16.8 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    «Ανάνηψον, Γιαννάκη!»

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Το παραδοσιακό διώροφο κουβαλούσε στις πλάτες του σχεδόν διψήφιο αριθμό δεκαετηρίδων. Οι μουντοί τοίχοι, τα ξεθωριασμένα πορτοπαράθυρα και τα πατώματα, που έτριζαν ανατριχιαστικά κάτω από το βάρος των βημάτων, μαρτυρούσαν την ηλικία του, η οποία φαινόταν να συμβαδίζει σχεδόν μ’ εκείνη του βενετσιάνικου κάστρου, μέσα στο οποίο ήταν χτισμένο, παρόλο που ο ρυθμός του παρέπεμπε ολοφάνερα σε μεταγενέστερη εποχή· τα καφασωτά παράθυρα έδειχναν πως το σπίτι χτίστηκε πολύ αργότερα από τη βενετική κυριαρχία, στον καιρό της τουρκοκρατίας.

    Ανεβαίνοντας κανείς τη μακριά ξύλινη σκάλα, αφού έκανε μια στάση στον ημιώροφο, όπου υπήρχε ένα ανεξάρτητο δωμάτιο, έφτανε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Στο ισόγειο έμπαινες από διαφορετική είσοδο. Δεν ήταν όμως αποκομμένο από τους άλλους ορόφους, αφού εσωτερικά επικοινωνούσε με το υπόλοιπο σπίτι χάρη σε μια επίσης ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σε μια πόρτα στον ημιώροφο, ακριβώς δίπλα από την είσοδο του δωματίου. Επειδή οι δυο πόρτες ήταν η μια πλάι στην άλλη, έδιναν την εντύπωση στον επισκέπτη πως υπήρχαν εκεί δυο διαφορετικά δωμάτια. Και δεν ήταν βέβαια αυτή η μόνη πλάνη που αιωρούνταν σ’ αυτό το σπίτι!

    -- Διαφήμιση --

    Όπως ήδη προαναφέραμε, υπήρχε καταρχήν ασυμφωνία μεταξύ του ρυθμού και της γενικότερης εικόνας του σπιτιού: Ενώ από μια πρώτη ματιά το σπίτι έμοιαζε χιλιοχρονίτικο, ο ρυθμός του το διέψευδε, κι ενώ το κεφαλόσκαλο του ημιωρόφου φανέρωνε δυο πόρτες, το δωμάτιο ήταν μοναδικό και δίπλα του η κάθοδος προς το ισόγειο.

    Όμως τούτη την ασυμφωνία την ακολουθούσαν μια σειρά άλλες: Το ενιαίο σπίτι κατοικούνταν από δυο οικογένειες, ενός ζευγαριού και του παιδιού τους, ενός δεκαπεντάχρονου πιτσιρικά με πάμπολλα ενδιαφέροντα, και του αδερφού του πατέρα του εφήβου και της γυναίκας του, την οικογένεια δηλαδή του θείου. Αυτή η συγκατοίκηση δικαιολογούσε και την ύπαρξη της πόρτας που απομόνωνε το ισόγειο από το υπόλοιπο σπίτι, χωρίς όμως και ν’ αποκλείει την επικοινωνία παντελώς.

    -- Διαφήμιση --

    Η πρόσοψη του οικοδομήματος έβλεπε στο στενό δρομάκι, στο οποίο μόλις και μετά βίας χωρούσε ένα μικρό αυτοκίνητο, κι έβλεπε τα καφασωτά παράθυρα των απέναντι σπιτιών των γειτόνων. Ο δρόμος, στρωμένος μ’ ένα ξεδοντιασμένο από τα χρόνια καλντερίμι, κάλυπτε τις πληγές του χρόνου με το τσιμέντο που έριχναν οι κάτοικοι, για να γεμίσουν τις λακκούβες και ν’ αποφεύγουν τα στάσιμα  νερά κατά τη διάρκεια του χειμώνα ή τις παγίδες, κατά τη νύχτα κυρίως, οι ποδηλάτες, αφού οι δυο τροχοί ήταν υπεραρκετοί για τη μετακίνηση ανθρώπων κι αναγκαίων εμπορευμάτων στα σοκάκια του κάστρου.

    Το πίσω μέρος του σπιτιού έβλεπε σε μια μικρή αυλή, που συνόρευε με τους ακάλυπτους χώρους γειτονικών σπιτιών, δεξιά κι αριστερά όπως κοιτούσε κανείς το οίκημα, και την αυλή του κυρ Σπύρου, που είχε το ακριβώς απέναντι διώροφο. «Δια τον φόβον των Ιουδαίων» όμως, όπως έλεγε κι ο θείος του νεαρού, η αυλή περιβάλλονταν από ψηλό τοίχο, έτσι που να μην έχει οπτική επαφή με τις διπλανές και να μοιάζει μ’ ένα πράσινο πηγάδι. Πράσινο, γιατί οι κυρίες του σπιτιού είχαν φροντίσει να φυτέψουν αρκετά λουλούδια και δεντράκια, τα οποία πότιζαν με το νερό του πραγματικού πηγαδιού, το οποίο, απ’ τον καιρό που χτίστηκε το διώροφο, υπήρχε στο κέντρο της αυλής. Ποιος ξέρει ποια σκοπιμότητα να υπηρετούσε η ύπαρξή του. Το στόχο της αυτάρκειας σε καιρό πολιορκίας; Την αντιμετώπιση του προβλήματος της κεντρικής ύδρευσης της πόλης ή της ξηρασίας που κάθε τόσο τη βασάνιζε; Γεγονός πάντως είναι πως, ανεξάρτητα από το λόγο της δημιουργίας του, το πηγάδι αυτό ήταν σωτήριο για τον κήπο και τη λάτρα των οικογενειών των δύο αδερφιών.

    Μικρός λοιπόν ο κήπος μ’ αρκετή βλάστηση, αλλά, όπως ήταν βορινός κι ο ήλιος δεν τον έβλεπε και πολύ, έκρυβε το φυσικό φως των παραθύρων του ισογείου. Τη μέρα σαν έμπαινες στα πίσω δωμάτια του σπιτιού βρισκόσουν σ’ ένα υποβλητικό ημίφως που, καθώς συνοδευόταν με την αναμενόμενη υγρασία που κατέτρωγε τις ξύλινες πόρτες του και τους σοβάδες των τοίχων, σου προκαλούσε ασυναίσθητα ένα σφίξιμο στο στομάχι, σα να περίμενες κάτι κακό!

    Σ’ αυτό λοιπόν το σπίτι μεγάλωνε ο Γιαννάκης κάτω από την επιτήρηση και τη σκέπη της αγάπης των γονιών και των θείων του. Μιας αγάπης ασφυκτικής, αφού βρισκόταν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα τόσο του θείου του Αριστόβουλου και της θείας Νίκης, όσο και των γονιών του. Τα πάντα έπρεπε να περνούν από την έγκριση των τεσσάρων· τα ρούχα του, τα τραγούδια που άκουγε, οι δίσκοι που αγόραζε και, ασφαλώς, τα βιβλία που θα διάβαζε, ιδίως αν ήταν εξωσχολικά. Και μπορεί η μαμά του να έκανε καμιά φορά τα στραβά μάτια σε μερικά παραπτώματά του, αλλά η θεία Νίκη τα κατέγραφε όλα και τα μετέφερε με κάθε λεπτομέρεια στο θείο Αριστόβουλο. Εκείνος με ύφος σοβαρό -έτσι νόμιζε όταν ήταν μικρός, γιατί όταν πέρασε την εφηβεία το θεωρούσε απλά σοβαροφανές- τον παρατηρούσε πάντα μ’ εκείνη τη φράση που είχε σφηνωθεί στο μυαλό του και του προκαλούσε αλλεργία κάθε φορά που την άκουγε από τη βαριά, βραχνή φωνή του θείου του:

    – Ανάνηψον, Γιαννάκη!

    Δεν ήταν μόνο που η αποκρουστική φωνή έβγαινε, εντελώς παράταιρη, από το στόμα ενός λεπτοκαμωμένου μικρόσωμου ανθρώπου, αλλά τον εκνεύριζε κυρίως το γεγονός ότι δεν καταλάβαινε τι ήθελε να του πει ο θείος. Τι να κάνει δηλαδή; Να νιφτεί; Μα πλενόταν τακτικά! Να τον ρωτήσει να του εξηγήσει ούτε που το σκεφτόταν! Αργότερα, βέβαια, όταν μεγάλωσε κάπως, απόχτησε τη βεβαιότητα πως ούτε κι εκείνος ήξερε! Απλά χρησιμοποιούσε τη φράση, την οποία είχε ακούσει ποιος ξέρει από πού, γιατί τη θεωρούσε σοβαρή και βαρύγδουπη! Και πραγματικά κατάφερνε να δημιουργήσει πανικό στον καημένο το Γιαννάκη!

    Δεν ήταν όμως μόνο η φράση πρόξενος του πανικού. Ήταν κι η ίδια η προσωπικότητα του θείου! Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως στην κατοχή ήταν μαυραγορίτης και πως απ’ αυτή του τη δουλειά απόχτησε το σπίτι, το οποίο το παραχωρούσε στον αδερφό του επειδή αυτός δεν είχε παιδιά. Ο ίδιος έμενε στο ισόγειο για να έχει τρόπο διαφυγής σε περίπτωση κινδύνου. Όταν οι κομμουνιστές προσπάθησαν να τον πιάσουν ως δωσίλογο κατά την απελευθέρωση, η αυλή τον έσωσε, αφού κατάφερε να πηδήσει στον ακάλυπτο του κυρ Σπύρου και να εξαφανιστεί. Ευτυχώς που ήρθε μετά ο εμφύλιος και γλίτωσε η χώρα από τους συμμορίτες κι ο θείος έπαψε πια να είναι καταζητούμενος και συναναστρεφόταν με σημαντικά πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας. Το κυνηγητό έπαψε γι’ αυτόν, αλλά το ισόγειο δεν το αποχωριζόταν. Άλλωστε, όπως έλεγε κι ο φίλος του, ο διοικητής της ασφάλειας, «οι κομμουνισταί δρουν ακόμη παρανόμως στη χώρα»!

    Κάποιοι βέβαια είχαν σφυρίξει στον Γιαννάκη ότι ο θείος του ήταν χαφιές της ασφάλειας, αλλά εκείνος δεν το πίστευε. Ο θείος ήταν σοβαρός άνθρωπος, οι αρχές τον εκτιμούσαν κι έκανε παρέα με κάποιους αστυνομικούς· αυτό ήταν όλο! Τ’ άλλα ήταν υπερβολές και συκοφαντίες! Είναι δυνατό ο θείος Αριστόβουλος να ήταν μαυραγορίτης και συνεργάτης των Γερμανών; Κακοήθειες!

    Και οι δυο φαμίλιες, λοιπόν, παρά τα επιφαινόμενα διαπαιδαγωγούσαν και φρόντιζαν το ίδιο παιδί, το Γιαννάκη! Κι ήταν ν’ απορεί κανείς πώς κατάφερνε το ασθενικό σωματάκι του μικρού να σηκώνει το τεράστιο βάρος της ανατροφής των δύο αδερφών και των συζύγων τους! Γιατί, βέβαια, η προσπάθεια των αδερφών να μεγαλώσουν σωστά το Γιαννάκη ούτε ενιαία ήταν πάντα, ούτε κοινούς στόχους είχε! Για το μεγάλωμα του παιδιού δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά, αν εξαιρέσει κανείς τον παράγοντα της ενηλικίωσης. Το πρόβλημα ήταν κυρίως η ερμηνεία του όρου «σωστά»! Εδώ υπήρχαν διαφωνίες και ως προς τα μέσα και ως προς τα όρια που έπρεπε να επιβληθούν στο νεαρό! Έτσι ο ταλαίπωρος ο Γιαννάκης έπρεπε συνεχώς να μαντεύει τις προθέσεις και τις διαθέσεις των τεσσάρων ενηλίκων. Κι όχι μόνο! Γιατί υπήρχαν και οι φίλοι του θείου που τον πληροφορούσαν κάθε φορά για το πού πάει, τι κάνει, με ποιους βγαίνει και από πού κρατά η σκούφια τους. Έτσι ο Γιαννάκης αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στο δωμάτιο του ημιωρόφου, το οποίο έκανε υπνοδωμάτιο και χώρο συνάντησης με τους φίλους του, αφού εκεί ούτε η θεία Νίκη ανέβαινε, λόγω των αρθριτικών της, ούτε οι φίλοι του θείου μπορούσαν να ξέρουν ποιος μπαινοβγαίνει, αφού θεωρούσαν άκομψο να παρακολουθούν τα σπίτια των δικών τους ανθρώπων. Είχαν άλλωστε τόσα να παρακολουθήσουν!

    Σ’ αυτό το δωμάτιο, λοιπόν, μάζευε ο Γιαννάκης τους φίλους του κι ακούγανε από δίσκους βινυλίου τραγούδια διάφορων συνθετών, λαϊκών και μη, ακόμη και απαγορευμένα του Θεοδωράκη, που δεν τα ήξερε ο θείος και οι φίλοι του και νόμιζαν ότι είναι του Χατζιδάκι.

    Μια φορά όμως δεν κατάφερε να του ξεφύγει του θείου. Ήταν τότε που ζωγράφισε μερικούς πίνακες με θέμα την κατοχή και τα όσα τράβηξε ο άμαχος πληθυσμός. Σ’ ένα απ’ αυτούς είχε ζωγραφίσει κι έναν καταδότη με μάσκα που υποδείκνυε κάποιον ύποπτο στους Γερμανούς. Τότε ήταν που ο θείος άφρισε απ’ το κακό του. Δεν τον είχε δει ποτέ του έτσι ο Γιαννάκης. Αφού κατσάδιασε τη μάνα του γιατί «δεν πρόσεχε το παιδί και το άφηνε εκτεθειμένο στους κομμουνιστάς» κατέστρεψε τις ζωγραφιές με το επιχείρημα ότι τέτοια πράματα δεν έγιναν ποτέ και πως αυτά τα λένε οι εχθροί της πατρίδας και οι κομμουνισταί. Και κατέληξε βέβαια και πάλι με τη συνηθισμένη φράση-φόβητρο:

    – Ανάνηψον, Γιαννάκη!

    Και για ν’ ανανήψει ο Γιαννάκης ο θείος έφερε στο σπίτι τον πατέρα Αγάπιο, έναν ιερομόναχο, να κατηχήσει το παιδί και να το κάνει σωστό άνθρωπο. Ο Αγάπιος προσπάθησε να πλησιάσει το νεαρό, που πια κόντευε τα δεκαοχτώ, του μίλησε φιλικά κι ανθρώπινα και τελικά ο Γιαννάκης αποφάσισε να γίνει καλόγερος στο Άγιο Όρος!

    Η φυγή του μονάκριβου βλασταριού τους απ’ το σπίτι έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία! Οι γονείς του έβαλαν τα κλάματα, παρακάλεσαν τον Αγάπιο να τους τον φέρει πίσω, αλλά δεν κατάφεραν όμως τίποτα! Ο θείος κινητοποίησε τους δικούς του ανθρώπους, αφού πρώτα απείλησε κι έβρισε τον Αγάπιο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Από την αστυνομία οι δικοί του τού είπαν πως, επειδή είναι φίλος τους, μπορούν γι’ αυτόν να κάνουν τα πάντα, αλλά δεν μπορούν να τα βάλουν και με την εκκλησία και τους παπάδες!

    – Με την εκκλησία δεν μπορούμε να τα βάλουμε! Είναι πιο δυνατή από μας. Εξάλλου μπορεί το παιδί να έχει κλίση στο μοναχισμό· να το εμποδίσουμε;

    – Είπαμε να δουλευόμαστε, αλλά όχι και μεταξύ μας! Τους απάντησε και περίμενε υπομονετικά την ώρα της εκδίκησης. 

    Σε λίγο, ευτυχώς για κείνον, έγινε το πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών. Πήγε, κλάφτηκε στους καινούριους ισχυρούς, τους παρακάλεσε:

    – Είναι δυνατόν ολόκληρη επανάστασις να μην μπορεί να σώσει τα παιδιά των εθνικοφρόνων;

    Έτσι ο Γιαννάκης παραδόθηκε και πάλι στους δικούς του και την ανθρώπινη κοινωνία, αφού έκανε για λίγο το χρέος του στο «Περιβόλι της Παναγιάς». Φαίνεται πως η χουντική παρέμβαση ήταν απλά η αφορμή για να γυρίσει ο νέος στον κόσμο, αφού μάλλον δεν είχε, παρά τα όσα έλεγαν οι φίλοι του θείου, κλίση στο μοναχισμό και, όπως είναι γνωστό, είναι βαριά η καλογερική!

    Γύρισε λοιπόν πίσω ο Γιαννάκης βλαστημώντας θεούς και δαίμονες και κατατάχτηκε στο στρατό, για να υπηρετήσει, μετά τη θρησκεία, και την πατρίδα. Ο θείος φρόντισε να μην απομακρυνθεί πολύ από την πόλη κι έτσι μπόρεσε να παραβρεθεί μαζί με τους άλλους στην κηδεία της θείας Νίκης, που έφυγε από εγκεφαλικό.

    Έμεινε μόνος πια ο θείος, οικότροφος στην οικογένεια του αδερφού του για έναν περίπου χρόνο, ώσπου απολύθηκε από το στρατό ο Γιαννάκης. Όμως κι αυτός δεν επρόκειτο να ζήσει πολύ, αφού ο μεγαλοδύναμος αποφάσισε να τον καλέσει να δώσει εξηγήσεις για όσα έγιναν στην κατοχή, τον εμφύλιο και την «επανάσταση».

    Έφυγε λοιπόν ο Αριστόβουλος πριν φύγει η χούντα κι άφησε πίσω του το Νικολάκη με την οικογένειά του. Ο πατέρας του, μικροσυνταξιούχος, ίσα που τα έφερνε βόλτα. Σε λίγο αποδήμησε κι αυτός στον Κύριο κι έμεινε μόνο τώρα η μάνα κι ο μοναχογιός της, ο οποίος την κατηγορούσε για όσα πέρασε μια ζωή! Θεωρούσε ότι εκείνη έφταιγε για όλα.

    – Εσύ φταις! Της έλεγε. Ποτέ δε φρόντισες να παραμερίσεις τους άλλους και να ζήσουμε μόνοι σαν οικογένεια. Άμα πάταγες πόδι στο μακαρίτη τον πατέρα, θα τα κατάφερνες. Αλλά δε νοιάστηκες ποτέ σου.

    Στις διαμαρτυρίες της πως, κι όσες φορές προσπάθησε να προστατέψει την οικογένειά της, δεν κατάφερε τίποτε να κάνει, αφού ο μακαρίτης ο θείος έμπαινε πάντα στη μέση κι ο πατέρας του ήταν άβουλος κι επηρεαζόταν από κείνον, αυτός επέμενε ότι όλο το φταίξιμο ήταν δικό της!

    Ο Γιαννάκης της, τριανταπεντάρης πια, ήταν σχεδόν μόνιμα άνεργος, αφού ήταν ανειδίκευτος και δεν είχε και διάθεση να δουλέψει εργάτης. Για ένα μικρό διάστημα έκανε τον αγιογράφο, τέχνη που την είχε μάθει στο Όρος, μένοντας στο διώροφο με τη μάνα του που είχε πια γεράσει απ’ τον καημό της και τα βάσανα που περνούσε.

    – Παντρέψου, αγόρι μου, του ’λεγε. Δεν μπορώ πια να σε φροντίζω. Έχω γεράσει δεν το βλέπεις;

    – Βλέπεις πως πάλι θέλεις να βγάλεις την ουρά σου απ’ έξω; Της απαντούσε.

    Εκείνη βαλάντωνε, πότε φανερά και πότε στα κρυφά, στο κλάμα. Έκλαιγε για τη μοίρα της, για τη μαύρη τη ζωή που πέρασε, για το γιο της που δεν έλεγε να ωριμάσει και να μεγαλώσει. Έτσι τυλιγμένη στη θλίψη και την απόγνωση τη βρήκε μια νύχτα του χειμώνα ο θάνατος!

    Τότε, εκείνες τις ώρες ο Γιαννάκης σκέφτηκε πως μπορεί κι η μάνα του να ’χε τα δίκια της έτσι που στραβογέρασε παράκαιρα θαμμένη σ’ εκείνο  το σπίτι με τον πατέρα του και το θείο – δυνάστη. Μόνο εκείνες τις ώρες όμως. Γιατί μετά επανερχόταν στα παλιά και τις απόψεις που ποτέ του δεν άλλαξαν. Κανέναν οίκτο δεν είχε διάθεση να δείξει, επειδή ποτέ του δεν μπόρεσε να συγχωρήσει την υποχωρητικότητά της.

    Αφού πέρασαν οι πρώτες μέρες της θλίψης, όταν γείτονες και γνωστοί έρχονταν για να τον συλλυπηθούν, κλείστηκε για καλά στον εαυτό του. Φίλοι δεν υπήρχαν να τον συναντήσουν, αφού πάντα αυτό το είδος των ανθρώπων δεν αφθονούσε στα μέλη της οικογένειάς του. Κάποια παιδιά, που κάνανε παρέα μαζί του όταν ήτανε μικρότεροι, τώρα, σαραντάρηδες σχεδόν, είχαν αποκατασταθεί επαγγελματικά, ήταν ήδη παντρεμένοι κι είχαν τα δικά τους ενδιαφέροντα κι υποχρεώσεις. Τίποτε πια κοινό δεν είχαν που να τους δένει. Άλλωστε οι πιο πολλοί είχαν πια μετοικήσει σ’ άλλες συνοικίες της πόλης, έξω από το κάστρο ή ακόμη και σ’ άλλες πόλεις. Έμεινε λοιπόν αυτός κι η μοναξιά του να περιτριγυρίζουν στις σκάλες του διώροφου και να μπαινοβγαίνουν στ’ άδεια δωμάτια.

    Στο μεταξύ τα χορτάρια και τα δέντρα του κήπου, παρατημένα καθώς ήταν, θέριευαν κι έπνιγαν την αυλή. Κάποιοι κισσοί σκαρφάλωναν στους εσωτερικούς τοίχους της μονοκατοικίας κι επέτειναν το πρόβλημα της υγρασίας. Καθώς τα παράθυρα δεν άνοιγαν και πολύ συχνά, το σπίτι άρχιζε να κατακλύζεται όλο και πιο έντονα από τη μυρουδιά της μούχλας.

    Ο Γιαννάκης για κάποιες μέρες βάλθηκε να ξύνει τους τοίχους του δωματίου του ημιωρόφου, να τους λειαίνει και στη συνέχεια να τους ζωγραφίζει. Σχήματα ακατανόητα, άνθρωποι και ζώα έπαιρναν μορφή και κάλυπταν την επιφάνειά τους. Θυμήθηκε τους πίνακες της εφηβείας του που του είχε καταστρέψει ο θείος Αριστόβουλος και προσπάθησε να τους ξαναζωγραφίσει! Θέλησε ίσως να πάρει την εκδίκησή του και γι’ αυτό τους έκανε τοιχογραφίες· για μη μπορεί ποτέ κανείς να τις καταστρέψει. Εκτός πια κι αν κατέστρεφε μαζί και τους τοίχους! Μόνο που τώρα πρόσθετε στο μέρος των κακών και τη μάνα του! Ποια σχέση είχε, τώρα, αυτή η ταλαίπωρη γυναικούλα μ’ όλα αυτά τ’ αποκρουστικά που είχαν συμβεί στο παρελθόν μόνο το μυαλό τού Γιαννάκη θα μπορούσε να εξηγήσει.

    Για αρκετό καιρό έμεινε στο σπίτι, κλεισμένος στο δωμάτιο του ημιωρόφου και τον εαυτό του ζωγραφίζοντας δυσνόητες και κακότεχνες τοιχογραφίες. Ύστερα χάθηκε χωρίς ποτέ κανείς να τον δει και να ξέρει με σιγουριά πού βρίσκεται. Άλλοι είπαν πως ξαναγύρισε στο μοναστήρι, άλλοι πως αυτοκτόνησε κι άλλοι πως ρεμπελεύει μεθύστακας στην πρωτεύουσα. Το διώροφο πάντως έγινε πια χάρβαλο κι ο ιδιοκτήτης του, αν ζει, εξαφανίστηκε χωρίς ν’ ανανήψει!

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --