από τις σάρκες της επιχείρησης! Λογικό ήταν ν’ αρχίσουν οι γρίνιες κι οι καυγάδες. Η ανοχή της γυναίκας του εξαντλήθηκε και μόνο η απέραντη αγάπη της την κρατούσε δίπλα του! Δυσκόλευε πια η ζωή τους! Ευτυχώς εκείνη είχε σπίτι ιδιόκτητο κι εργαζόταν στο δημόσιο κι έτσι εξασφάλιζαν τουλάχιστο τη στέγη κι ένα ελάχιστο εισόδημα για να ζήσουν.

    Τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Ο Νικήτας αναγκάστηκε να πουλήσει ό,τι είχε απομείνει από την επιχείρησή του, με τον όρο να εργάζεται ως εξωτερικός πωλητής στην εταιρία! Αναγκάστηκε, για να σώσει το γάμο του, να ορκιστεί και να δώσει το λόγο του στη γυναίκα του ότι δε θα ξαναπατήσει στο καζίνο τουλάχιστο όσον καιρό είναι σε κατάσταση πτώχευσης. Το έκανε όμως, γιατί ήθελε να καθησυχάσει και να ευχαριστήσει τη γυναίκα του. Όσο κι αν τον τύφλωνε το πάθος του, ήξερε πως εκείνη δεν έφταιγε για να υποφέρει τόσο! Το έκανε λοιπόν κι αυτό. Και παραδόξως το τήρησε!

    Πέρασαν κάποια δύσκολα χρόνια. Ο Νικήτας προσπαθούσε ν’ αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις που ο ίδιος δημιούργησε. Γύριζε και ξαναγύριζε όλη τη χώρα πουλώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της δικής του επιχείρησης, που τώρα όμως ανήκε σε άλλους, ξένους ιδιοκτήτες, για να βγάλει τ’ αναγκαία ποσά που του ήταν απαραίτητα για την αποπληρωμή των δανείων και των υποχρεώσεων προς τέως υπαλλήλους, συνεργάτες και δημόσιο. Δεν ήθελε κι άλλο να επιβαρύνει τη γυναίκα του.

    Εκείνη όμως δεν πήγαινε και πολύ καλά. Όσο κι αν τον αγαπούσε, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα στη ζωή τους. Δεν καταλάβαινε πώς ένας έξυπνος, εργατικός και τίμιος άνθρωπος έφερε τέτοια καταστροφή στο σπιτικό τους. Κι επειδή παιδιά δεν είχε ούτε άλλους συγγενείς για να πει τον πόνο της, τα κατάπινε όλα μόνη της, ώσπου αρρώστησε σοβαρά. Ο Νικήτας έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό να την κρατήσει, αλλά δεν τα κατάφερε.

    Σε λίγο καιρό η κυρά Κούλα αποχαιρέτησε το μάταιο τούτο κόσμο κι άφησε το Νικήτα να παλεύει μόνος με τις υποχρεώσεις και τις τύψεις του! Αυτός, αφού δεν μπόρεσε να την κρατήσει, φρόντισε να της εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή κηδεία. Κάποια βράδια, που η μοναξιά τον έδερνε αλύπητα, προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα μαζί της, αλλά εκείνη παρέμενε σιωπηλή!

    – Λοιπόν, παίδες, συνέχισε ο Νικήτας, σήμερα είναι μεγάλη μέρα! Έπαψα πια να είμαι φτωχός! Έχω πληρώσει τους πάντες! Δε χρωστάω σε κανέναν, άρα μπορώ ν’ αγνοήσω την υπόσχεση που είχα δώσει στη μακαρίτισσα και να πάω ξανά στο καζίνο!

    Οι άλλοι έμειναν άναυδοι. Καλά η εξόφληση των χρεών του Νικήτα! Αλλά να θέλει να ξαναπάει στο καζίνο! Αυτό δεν το χωρούσε ο νους τους. Χρόνια πάλεψε να ορθοποδήσει και τώρα θα ξανάπεφτε πάλι μόνος του στο στόμα του λύκου!

    – Νικήτα. Νομίζω πως κάνεις λάθος! Δε μου πέφτει λόγος, μα κάνεις λάθος. Δεν πρόλαβες να ξελασπώσεις και θα πέσεις πάλι στα σκατά; είπε ο Τάκης.

    – Δίκιο έχει, είπε ο Νίκος. Τι πας να κάνεις;

    – Το λέτε γιατί δεν ξέρετε τη γλύκα του παίχτη. Όλη η μαγκιά είναι στην αγωνία και την προσμονή. Άμα δεν έχεις ζήσει αυτή την αγωνία, δεν ξέρεις τίποτα!

    – Δε θέλω να ξέρω, ρε φίλε! Είπε ο Νίκος. Άμα βρεθώ στο δρόμο, τι να το κάνω;

    – Να τ’ αφήσουμε εδώ το θέμα; Ρώτησε ο Νικήτας.

    Ουσιαστικά ήθελε να κλείσει εκεί την κουβέντα. Μ’ άλλα λόγια τους είπε να τον αφήσουν ήσυχο. Άλλαξαν λοιπόν θέμα και κύλησε η βραδιά με συζητήσεις ελαφρές κι άσχετες, κάτι “μεταξύ τυρού και αχλαδίου”, ως την ώρα που αποφάσισαν να το διαλύσουν και να πάει ο καθένας στο σπίτι του.

    Πέρασε αρκετός καιρός από το βράδυ εκείνο. Σχεδόν είχε ξεχαστεί το περιστατικό με τη εορταστική γαλαντομία του Νικήτα. Δεν ήταν δα και κάτι τόσο σημαντικό κι αξιομνημόνευτο. Οι θαμώνες εξακολουθούσαν να συχνάζουν στο μπαράκι και να περνούν την ώρα τους κουτσοπίνοντας. Η ζωή δεν προσέχει τις μικρότητες των ανθρώπων κι εξακολουθεί  τη δική  της πορεία. Τούτη τη φορά όμως σκάρωσε κακό παιγνίδι στους ανθρώπους που σύχναζαν στο μπαρ. Στην είσοδο σε μαύρο περιθώριο ήταν κολλημένο το αγγελτήριο της κηδείας του Νικήτα.

    – Τι έγινε; Πώς τα κατάφερε; ρωτούσε ο ένας τον άλλο.

    – Αυτή τη φορά, λεβέντες, είπε ο μπάρμαν, η χαρά τον σκότωσε! Πήγε, όπως ήθελε, στο καζίνο, ξανακάθισε στο τραπέζι της ρουλέτας κι έπαιξε όπως τα παλιά κακά χρόνια. Μόνο που τώρα τα πράματα ήρθαν ανέλπιστα καλά και κέρδισε! Το ποσό ήταν μεγάλο, η χαρά μεγαλύτερη κι καρδιά του ανήμπορη να την αντέξει. Πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι έγινε, εκείνη σταμάτησε κι αυτός ξεκίνησε το μεγάλο ανεπίστροφο ταξίδι. Ποιος ξέρει τι θα του πει εκεί η κυρά Κούλα!

    Όπως ήταν φυσικό, γι’ αρκετή ώρα το φευγιό του Νικήτα κυριάρχησε στις συζητήσεις των θαμώνων. Κριτική εκ του ασφαλούς για τη βλακεία των ανθρώπων, για την τύχη που τιμωρεί όσους της γυρνάνε την πλάτη όταν εκείνη τους ευνοεί, για τη μακαρίτισσα που χρόνια πλήρωνε την αγάπη της για τον ανάξιο άντρα της κι όσα λένε συνήθως οι άνθρωποι με χαρακτηριστική ελαφρότητα σαν σχολιάζουν τις ζωές των άλλων. Ύστερα ο καθένας γύρισε στη δική του καθημερινότητα κι οι παρέες ασχολήθηκαν με θέματα άλλα που είχαν να κάνουν με τις δικές τους ζωές, αγνοώντας τα πάθη και τους θανάτους των άλλων. 

    Γαλάτσι 06/07/2019

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...
    -- Διαφήμιση --