17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Το χωριό που δεν μιλούσε

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει η Μαρία Κ. Πίνακας Edward Hopper, 1932

    Ο Κώστας γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανία, το πρώτο απ’ τα πέντε παιδιά της οικογένειας. Άργησε πάρα πολύ να μιλήσει όπως όλα τα παιδιά αφού και οι λίγοι κάτοικοι του χωριού δεν μιλούσαν και πολύ μεταξύ τους.

    Οι μανάδες είχαν το πλύσιμο, το μαγείρεμα, τα ζωντανά, πήγαιναν και στα χωράφια όλη νύχτα για να μαζέψουν τα κάπνα. Τι να πουν και με τι όρεξη;

    -- Διαφήμιση --

    Οι πατεράδες απ’ το πρωί ως το βράδυ στα χωράφια ή με τα ζώα. Γύριζαν σπίτι αμίλητοι και κουρασμένοι. Έπεφταν ξεροί. Ούτε “γειά ήρθα” δεν έλεγαν πολλές φορές απλά επέβαλαν την παρουσία τους και οι άλλοι έβλεπαν και ένα άλλο άτομο μες το σπίτι.

    Όλα γίνονταν μηχανικά. Ο καθένας ήξερε τι πρέπει να κάνει και το έκανε. Η μάνα έβαζε το φαγητό στο τραπέζι, ο Κώστας έφερνε το κρασί του πατέρα, τα μικρότερα παιδιά πήγαιναν μέσα για να μη τον ενοχλούν. Ύστερα η μάνα μάζευε το πιάτο και ο πατέρας πήγαινε στη γωνιά του. Ο καθένας συνέχιζε την καθορισμένη πορεία του, στην οικογένεια.

    -- Διαφήμιση --

    Καμία διάθεση για επικοινωνία και αλληλεπίδραση, μόνο δουλειές και άντε πάλι απ’ την αρχή.

    Οι παππούδες, αν υπήρχαν παππούδες στην οικογένεια άραζαν όλη μέρα στο καφενείο και ρουφούσαν τον καφέ τους ή έπαιζαν κανένα χαρτάκι αμίλητοι. Όσο για τις γιαγιάδες, αυτές είχαν τους κήπους τους και τις εκκλησίες. Μιλούσαν με τα λουλούδια και τον Θεό περισσότερο απ’ οτιδήποτε.

    Έτσι λοιπόν, τα παιδιά άργησαν πολύ να μιλήσουν και όταν μιλούσαν έλεγαν μόνο τα απαραίτητα. Έμαθαν να μιλάνε λίγο και να μην διαμαρτύρονται. Ίσως να είχαν την πεποίθηση ότι ο κόσμος έτσι είναι φτιαγμένος και οι άνθρωποι πρέπει να σιωπούν.

    Ο καιρός περνούσε, τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν και έκαναν δικές τους οικογένειες, εργάστηκαν σε διάφορες δουλειές και επιβίωσαν χωρίς να πολύ μιλάνε. Άσε που κάτι ανάλογο έκαναν και οι περισσότεροι συνάδελφοι τους ή οι σύντροφοι τους.

    “Δεν χρειάζεται να μιλάς, αλλά να αντέχεις” έλεγε ο Κώστας στα παιδιά του και ίσως ήταν και το μόνο πράγμα που τους είπε στη ζωή του.

    Τα παιδιά του Κώστα έγιναν κι αυτά γονείς και τα παιδιά τους ασπάστηκαν τη μουγκαμάρα λες και ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο και όπως οι γονείς τους είχαν κι αυτά μια τρομερή παθητικότητα που έρχεται μαζί με την σιωπή. Έτσι έπαψαν να διαμαρτύρονται και κατάπιναν αμάσητα, αυτά που τους σέρβιραν κάποιοι που μιλούσαν και ας έλεγαν μπούρδες.

    Μάλιστα αυτοί οι ομιλητικοί κύριοι και κυρίες τους φόρτωσαν τόσες ενοχές και φόβους για επερχόμενες καταστροφές κάθε είδους που τα παιδιά αυτά έγιναν οι πιο πιστοί τους σκύλοι και αυτοί οι μόνοι σωτήρες. Γιατί όταν δεν μιλάς, δεν επικοινωνείς, δε διαμαρτύρεσαι, δεν αντιδράς, θα βρεθεί κάποιος που μιλάει και θα τον κοιτάς με δέος. Όμως τα λέει καλά;

    Η ζωή συνεχιζόταν, η τεχνολογία έκανε άλματα, τα παιδιά των παιδιών του Κώστα έκαναν παιδιά κι άλλα παιδιά. Κι όσο πηγαίναμε από γενιά σε γενιά η “μουγκαμάρα” μεγάλωνε. Πλέον τα παιδιά είχαν σύμμαχο και την τεχνολογία. Εκεί να δεις σιωπή.

    Αν τα παιδιά αυτά είχαν ένα τάμπλετ ή ένα κινητό στο χέρι, μπορεί να μην έπιναν ούτε νερό, το αν θα μιλούσαν ήταν το λιγότερο πια. Μιλούσαν μόνο αν τους έπαιρνες το κινητό τηλέφωνο απ’ το χέρι. Αυτή ήταν η μόνη διαμαρτυρία τους.

    Σχεδόν χάθηκε κάθε ίχνος επικοινωνίας. Οι άνθρωποι ήταν πολυάσχολοι και αμίλητοι. Δεν αντιδρούσαν. Απλά ακολουθούσαν πίστα κάποιους που πίστευαν ότι τα λένε καλά, κάτι που αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν. Έτσι πίστευαν, αλλά δεν είχαν δοκιμάσει και ποτέ.

    Μόνο κάτι ποιητές είχαν μείνει να μιλάνε με μισόλογα και κάποιοι επαναστάτες γραφικοί που δεν τους έπαιρνε κάνεις στα σοβαρά. Τα παιδιά είχαν ξεσπάσματα βίας και οι γονείς τα έτρεχαν σε ψυχολόγους για να τα γιατρέψουν. Αλλά και σ’ αυτούς πρέπει να μιλάς. Πώς να μιλήσει κάποιος που δεν ξέρει να μιλάει;

    Και απ’ το χωριό που δεν μιλά φτάσαμε στην πόλη, τη χώρα, τον πλανήτη που δεν μιλά, δεν αντιδρά, δεν διαμαρτύρεται ούτε για τους πολέμους, ούτε για την αδικία, ούτε για τίποτα. Μόνο ελάχιστοι το κάνουν κι όσο θα περνά ο καιρός ακόμα πιο λίγοι. Και αν θα ζούσε ο Κώστας και τα έβλεπε όλα αυτά, θα έβγαινε απ’ το στόμα του μια κραυγή.

    Αντιδράστε, εκφραστείτε, μιλήστε, επικοινωνήστε, όχι άλλη σιωπή!

    Πεθαίνει ο κόσμος.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --