17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Τι έγινε την 25ην Νοεμβρίου 1973;

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης

    Το σκούντημα του κομμάτιασε τον ύπνο και τον έκανε να τιναχτεί αλαφιασμένος, έτοιμος να ζητήσει το λόγο για την ώρα που τον ξύπνησαν. Το ύφος όμως του φίλου του του έκοψε κάθε διάθεση για καυγά.

    – Τι συμβαίνει, Πάνο; τον ρώτησε.

    -- Διαφήμιση --

    Εκείνος του ’δειξε με το μάτι του στο βάθος του θαλάμου. Ανάμεσα στις τελευταίες σειρές κρεβατιών είδε εκείνη τη φλόγα μίσους, που πάντα σπίθιζε στα μάτια του, να ξεπηδάει πίσω απ’ τα γυαλιά του διοικητή του. Είδε το αγέλαστο πρόσωπό του να μοιάζει ψευτοχαρούμενο, είδε το χιτλερικό του μουστάκι να παραμορφώνεται τραβηγμένο απ’ το χαμόγελο και τις μασέλες του να ξεπροβάλουν  πίσω απ’ τα λεπτά του χείλη. Συνοφρυώθηκε. “Ο θείος χαμογελάει!” σκέφτηκε. Γύρισε να ξαναρωτήσει τι τρέχει, μα δεν πρόφτασε.

    – Όπλα, κράνη κι έξω! Είπε ο Πάνος κι απομακρύνθηκε.

    -- Διαφήμιση --

    Στη στιγμή ο θάλαμος γέμισε αγουροξυπνημένα παιδιά. Όλοι τους αμίλητοι προσπαθούσαν να φορέσουν βιαστικά τη στολή εκστρατείας· άρβυλα, παλάσκες…

    Ο “θείος”, χαμογελαστός πάντα μ’ εκείνο το χαμόγελο που σου τρυπούσε το μεδούλι και σε προειδοποιούσε για χίλιους-μύριους κινδύνους, στάθηκε για κάμποσο ακόμα στο θάλαμο. Ύστερα άφησε τη φωνή του, κοφτή και λεπτή, να ξεφύγει και να πλημμυρίσει το χώρο:

    -Σιγά – σιγά, παιδιά μου! Όπλα, κράνη και βγείτε έξω. Μόνο μην κάνετε θόρυβο.

    Μετά γύρισε προς την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι. Τα λόγια του όμως μπάτσιζαν ακόμα τ’ αυτιά και σούβλιζαν τα μυαλά των φαντάρων. «Σιγά-σιγά»!

    «Παιδιά μου»! «΄Όπλα, κράνη»! Μόνο όπλα, κράνη!

    Ο φαντάρος που κοιμόταν στο κρεβάτι που ήταν κάτω απ’ το δικό του, ο Λάζαρος, ένας γιατρός, είχε κιόλας σηκωθεί και προσπαθούσε να κουμπώσει τις παλάσκες με χέρια που τρέμαν από ταραχή· κι αυτή η ταραχή του τον δυσκόλευε. Προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει και, πράγμα παράξενο, εκείνος δέχτηκε.

    – Τι συμβαίνει; ρώτησε γεμάτος αγωνία.

    – Δεν ξέρω, Λάζαρέ μου, αποκρίθηκε. Θα δούμε! Κι άρχισε να ντύνεται κι αυτός γρήγορα-γρήγορα.

    Σε λίγη ώρα ο «έμπροσθεν λόχου» χώρος γέμισε από πάνοπλους φαντάρους. Κράνη, όπλα, εξαρτύσεις γυάλιζαν στο μισοσκόταδο. Δεν είχαν κλείσει τα φώτα. Προσπαθούσαν να μπουν, όπως πάντα έκαναν, σε γραμμές, μα η αγωνία τους ανάγκαζε να σχηματίζουν μικρούς κύκλους και να συζητούν χαμηλόφωνα.

    – Τι διάολο συναγερμός είν’ αυτός; Με τα φώτα ανοιχτά, χωρίς σακίδια και «σιγά-σιγά»; αναρωτήθηκε φωναχτά. Κι ο «θείος» ένα χαμόγελο… Κακοσημαδιά!

    -Τα τσογλάνια! Είπε ο Λάζαρος, αναφερόμενος προφανώς στις φοιτητικές ταραχές που ακούγανε να συμβαίνουν στις μεγάλες πόλεις, κουλουριασμένος κυριολεκτικά γύρω απ’ το ντουφέκι του κι έτρεμε σαν το ψάρι. Τα τσογλάνια! Δεν κάθονται ήσυχα και την πληρώνουμ’ εμείς.

    Τον κοίταξε με αηδία. Τον έβλεπε να σπαρταράει από το φόβο του και του ’ρχονταν  να γελάσει. Μα το γέλιο του το πάγωνε ο δικός του φόβος κι έμενε έτσι χαμόγελο. Μόνο η οργή του γι’ αυτόν,  τον επιστήμονα, που κρέμασε την καρδιά του πάνω στο τομάρι του και δεν την άφηνε να φτερουγίσει, ξεπετάχτηκε ορμητική. Δεν έμενε πια καιρός για ευγένειες και φράσεις προσεγμένες. Έτσι ακατέργαστες, ωμές, μ’ όλο τους το βάρος πετάχτηκαν οι λέξεις.

    – Τον κακό σου το φλάρο! Του είπε μεσ’ απ’ τα σφιγμένα δόντια του. Τον κακό σου τον καιρό! Τα λες εσύ αυτά, που πέρασες απ’ τα φοιτητικά έδρανα και μέχρι χτες κατέβαινες στο πεζοδρόμιο και ζήταγες λευτεριά, δημοκρατία; Αλλά τι λέω; Εσύ κατέβαινες; Εσύ πρέπει πάντα το τομάρι σου να κοιτούσες. Κοντινός στόχος: τομάρι-γκόμενα! Δε χρειαζόταν να φωνάξεις· σου ’φτανε η νύχτα.

    Τα ’πε και ξαλάφρωσε! Ένιωσε λυτρωμένος. Έπειτα όμως. Έπειτα ξαναγύρισε «έμπροσθεν λόχου». Σκέφτηκε τους χαφιέδες. Σκέφτηκε το «θείο». Σκέφτηκε τον αποψινό συναγερμό. Ύποπτος συναγερμός! Κι αν φτάσουν αυτά στο «θείο»; θυμήθηκε εκείνη τη μέρα στην αναφορά: «Μαθαίνω το καθετί», είχε πει. «Τίποτε δε μου ξεφεύγει… Κι ακούστε: Θα ενσπείρω ψευδείς ειδήσεις και ουαί και αλλοίμονον εις εκείνον που θα το μάθει και δε θα το αναφέρει εις την διοίκησιν»! Κι αν πάρουμε σφαίρες; Τι γίνεται τότε;

    – Στο διάολο! Είπε. Δε με νοιάζει!

    – Τι είπες; Ρώτησε ο Λάζαρος.

    – Τίποτε! Μη σε νοιάζει.

    Τον κοίταξε. Είναι τόσο πωρωμένος, σκέφτηκε, ή μήπως ο φόβος τον κάνει να μην καταλαβαίνει τις βρισιές; Χαμογέλασε. Ανθρωπάριο!

    Στα «πηγαδάκια» οι συζητήσεις είχαν φουντώσει για τα καλά. Τι γίνεται τέλος πάντων; Τι περιμένουμε τόσην ώρα; Τι και ποιον; Γιατί περιμένουμε;

    Από το σκοτάδι ξεπρόβαλε η μορφή του έφεδρου ανθυπολοχαγού Γιαννικιώτη. Τον ήξεραν καλά. Η συμπεριφορά του χειρότερη από το φέρσιμο του αφεντικού του. Όλοι τον σιχαίνονταν και τον φοβούνταν. Αλλά τώρα συγκεντρώθηκαν γύρω του! Εκείνος πήρε ύφος επίσημο.

    – Ελάτε όλοι κοντά.

    Συγκεντρώθηκαν οι φαντάροι με την ψυχή στο στόμα.

    – Δεν ξέρουμε τι ακριβώς έγινε, είπε ο ανθυπολοχαγός. Έχω μόνο ένα να σας πω. Η κατάσταση είναι σοβαρή. Αν πάρετε διαταγή να σκοτώσετε, θα σκοτώσετε χωρίς δισταγμό! Τίποτ’ άλλο. Κι έφυγε!

    Να πάρουμε εντολή να σκοτώσουμε! Να  σκοτώσουμε ποιον; Έτσι σκοτώνουν; Μόνο με μια εντολή; Και γιατί; Όλα αυτά τα ρωτήματα φύτρωσαν ταυτόχρονα, γιγαντώθηκαν κι απειλούσαν να τον πνίξουν. Καταλάβαινε τώρα πολλά. Ένοιωθε πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση. Θα ’πρεπε για άλλη μια φορά Έλληνες να χαθούν από Έλληνες! Για ποιο λόγο όμως; Η «εντολή» διατάζει να σκοτώσουμε κι εμείς το κάνουμε χωρίς να ξέρουμε γιατί! Ο φόνος, οι φόνοι θα φέρουν τη λευτεριά ή θ’ ανοίξουν ένα ακόμη τούνελ για τους σκλάβους;

    Κατάληξε στο συμπέρασμα πως έπρεπε να περιμένει. Ο μόνος δρόμος για την αλήθεια ήταν η υπομονή. Σίγουρος δρόμος· μα τόσο δύσκολος! Κούνησε το κεφάλι του, λες κι ήθελε να κοσκινίσει το μυαλό του, για να διώξει τις σκέψεις του. Μάταιος κόπος!

    -Να σου πω, Γιώργο.

    Γύρισε. Ένας δεκανέας με μάτια πλημμυρισμένα φόβο κι αγωνία τον είχε πλησιάσει. Τον ήξερε. Ήταν ο «σκληρός» του λόχου. Πάντα τον φώναζε με το επώνυμό του. Κι όταν του ’δινε διαταγές κι όταν τον καψωνάριζε. Απόψε όμως… Απόψε τα πράματα ήταν διαφορετικά.

    – Τι θέλεις; Του είπε.

    – Να σε ρωτήσω κάτι.

    Τον τράβηξε μαλακά απ’ το χέρι και τον πήρε παράμερα.

    – Ξέρεις, άρχισε, πριν να ’ρθω φαντάρος δούλευα στη Γερμανία. Τα ’φτιαξα με μια Γερμανίδα κι αυτές τις μέρες θα ερχόταν ν’ αρραβωνιαστούμε. Καταλαβαίνεις πως για μένα είναι διαφορετικά. Σκέφτομαι λοιπόν: Αν σκοτωθώ απόψε, γιατί θα πεθάνω; Για ποιον παίζω τώρα κορώνα-γράμματα τη ζωή μου; Ποιος είν’ ο λόγος;

    Τον κοίταξε κατάματα. Χαμογέλασε με θλίψη. Μήπως κι ο ίδιος ήξερε γιατί; Κι αυτός δεν αναρωτήθηκε χίλιες φορές και δεν μπόρεσε να βρει μια απόκριση που να καλύπτει μια ηλίθια θυσία; Έτσι  προσπάθησε να σβήσει το φόβο του συνομιλητή του με κούφια λόγια. Άρχισε να του θυμίζει τον όρκο που έδωσε να υπακούει στους ανωτέρους του και να «εκτελῆ προθύμως και άνευ αντιλογίας τάς  εντολάς των» και να του εκθειάζει τη δύναμη της πειθαρχίας. Του έλεγε πως για χάρη της και μόνο άξιζε να πεθάνει! Λόγια που ούτε ο ίδιος τα πίστευε.

    Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του.

    – Αυτά μπορεί να τα νοιώθετε εσείς οι γραμματιζούμενοι κι οι επιστήμονες, είπε. Εγώ είμαι αγράμματος. Αυτά δεν τα καταλαβαίνω! Κι έφυγε.

    Σκέφτηκε πόσοι, σαν το δεκανέα, δε βασανίζονταν από τα ίδια ερωτηματικά και την ίδια απορία.

    Στο μεταξύ οι αξιωματικοί ερχόντουσαν και διάλεγαν ο καθένας μερικούς φαντάρους, τους εφοδίαζαν με σφαίρες και χάνονταν στο σκοτάδι.

    – Αλλαγή  αφεντικού! Του ξέφυγε.

    Κοίταξε γύρω του. Ευτυχώς δεν τον άκουσε κανένας.

    Σ’ όλο το τάγμα τώρα έμειναν ελάχιστοι φαντάροι. Όλοι τους ανήκαν σ’ εκείνους που ποτέ τους δεν κατάλαβαν το «υψηλόν νόημα της εθνοσωτηρίου επαναστάσεως της 21ης Απριλίου».

    Αν… σκέφτηκε και πλημμύρισε χαρά. Αν ο λαός… Του φάνηκε όμως τόσο δύσκολο, που πάλι μελαγχόλησε. Δεν μπορεί! Είπε και ξεφύσηξε μ’ απελπισία.

    Δε χρειάστηκε να περιμένει πάρα πολύ. Σε λίγες ώρες το ραδιόφωνο ανακοίνωνε την απαγόρευση της κυκλοφορίας και την αλλαγή φρουράς στην κυβέρνηση. Οι νέοι κυβερνήτες υπόσχονταν να τηρήσουν το γράμμα και το πνεύμα της «επαναστάσεως». Το σκοτάδι θα παρέμενε! Το τέλος της τρομοκρατίας και της βίας δεν είχε φτάσει ακόμη! Κάτι ακούστηκε για μερικούς νεκρούς και κάμποσες αποστρατείες. Δε βαριέσαι!

    Απ’ όλη εκείνη την αγωνία δεν έμεινε παρά μια στερεότυπη ερωταπόκριση για την «Εθνική, Ηθική Διαπαιδαγώγηση» που υποβάλλονταν στους εξεταζόμενους, κατά κανόνα αντιφασίστες, φαντάρους στους «διαγωνισμούς Ε.Η.Δ.»

    – Τι έγινε την 25ην Νοεμβρίου 1973;

    – Επανήλθε το σκάφος της 21ης Απριλίου εις την ορθήν πορείαν.

    Ποιος νοιαζόταν για τους ανθρώπους που σάπιζαν στο χώμα και στα μπουντρούμια; Ποιος  νοιαζόταν για την πατρίδα που καθημερινά ατιμάζονταν από ξένα αφεντικά και ντόπιους «σωτήρες»;

    Τα μεγάφωνα της φασιστικής προπαγάνδας προσπαθούσαν να σκεπάσουν το βόγκο του λαού και της πατρίδας: «Η επανάστασις είσαι και εσύ! Ο νέος Έλλην, που οικοδομείς την καινούργιαν Ελλάδα».

    Προηγούμενο άρθρο
    Επόμενο άρθρο

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --