Είναι γνωστή ιδιότητα του χαμαιλέοντα να προσαρμόζεται στο χρώμα του περιβάλλοντός. Ωστόσο, η ιδιότητα αυτή έχει εν μέρει υπερτιμηθεί καθώς στην πραγματικότητα, οι χαμαιλέοντες έχουν στη διάθεσή τους μία αρκετά περιορισμένη ποικιλία χρωμάτων:
Κάθε είδος διαθέτει, ουσιαστικά, μία γκάμα χρωστικών, χαρακτηριστική , κατά κανόνα, στις αποχρώσεις του κίτρινου, του καφέ και του κοκκινωπού.
Ο χρωματισμός του χαμαιλέοντα αποτελεί, πρώτα απ’ όλα, ένα όπλο καμουφλαρίσματος η οποία αντισταθμίζει τη βραδύτητά του. Η αλλαγή του χρώματος γίνεται υπό νευροορμονικό έλεγχο, σε συνάρτηση με οπτικά ερεθίσματα καθώς επίσης της θερμοκρασίας και της ψυχικής του κατάστασης.
Το χρώμα του δέρματός του αποτελεί ένα πραγματικό βαρόμετρο της διάθεσής του. Το ένα είδος κιτρινίζει ως αποτέλεσμα κάποιας αρρώστιας, το άλλο ντύνεται μ’ επιθετικά χρώματα για ν’ απομακρύνει κάποιον εισβολέα ή γίνεται άλικο την εποχή του ζευγαρώματος.