17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Αλκυονίδες μέρες

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

     Χειμωνιάτικος καιρός. Μια συννεφιά βαριά έκρυβε τον ήλιο που μόλις είχε ανατείλει κι ένα ξεροβόρι σφύριζε στα καλώδια του ηλεκτρικού και στα στενοσόκακα της πόλης.

    Στον πέμπτο όροφο της ημιτελούς πολυκατοικίας το συνεργείο των οικοδόμων, δέκα άτομα όλα κι όλα, προσπαθούσε να ζεσταθεί από τις φλόγες της φωτιάς που είχε ανάψει με τα σάπια κι άχρηστα ξύλα των καλουπιών.

    -- Διαφήμιση --

    Μέρες τώρα  είχαν να δουλέψουν, αφού η βροχή που ως τα χτες έπεφτε συνεχώς δεν τους επέτρεπε. Τούτη όμως η μέρα τους φάνηκε διαφορετική. Το νερό σταμάτησε να πέφτει και μπορούσαν πια να ξεκινήσουν το καλούπωμα του έκτου ορόφου. Το κρύο κι ο βοριάς απλά θα δυσκόλευαν τις προσπάθειές τους. Όμως το μεροκάματο θα το έπαιρναν κανονικά. Ο εργολάβος, ο μαστρο-Αρίστος, τους το είχε πει ξεκάθαρα:

    -Άμα κρατήσει ο καιρός, πιάνουμε δουλειά, χωρίς τηλέφωνα και τέτοια.

    -- Διαφήμιση --

    Όμως η ώρα περνούσε και δε φαινόταν ακόμη.

    -Λες να τον πλάκωσε το πάπλωμα; Είπε κάποιος κι όλοι γέλασαν.

    Περίμεναν για λίγο ακόμη χαζολογώντας γύρω απ’ τη φωτιά κι ύστερα ο Βαγγέλης, ένας τριαντάχρονος ξανθούλης άντρας, πήρε την ποδιά του και τη φόρεσε.

    -Άντε,  παιδιά, είπε. Πάμε σιγά-σιγά. Με το να καθόμαστε γύρω απ’ τη φωτιά δε βγαίνει μεροκάματο.

    Έβαλε πρόκες στις τσέπες της ποδιάς, πήρε σκεπάρνι, αλφάδι και πριόνι και ξεκίνησε για την ταράτσα, όπου ήδη υπήρχαν τοποθετημένα με τάξη από τις προηγούμενες μέρες, πριν ακόμη χαλάσει ο καιρός, μαδέρια και σανίδια.

    Σε λίγο ακολούθησαν ένας-ένας κι οι άλλοι και η ταράτσα έγινε ένα θορυβώδες εργοτάξιο.

    Ο καθένας ήξερε τι πρέπει να κάνει. Δούλευαν χρόνια μαζί κι έτσι δε χρειαζόταν να παραβρίσκεται πάντα ο μαστρο-Αρίστος. Τους εμπιστεύονταν εκείνος κι αυτοί του το ανταπέδιδαν με τον καλύτερο τρόπο, αφού δούλευαν με την ψυχή τους. Βεβαιότατα και οι πληρωμές γίνονταν στην ώρα τους και τα ασφαλιστικά ταμεία των εργατών εξοφλούνταν κανονικά, αφού δε δεχόταν εργάτη ανασφάλιστο στη δουλειά, “για λόγους ιδεολογικούς”, όπως έλεγε.

    Συνέβαινε καμιά φορά να καθυστερεί να φανεί στην οικοδομή ο Αρίστος, όχι όμως και στη δουλειά! Πάντα σηκωνόταν στην ώρα του και ξεκινούσε να δουλεύει. Πότε έτρεχε ν’ αγοράσει υλικά, πότε να κλείσει συμφωνίες ή καινούριες δουλειές, πότε να τακτοποιήσει οικονομικές δοσοληψίες με το λογιστή, το κράτος ή τις τράπεζες. Γι’ αυτό και δεν ανησύχησαν για τη σημερινή του καθυστέρηση και το ’ριξαν  στο καλαμπούρι.

    Όταν, όμως, τον είδαν από μακριά να ’ρχεται, τους κόπηκε κάθε διάθεση για πλάκα. Το πρόσωπό του, συνοφρυωμένο και βλοσυρό, έδειχνε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Θα ’λεγε κανείς πως ήταν η προσωποποίηση της στεναχώριας.

    Κάποιος νέος επιχείρησε να ξεκινήσει τα πειράγματα περί στρώματος που τον πλάκωσε ή άλλων πονηρών υπονοουμένων, όπως γινόταν άλλες φορές  και ξεκαρδιζόντουσαν στα γέλια, αλλά κατάλαβε γρήγορα πως δεν ήταν κατάλληλη η ώρα και λούφαξε.

    Ο Βαγγέλης, που είχε περισσότερο θάρρος μαζί του και λέγανε και μερικές κουβέντες παραπάνω, παράτησε για λίγο τη δουλειά και τον πλησίασε.

    -Τι τρέχει, αφεντικό; του είπε με ύφος φιλικό κι αγαπησιάρικο. Δε σε βλέπω καλά σήμερα.

    -Μάζεψε και τους άλλους και κατεβείτε στον πέμπτο όροφο, απάντησε εκείνος κι αγνοώντας την παρατήρηση του Βαγγέλη. Έχουμε να μιλήσουμε.

    Ο Βαγγέλης κατάλαβε πως δεν ήταν ώρα για χωρατά και, χωρίς  να ρωτήσει πώς και γιατί, βάλθηκε να μαζεύει τους εργάτες.

    Σε λίγο βρέθηκαν πάλι γύρω από τη φωτιά, αλλά τούτη τη φορά μ’ εντελώς διαφορετική διάθεση και την αγωνία να τους κατατρώει. Τι είναι πάλι και τούτο; Τι να θέλει τάχα πάλι ο μαστρο-Αρίστος;

    Η αγωνία τους όμως δεν κράτησε πολύ. Αφού μαζεύτηκαν όλοι, σηκώθηκε ο Αρίστος όρθιος στη μέση:

    -Είμαστε όλοι εδώ; είπε περισσότερο για να κρύψει τη δική του αμηχανία και λιγότερο γιατί δεν μπορούσε να εντοπίσει τυχόν απουσία κάποιου.

    -΄Ήθελα, συνέχισε, να κουβεντιάσουμε όλοι μαζί ένα σοβαρό θέμα που προέκυψε. Θέλω από την αρχή να ξεκαθαρίσω πως σκέφτηκα πάρα πολύ πριν καταλήξω σε τούτη τη συζήτηση και πως, επειδή πρόκειται για υπόθεση κρίσιμη κι ο καθένας διαφορετικά μετρά τις καταστάσεις ανάλογα με τα δικά του θέλω και τις δικές του αντοχές, δεν πρόκειται να παρεξηγήσω την όποια απόφαση πάρει ο καθένας σας.

    -Αφεντικό, μας τρομάζεις! Είπε ο Βαγγέλης. Μίλα καθαρά. Τι τρέχει; Και στο πρόσωπό του τώρα καθρεφτίζονταν η αγωνία.

    -Παστρικές κουβέντες θέλετε και παστρικές θ’  ακούσετε, Βαγγέλη. Πάντα έτσι μέχρι τώρα συζητούσαμε.

    Σταμάτησε για λίγο, άναψε τσιγάρο, ρούφηξε βαθιά τον καπνό μια δυο φορές κι ύστερα:

    – Μέρες τώρα, είπε παλεύω με την τράπεζα για το δάνειο που μου είχαν πει πως εγκρίθηκε εδώ και καιρό. Όλο μου λέγαν πως πρέπει να περιμένω λίγο, γιατί είχε εγκριθεί βέβαια, αλλά η τράπεζα λόγω της κρίσης είχε κάποια οικονομική στενότητα και δεν μπορούσε να το εκταμιεύσει προς το παρόν. Κι όλο εγώ περίμενα κι όλο αυξάνονταν οι δικές μου υποχρεώσεις κι έβλεπα να δυσκολεύει η υπόθεση και κινδύνευα να βρεθώ σ’ αδιέξοδο.

    Σήμερα, λοιπόν, πήγα στο διευθυντή και του ζήτησα να δεσμευτεί και ξεκάθαρα να μου απαντήσει τι μέλλει να γίνει. Του είπα ότι με την ταχτική αυτή θα με σπρώξουν στη χρεοκοπία! Τον πίεσα να μου πει τη δική του γνώμη κι όχι την άποψη της τράπεζας. Κι εκείνος μου αποκάλυψε πως έχει εντολή από τις κεντρικές υπηρεσίες να μην εκταμιεύσει και τα ήδη εγκεκριμένα δάνεια. Γνώμη του είναι πως δεν είναι εύκολο ν’ ανακληθεί η απόφαση αυτή για όσα δάνεια έχουν σχέση με τις οικοδομές!

    Με βάση τα δεδομένα αυτά, κάθισα και μέτρησα τα πράματα και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν μου είναι δυνατό να τελειώσω την οικοδομή με δικά μου μόνο κεφάλαια, ούτε και θα μπορέσω να δανειστώ από τράπεζες, αφού, άμα ξεσπάσει η κρίση, δε θα είναι εύκολο να πουληθούν τα διαμερίσματα και η τράπεζα χάρες δεν κάνει!

    Σκέφτηκα, λοιπόν, ν’ απευθυνθώ σε σας και να σας ζητήσω μια πίστωση μέχρι να τελειώσει η πολυκατοικία. Ξέρω ότι αυτό δύσκολα μπορείτε να τ’ αντέξετε κι γι’ αυτό είπα απ’ την αρχή ότι δε θα παρεξηγήσω την όποια θέση σας. Εννοείται ότι τα μέχρι τώρα μεροκάματά σας θα καταβληθούν κανονικά! Ξέρω ακόμα ότι δεν είναι μόνο θέμα θέλησης, αλλά πρέπει κανείς και να μπορεί να πάρει τη μια ή την άλλη απόφαση. Όπως εγώ έχω οικογένεια, το ίδιο έχετε κι εσείς. Δεν είναι εύκολο μέσα στην κρίση να δουλεύετε τζάμπα. Το κακό είναι ότι δεν μπορώ να σας πω πότε θα πουληθούν τα διαμερίσματα.

    Η σιωπή που μέχρι τώρα επικρατούσε στο συνεργείο έγινε παγωμάρα. Τι ήταν πάλι και τούτο; Ο Αρίστος ήταν καλός και συνεπής στις υποχρεώσεις του. Ήξεραν πως δεν άλλαζε εύκολα προσωπικό χωρίς λόγο. Τώρα; Τι θα γίνει τώρα; Ο καθένας μετρούσε τις υποχρεώσεις και τις ανάγκες του και σκεφτόταν το μέλλον του, που δε φαινόταν ευχάριστο.

    -Εγώ, αφεντικό, είπε πρώτος ο Βαγγέλης, όπως ξέρεις, ζω μόνος μου κι υποχρεώσεις άμεσες δεν έχω. Ούτε γυναίκα ούτε παιδιά. Κάποια λεφτουδάκια στην άκρη, για το δύσκολο καιρό, υπάρχουν για να συντηρηθώ. Είμαι, λοιπόν, μαζί σου. Όμως πώς θα πληρωθούν τα υλικά και τ’ άλλα μεροκάματα, των άλλων ειδικοτήτων;

    -Καταρχήν, Βαγγέλη μου, σ’ ευχαριστώ για την προθυμία και την εμπιστοσύνη, είπε ο Αρίστος. Όσο, τώρα, για τα υλικά, έχω υπολογίσει τα λεφτά μου και μου φτάνουν, όπως και για να συντηρήσω την οικογένεια για ένα διάστημα. Αν δεν είχα ούτε κι αυτά, θα είχα ήδη χρεοκοπήσει. Όσο για τα μεροκάματα των άλλων ειδικοτήτων, υπολογίζω στους υπόλοιπους συνεργάτες μου. Σήμερα ξεκίνησα από σας. Αν δεν εξασφαλίσω όλη τη διαδικασία, δε θα ισχύσουν όσα λέμε σήμερα. Δε θα έχει άλλωστε νόημα.

    Δυο ακόμα νεαροί, ο Γιάννης κι ο Μιχάλης, βεβαίωσαν τον Αρίστο για τη συμμετοχή τους στο εγχείρημα.

    -Μαστρο-Αρίστο, κι εμείς μπορούμε να δουλέψουμε μαζί σου.

    -Ευχαριστώ, παιδιά, τους είπε. Και τώρα, μόλις τελειώσετε το μεσημέρι, ελάτε όλοι να πληρωθείτε τα μεροκάματά σας. Όσοι από τους άλλους θελήσετε να συνεχίσετε μ’ αυτούς τους όρους, τηλεφωνήστε μου. Με τους υπόλοιπους, το Βαγγέλη, το Γιάννη και το Μιχάλη, θα επικοινωνήσω εγώ.

    -Μάστορα, είπε ο Έντι, θα θέλαμε κι εμείς να βοηθήσουμε, αλλά έχουμε οικογένειες και δεν μπορούμε. Τι θα φάνε αν δεν πληρωνόμαστε;

    -Το καταλαβαίνω, Έντι, είπε ο Αρίστος. Γι’ αυτό κι από την αρχή σας είπα πως δεν πρόκειται να παρεξηγήσω την όποια απόφαση πάρει ο καθένας σας. Δεν αρκεί να θέλει κανείς κάτι. Πρέπει και να μπορεί. Και τώρα θα μου επιτρέψετε να σας αφήσω για να πάω για κάποιες δουλειές. Θα τα πούμε μετά το σχόλασμα, είπε κι  απομακρύνθηκε με βήμα βαρύ.

    Για λίγο στην παρέα των εργατών έπεσε σιγή. Ύστερα ο καθένας άρχισε να λέει τα δικά του. Άλλος διεκτραγωδούσε τη φτώχεια του, άλλος ανέφερε τις υποχρεώσεις του… όλοι όμως συμφωνούσαν πως δεν έπρεπε να παρατήσουν τον Αρίστο τώρα στα δύσκολα, αφού μέχρι τώρα ήταν άψογος στη συνεργασία του και καθαρός στις σχέσεις του.

    Πέρασαν αρκετές μέρες από την τελευταία μέρα που κουβέντιασαν. Ο καιρός είχε αρχίσει να βελτιώνεται κάπως. Ένας ήλιος χειμωνιάτικος ζέσταινε τη μέρα του Γενάρη. Αλκυονίδες μέρες μέσα στην παγωνιά της κρίσης. Πάνω στην ταράτσα πέντε οικοδόμοι κι ο Αρίστος έκτος καλούπωναν τον έκτο όροφο.  Συχνά γινόντουσαν περισσότεροι, όταν οι άλλοι του συνεργείου δεν είχαν αλλού μεροκάματο, Η συναδελφική αλληλεγγύη κι ανθρωπιά πάλευαν ήδη με την κρίση που δυνάμωνε στον περίγυρό τους. Στα πρώτα πατώματα ορθώνονταν ήδη οι τοίχοι και σε λίγο καιρό η πολυκατοικία είχε τελειώσει γεμίζοντας περηφάνια τους κατασκευαστές της.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --