18.3 C
Galatsi
Πέμπτη, 16 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Κεφάλαιο ζωής

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Νύχτα κρύα και κατασκότεινη. Παγωμένος βοριάς ράπιζε το πέλαγος και σήκωνε κύματα μεγάλα που κάθε τόσο κατάβρεχαν το φουσκωτό στενόμακρο βαρκάκι και μούσκευαν τους απελπισμένους που κρέμονταν σαν τσαμπιά στις κουπαστές του και τους έκανε να τρέμουν απ’ το νερό και το ψύχος, αλλά κι από το φόβο μην τυχόν και γλιστρήσουν και βρεθούν αβοήθητοι στη θάλασσα.

    Αυτός, καθισμένος στην πρύμνη, προσπαθούσε να κουμαντάρει τη βενζινομηχανή «μιας χρήσης» που κινούσε με το ζόρι το πλεούμενο και πάλευε ν’ αποφύγει τα κύματα που κατάβρεχαν τους ανθρώπους που κουβαλούσε. Ήξερε καλά πως η όποια δική του αδεξιότητα θα στοίχιζε ζωές· των άλλων, μα και των δικών του ίσως, αφού στο ίδιο σαράβαλο επέβαιναν η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά.

    -- Διαφήμιση --

    Εκείνη τον εμπιστευόταν απόλυτα. Πάντοτε ως τώρα τηρούσε το λόγο του και στις προβλέψεις του δεν είχε πέσει έξω. Κοντά τριάντα χρόνια έζησαν μαζί κι ήταν περήφανη για τις ικανότητές του. Του έριχνε πού και πού κλεφτές ματιές για να τον ενθαρρύνει κι αυτό, μόλις το ένοιωθε, τον σκότωνε! Γιατί ήταν η πρώτη φορά που δεν εμπιστευόταν ο ίδιος τον εαυτό του!

    Είχαν περάσει πάνω από είκοσι μέρες από τότε που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν σπίτι και πατρίδα. Πήραν τα δυο τους αγόρια, κοντά εικοσάχρονα παλικαράκια που φοιτούσαν τον καιρό της ειρήνης στο πανεπιστήμιο κι ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία, όπως λεν οι λογής πολεμοχαρείς, ήταν δηλαδή έτοιμα να σκοτώσουν και να σκοτωθούν σ’ έναν αγώνα άναρχο κι εντελώς τυχοδιωκτικό.

    -- Διαφήμιση --

    Μ’ όποιου το μέρος κι αν πήγαιναν, θα τους επικήρυτταν οι αντίπαλοι! Και δεν ήταν λίγοι αυτοί οι αντίπαλοι! Αρκετές οργανώσεις «αντιστασιακές» πολεμούσαν την κυβέρνηση, μα και τους άλλους εξεγερμένους.

    Αυτός και η γυναίκα του ήταν γιατροί, με καλή σταδιοδρομία και σπουδές σε καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αυτό καθιστούσε πιο δύσκολη την επιβίωσή τους, αφού ο κάθε μαχητής ήθελε τις υπηρεσίες τους αποκλειστικά για την παράταξή του. Φαινόταν, λοιπόν, μονόδρομος η ξενιτειά.

    Ξενιτειά, ναι! Πού όμως θα μπορούσαν να πάνε και με ποιον τρόπο;

    Χωρίς να το πολυσκεφτεί κατέληξε σ’ ένα «πρόγραμμα» και το ανακοίνωσε και στους άλλους: Θα μάζευαν ό,τι απ’ τα υπάρχοντά τους θα μπορούσε να μεταφερθεί και θα περνούσαν στην Τουρκία. Από εκεί με κάποιο μέσον θα έφταναν στο ελληνικό νησί που χρόνια τώρα έκαναν τις καλοκαιρινές τους διακοπές τον καιρό της ειρήνης.

    Εκείνοι συμφώνησαν και πολύ γρήγορα βρέθηκαν οι άνθρωποι που θα τους περνούσαν απ’ τα σύνορα κι οι άλλοι που θα τους περίμεναν από την άλλη μεριά, για να τους μεταφέρουν στην απέναντι από το νησί προορισμού τους ακτή. Η συνέχεια υπολόγιζαν πως θα ήταν πιο εύκολη…

    Υπολόγιζαν! Γιατί η πραγματικότητα αμείλικτη άρχισε να τους διαψεύδει από την ώρα κιόλας που μπήκαν σ’ αυτό το ατέλειωτο τούνελ των παρανομιών και των παρανόμων που έκρυβε κινδύνους και παγίδες σχεδόν σε κάθε βήμα.

    Το πρώτο θύμα αυτών των παγίδων ήταν οι όροι της συμφωνίας: Ενώ είχαν συμφωνήσει να πληρώσουν ένα σημαντικό ποσό για τη διάβαση των συνόρων, αλλά και τη μεταφορά τους στη συγκεκριμένη παραλία κι είχαν εξοφλήσει τους ανθρώπους που τους μετέφεραν, όταν βρέθηκαν από την άλλη μεριά, οι Τούρκοι τους ζήτησαν ένα σοβαρό επιπλέον ποσό, με το αφοπλιστικό επιχείρημα ότι αυτοί δεν εμπιστεύονταν τους Σύρους συνεργάτες τους κι ότι, αν δεν πληρωθούν, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτούς δωρεάν!

    Ουσιαστικά το κόστος μεταφοράς τους κατάντησε διπλάσιο από εκείνο που είχε συμφωνηθεί!

    Ένα δεύτερο θύμα ήταν το κλίμα καχυποψίας και φόβου που άρχισε να φωλιάζει στη σκέψη τους. Ήξεραν πως έμπλεξαν με κυκλώματα αδίστακτων παρανόμων και φοβόντουσαν ακόμα και για την ίδια τους τη ζωή. Το κάθε τι το αδροπλήρωναν και δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν πίσω. Πραγματικό αδιέξοδο που κατέληγε πάντα σε δική τους υποχώρηση. Μια τέτοια υποχώρηση ήταν κι η τελική συμφωνία τους για το σημείο επιβίβασης στο σκάφος.

    –           Καταλαβαίνεις, του είπαν, ότι δεν μπορούμε να πάμε και μπροστά στα μάτια των αρχών και να φορτώσουμε τους επιβάτες για την Ευρώπη. Δεν κάνετε δα και τουρισμό!

    Το καταλάβαινε και το δέχτηκε. Το ίδιο έκανε όταν του είπαν πως πρέπει από συγκεκριμένο κατάστημα ν’ αγοράσει τα κατάλληλα, χείριστης ποιότητας, σωσίβια! Καταλάβαινε επίσης ότι θα ’πρεπε λίγοι-λίγοι να συγκεντρωθούν το σούρουπο σ’ έναν απόμερο κοντινό όρμο. Εκείνο που δεν καταλάβαινε ήταν η δυνατότητα του σκάφους να τους μεταφέρει στην απέναντι ακτή. Περίμενε να δει ένα ταχύπλοο ικανοποιητικού μεγέθους σκαρί και βρέθηκε μπροστά σε μια φουσκωτή παλιόβαρκα που δε σου ενέπνεε καμιά εμπιστοσύνη. Αναγκάστηκε να βάλει τις φωνές:

    – Άλλα είπαμε κι άλλα κάνετε! Μ’ αυτό το πράμα θα μας πνίξετε.

    – Εμείς αυτά συμφωνήσαμε με τους Σύρους συνεργάτες μας, απάντησαν εκείνοι. Αν δε σας αρέσει, πάρτε το πλοίο της γραμμής!

    Ξέροντας πως πλοίο της γραμμής δεν υπήρχε και πως μ’ αυτούς τους τύπους καλό είναι να μην έχεις πολλά πέρα δώθε, αν θέλεις να μη σου συμβεί κανένα ατύχημα, αρκέστηκε απλά να ρωτήσει:

    – Κι αυτό ποιος θα το πάει;

    – Κάποιος από σας που ταξιδεύετε, του απάντησαν και το αίμα του πάγωσε.

    Δηλαδή θα ταξίδευαν στο πέλαγο νυχτιάτικα μ’ ένα καρυδότσουφλο και μια μηχανή που δεν την είχαν ξαναδουλέψει! Καθαρή αυτοκτονία. Βλέποντας όμως πως οι άλλοι δεν αστειεύονταν, έκανε την ανάγκη φιλοτιμία.

    – Εντάξει! Είπε. Ποιος έχει πιλοτάρει άλλη φορά σκάφος;

    – Γιατρέ, του είπε ο διακινητής που μιλούσε μέχρι τώρα, ξέρουμε πως είχες ασχοληθεί με το άθλημα! Είχες ξανάρθει στα νερά μας με σκάφος από απέναντι, και του ’δειξε με το κεφάλι του το νησί. Γι’ αυτό δεν ήθελες να φύγεις από αυτή την ακτή; Σου δίνουμε σκάφος, σου δίνουμε μηχανή και βενζίνη, παίρνεις και τους φίλους μας μαζί σου και περνάτε στην Ευρώπη. Τι δεν μπορείς να καταλάβεις;

    Πολλά δεν μπορούσε να καταλάβει. Και πρώτα απ’ όλα πώς ήξεραν τούτοι τόσες λεπτομέρειες από την προηγούμενη ζωή του. Ίσως, σκέφτηκε, να τους πληροφόρησαν οι συμπατριώτες του συνεργάτες τους, για να πετύχουν καλύτερη για εκείνους τιμή και, συνεπώς, μεγαλύτερο κέρδος. Άντε να βρεις άκρη στα βαλτόνερα του υποκόσμου!

    Αλλά πάλι, συλλογίστηκε, μπορεί στις τόσες συζητήσεις που κάνανε για να «κλείσουνε τη δουλειά» να ξανοίχτηκε λίγο παραπάνω και να είπε πως ήθελε να ταξιδέψει από αυτό το μέρος γιατί ήξερε τα νερά. Αυτοί όμως το δέσανε κόμπο το πράμα και το εκμεταλλεύτηκαν.

    Καλά να πάθω, σκέφτηκε. Μυαλό γι’ άλλη φορά! Αλλά και πάλι ποια «άλλη φορά»; Συνεχώς θα ταξιδεύω λαθραία; Περνάμε στην Ευρώπη, ζητάμε πολιτικό άσυλο κι όλα ακολουθούν τη νόμιμη διαδικασία που προβλέπεται από τις διεθνείς συμβάσεις.

    Κι αν δεν… Άρχισαν να φυτρώνουν ενοχλητικές σκέψεις. Κοίταξε τους δικούς του που τα είχαν μισοχαμένα και στήριζαν τα πάντα πάνω του, κοίταξε και τους υπόλοιπους συμπατριώτες του που κρεμάσανε θέλοντας και μη τις ζωές τους στο λαιμό του και

    – Πότε φεύγουμε; Είπε πιο πολύ για ν’ αποφύγει τις σκέψεις και λιγότερο γιατί περίμενε απάντηση.

    – Εμείς ό,τι ήταν να κάνουμε το κάναμε, του είπε ο συνομιλητής του. Εσύ είσαι ο καπετάνιος, εσύ αποφασίζεις. Από μας δυο κουβέντες ακόμα. Άμα συναντήσετε την ευρωπαϊκή λιμενοφυλακή, κατά κανόνα έχετε σωθεί. Στην ανάγκη πέστε ένας-δύο στη θάλασσα κι αυτοί θα σας σώσουν. Δεν αφήνουν οι Έλληνες ναυαγούς να πνιγούν. Κι ένα τελευταίο: Το πρωί, καπετάνιε, θα καταγγείλουμε στις αρχές ότι κάποιοι κακοί μάς έκλεψαν το σκάφος. Στο μεταξύ εσείς θα έχετε φτάσει και δε σας νοιάζει τι θα κάνουμε εμείς. Άντε, καλό ταξίδι!

    Το πλήθος κινήθηκε προς τη βάρκα.

    Έτσι όπως τους έβλεπε να περπατούν του φάνηκε απίθανο να τα καταφέρουν. Δέκα ενήλικες και τέσσερα μικρά παιδιά μέτρησε εκτός απ’ αυτόν και τους δικούς του. Δεκαοκτώ άτομα σ’ ένα σκαφίδι που δε θα μπορούσαν να  χωρέσουν πάνω από έξι σε κανονικές συνθήκες.

    –           Σταθείτε! Είπε κι εκείνοι κοκάλωσαν. Πρώτα-πρώτα θέλω να πούμε δυο λόγια για να μπορούμε να συνεννοηθούμε και, αν θελήσει ο Αλλάχ, θα φτάσουμε στην απέναντι ακτή. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να είστε υπάκουοι. Παίζει μεγάλο ρόλο το πώς θα καθίσουμε και πώς θα συμπεριφερθούμε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Κανείς και για κανένα λόγο δε θα σηκωθεί από τη θέση του. Θα καθίσετε όπου εγώ θα σας πω, για να ισομοιράσουμε το βάρος και για να μην μπατάρει η βάρκα. Καλώς ή κακώς η ζωή όλων μας εξαρτάται απ’ αυτή.

    Ξέρει κανείς σας από θάλασσα;

    Η ερώτησή του έμεινε αναπάντητη, αφού κανείς δε μίλησε. Αυτό όμως του έδειξε πως έπρεπε να βασιστεί μόνο στη δική του οικογένεια και κυρίως στους γιους του.

    –           Επειδή, συνέχισε, κάνει πάρα πολύ κρύο στη θάλασσα πρέπει να ντυθείτε καλά. Αν έχετε και κάποιο αδιάβροχο καλό είναι να το φορέσετε πάνω από το σωσίβιο. Και μια κι αναφέρθηκα στο σωσίβιο, θα το φορέσετε όλοι και θα το σφίξετε από τώρα καλά, ώστε να μην πνιγείτε αν αναποδογυρίσει το σκάφος. Τα παιδιά κι οι αποσκευές θα μπουν στη μέση της βάρκας κι οι μεγάλοι στις κουπαστές γύρω-γύρω.

    Δεν ήταν σίγουρος πως καταλάβαιναν τι τους έλεγε. Τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι από το φόβο του αγνώστου και το κρύο. Δεν αντιδρούσαν κι αυτό τον φόβιζε κι εκείνον. Δεν ήθελε όμως να φοβηθούν κι οι δικοί του, γιατί η υπόθεση τότε θα είχε χαθεί.

    –           Λεβέντες μου, είπε στους γιους του, βοηθήστε τους να ντυθούν και να φορέσουν σωσίβια.

    Γρήγορα εκείνοι, με τη σβελτάδα που δίνει η νιότη κι η γνώση του αντικειμένου, έκαναν ό,τι έπρεπε να γίνει και σε λίγο το μικρό σκαφίδι ήταν έτοιμο για το παράτολμο και ίσως τελευταίο ταξίδι του. Ο μεγάλος του γιος, ο Μπασάρ, κάθησε στην πλώρη κι ο μικρός του, που ήταν πιο ευκίνητος και του άρεσε η θάλασσα, έσπρωξε απαλά τη βάρκα για να ξεκολλήσει από την ακτή και πήρε θέση δίπλα στον πατέρα του. Εκείνος προσπαθούσε ήδη με το σχοινί της μηχανής να βάλει το μοτέρ μπροστά.

    Δε χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ. Σχεδόν αμέσως η μηχανή άρχισε να δουλεύει. Ο ήχος της θεώρησε πως ήταν εξαιρετικός. Δε φαινόταν να υπάρχει κάποια, σοβαρή τουλάχιστον, ζημιά. Κατέβασε με προσοχή το «πόδι» της στη θάλασσα για να δουλέψει το κύκλωμα ψύξης, σταθεροποίησε το μπράτσο της, έβαλε ταχύτητα κι άρχισε ν’ ανοίγει προοδευτικά το γκάζι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ξεκινούσε για ταξίδι στο πέλαγο, αλλά τώρα του φαινόταν σοβαρή υπόθεση.

    –  Ο Αλλάχ μαζί μας! Είπε ασυναίσθητα και ξαφνιάστηκε κι αυτός ο ίδιος με τα λόγια του. Δεν ήταν ιδιαίτερα πιστός και δεν τις συνήθιζε τέτοιες επικλήσεις του Θείου.

    – Είναι πολύ επικίνδυνο, Αλή μου; Τον ρώτησε η γυναίκα του, που τόση ώρα καθόταν σιωπηλή δίπλα του και την είχε σχεδόν ξεχάσει.

    – Ποιο; Το ταξίδι; Έλα, ρε Ζήνα, είπε πιο πολύ για να καθησυχάσει τον εαυτό του και λιγότερο εκείνη.

    – Να, λέω γι’ αυτό που είπες, του απάντησε με νόημα εκείνη.

    – Γι’ αυτούς το είπα, της απάντησε στα ελληνικά δείχνοντας με τα μάτια του τους επιβάτες του πλεούμενου.

    Η δικαιολογία φάνηκε και στον ίδιο πειστική και η γυναίκα του καθησύχασε κάπως.

    Η βάρκα άρχισε να γλιστρά πάνω στα νερά του Αιγαίου. Άφησαν πίσω τους τον απάνεμο όρμο και καβατζάρισαν  τον κάβο που τους προστάτευε μέχρι εκείνη την ώρα από το βοριά.

    Με το που βγήκαν στ’ ανοιχτά, τα πράματα άρχισαν ν’ αλλάζουν. Τα κύματα γίνονταν ολοένα και πιο απειλητικά, το κρύο έκανε αισθητή την παρουσία του και οι επιβάτες κοιτούσαν τρομαγμένοι μια το νερό και μια τον καπετάνιο τους. Πού και πού, παρ’ όλες τις προσπάθειές του, το κύμα τούς πιτσίλιζε και τους έκανε να βγάζουν επιφωνήματα φόβου κι αγωνίας. Σε λίγο η απόγνωση τους έκλεισε τα στόματα και μόνο το σφύριγμα του βοριά συνόδευε τον ήχο της μηχανής και καμιά φορά η αγωνιώδης επίκληση:

    -Αλλάχ!

    Εκείνος, καθισμένος στην πρύμνη της βάρκας κρατούσε τη λαγουδέρα της μηχανής, ρύθμιζε το γκάζι και την πορεία του σκάφους και προσπαθούσε να μη χάσει από τα μάτια του τα φώτα της απέναντι στεριάς και να μην πέσει πάνω σε άλλα φώτα, αυτά των πλεούμενων που όργωναν το πέλαγο, γιατί στο μεταξύ είχε σκοτεινιάσει και το δικό του το σκαρί φώτα πορείας δεν είχε! Πολλά σκάφη κινούνταν εκείνη την ώρα στη θάλασσα. Ψαράδικα τα πιο πολλά, μα και πλοιάρια του λιμενικού που περιπολούσαν ή ακόμα και καράβια της γραμμής που έκαναν το δρομολόγιό τους. Η ζωή εξακολουθούσε να κυλά στους καθημερινούς της ρυθμούς…

    Συνέχιζε, λοιπόν, το πλεούμενο το ταξίδι του με τις δυσκολίες τις γνωστές, ωστόσο αντιμετωπίσιμες. Οι πιο πολλοί επιβάτες ήταν βουτηγμένοι στην απόγνωση κι αυτός  πάλευε μέσα στο σκοτάδι να κρατήσει σταθερή τη ρότα του πλεούμενου και τους άμοιρους επιβάτες του κατά το δυνατό προστατευμένους. Αν ήταν άλλη φορά κι άλλες συνθήκες, θα χαιρόταν να αισθάνεται το σκάφος του να πλανάρει πάνω απ’ τα κύματα. Τώρα ο φόβος κι η ανασφάλεια τον έκαναν προσεχτικό και τον γέμιζαν αγωνία.

    Πέρασε έτσι αρκετή ώρα, ούτε καν προσπάθησε να προσδιορίσει πόση, παλεύοντας με τον εαυτό του, τις σκέψεις του και τα κύματα, όταν του φάνηκε πως πια πλησίαζαν στο νησί που τόσο επιθυμούσε, για άλλους τούτη τη φορά λόγους. Ξεχώριζε καθαρά τα φώτα των παραλιακών κέντρων και των εξοχικών σπιτιών που ακόμα είχαν τους ενοίκους τους. Άλλωστε κι αυτός τέτοιο καιρό συχνά παρέμενε και επιμήκυνε τις διακοπές του, γιατί του άρεσε να κάνει παρέα με τους ντόπιους, μετά την αποχώρηση του μεγάλου τουριστικού ρεύματος του καλοκαιριού. Είχε προσωπικές επαφές και σχέσεις με πολλούς απ’ αυτούς.

    – Φτάνουμε, Ζήνα! Είπε στη γυναίκα του, αλλά εκείνη δεν τον άκουσε, απορροφημένη καθώς ήταν στις δικές της σκέψεις.

    – Φτάνουμε! Επανέλαβε κι φράση δεν ολοκληρώθηκε.

    Πώς δεν το πήρε χαμπάρι ολόκληρο ψαροκάικο; Ούτε κατάλαβε από πού ξεφύτρωσε! Το είδε μόνο την τελευταία στιγμή και προσπάθησε να τ’ αποφύγει. Έκοψε απότομα ταχύτητα κι έστριψε δεξιά κι αμέσως πάλι αριστερά. Νερά μπήκαν στη βάρκα. Οι επιβάτες ούρλιαξαν τρομαγμένοι. Ξυστά πέρασε το καΐκι και τ’ απόνερά του έκαναν το φουσκωτό τους να χοροπηδήσει άσκημα.

    Μια βλαστήμια ακούστηκε από το ψαράδικο κι αμέσως μετά έκοψε ταχύτητα, έκανε μια μικρή βόλτα και με τον προβολέα του χτένισε τη θάλασσα.

    –           Πού πας, ρε κόπανε, χωρίς  φώτα μέσα στη νύχτα; Τόσο ζώο είσαι;

    Ελληνικά μιλούσε ο ψαράς κι αυτό τον ενθουσίασε. Η φωνή του φαινόταν γνωστή, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποιον του θύμιζε. Γύρισε στους δικούς του.

    –           Μην κουνηθεί κανείς! Τους είπε.

    Σηκώθηκε όρθιος κι έκανε σινιάλο με τα χέρια του, για να τον δει ο άλλος.

    Εκείνος πλησίασε προσεχτικά στη βάρκα κι έριξε ένα σχοινί.

    –           Ρε  Παντελή, εσύ είσαι;

     Ήταν ο Βαγγέλης, που έκαναν παρέα από τον καιρό που, νέος γιατρός, έκανε το αγροτικό του στο νησί. Εδώ έγινε ζευγάρι με τη γυναίκα του. Δεν τον έλεγαν, βέβαια Παντελή! Αλή τον έλεγαν, αλλά οι ντόπιοι τον θεωρούσαν δικό τους και του άλλαξαν και τ’ όνομα. «Εμείς σε θεωρούμε δικό μας, γιατρέ. Θα σε λέμε Παντελή. Πάει και τελείωσε!» του είχε πει ο μακαρίτης ο μπάρμπα -Χρήστος. Του άρεσε πολύ η ιδέα, θεώρησε ότι η εκτίμησή τους τον κολάκευε και δέχτηκε.

    –           Πώς βρέθηκες εδώ;

    –           Πάρε μας πάνω και θα σου πω, είπε.

    Όλο το πλήρωμα κινήθηκε συντονισμένα και σε λίγο όλοι οι επιβάτες βρέθηκαν στο κατάστρωμα της «Ντίνας», του καϊκιού του Βαγγέλη. Τελευταίος ανέβηκε ο «καπετάνιος» του φουσκωτού. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με το Βαγγέλη.

    –           Αχ! Ρε Παντελή! Προσφυγάκι κι εσύ! Ε! έλεγε και ξανάλεγε δακρυσμένος ο Βαγγέλης. Και δεν τον άφηνε απ’ την αγκαλιά του. Πέρασε ώρα μέχρι να ηρεμήσουν. Κι ύστερα

    –           Η Ζήνα; Πού είναι η Ζήνα;

    –           Εδώ είμαι! Είπε εκείνη.

    Ο Βαγγέλης την αγκάλιασε και τη φίλησε.

    –           Καλωσόρισες, κόρη μου, της είπε.

    Εκείνη, δακρυσμένη τον ευχαρίστησε και φώναξε τα παιδιά της για να τον γνωρίσουν.

    –           Τα ξέρω τα παιδιά σας. είπε ο Βαγγέλης. Δε φαντάζομαι ν’ άλλαξαν τόσο πολύ σε δυο χρόνια!

    Όταν αυτά πλησίασαν. ο Βαγγέλης τ’ αγκάλιασε, και τα καλωσόρισε. Ύστερα

    –           Παντελή, είπε, για όσο χρειαστεί, θα μένετε στο δικό μου σπίτι.

    –           Ευχαριστώ, απάντησε εκείνος. Ελπίζω σε λίγες μέρες να βρούμε ένα σπίτι να νοικιάσουμε.

    Η «Ντίνα», ρυμουλκώντας το φουσκωτό, μετά από μισή ώρα μπήκε στο λιμάνι του νησιού, όπου τους περίμενε η αναγκαία γραφειοκρατική διαδικασία. Καταγραφή από τις αρμόδιες υπηρεσίες που είχαν από καιρό εγκατασταθεί στο νησί, ιατρικές εξετάσεις, αίτηση πολιτικού ασύλου κι όλα όσα η διεθνής γραφειοκρατία σε τέτοιες περιπτώσεις επιβάλλει.

    –           Οι άλλοι; Τι θα γίνουν οι άλλοι, πατέρα; Ρώτησε ο μεγάλος του γιος.

    Εκείνος χαμογέλασε πικρά.

    –           Οι Έλληνες, αγόρι μου, λένε από τα παλιά χρόνια μια φράση που περιγράφει το αδιέξοδο που ζούμε: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω»! που σημαίνει ότι ο καθένας προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του. Σκληρό, αλλά δε μπορεί να γίνει κι αλλιώς. Θα προσφέρουμε ό,τι μπορούμε στους συμπατριώτες μας και τις αρχές, αλλά δε νομίζω ότι θα τους είναι αρκετά.

    Ο Παντελής, η Ζήνα και τα παιδιά τους  έκαναν κάθε προσπάθεια να βοηθήσουν τους δέκα συνταξιδιώτες τους να δρομολογήσουν τη νέα τους ζωή και να βολέψουν τα παιδιά τους. Εκείνοι δεν είχαν σκοπό να φύγουν από το νησί τους, θα δούλευαν πάλι εκεί. Μόνο τα παιδιά τους θα έφευγαν το χειμώνα, για να συνεχίσουν τις σπουδές τους.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --