Ανάρτηση του Γιάννη Μισουρίδη που δημοσιεύουμε με την άδεια του
Συχνά παρασύρομαι από τις λέξεις που κατακλύζουν το κεφάλι και μετά το μετανιώνω. Δεν θέλω να γίνομαι λυρικός.
Έτσι, έσβησα την παράγραφο που έλεγα πόσο ειλικρινής πόλη είναι η Αθήνα και το ότι καλλιεργεί με σεμνή αμετροέπεια το όνειρο, τα τραύματα και σκέτη ζωή. Και πως σε μια εικόνα υπονοούνται μερικές χιλιάδες κουζίνες, τουαλέτες, καναπέδες, κάδρα, χαλιά, μπαλκόνια με ή χωρίς γιούκα. Φαράσια και σφουγγαρίστρες. Μπιζουτιέρες σε ντουλάπες που μυρίζουν κλεισούρα, ρούχα με ναφθαλίνη (ίσως).
Φωταγωγοί που πολλαπλασιάζουν τους καυγάδες, τις φωνές του σεξ και τις φωνές των γατιών, των τρυπανιών, της καρακάξας που φωλιάζει στις ταράτσες, του άθλιου δημοσιογράφου που λέει τις ειδήσεις, τη μυρωδιά του κοκκινιστού η της τηγανιτής χοιρινής μπριζόλας.
(Κάνω στάση για να δώσω ένα αντικολλητικό τηγάνι, στη Ρ και τη φίλη της, για να ετοιμάσουν κρέπες για πρωινό. Επιστρέφω και πάλι καταλαβαίνω πως ό,τι έγραψα πριν, έχει μια ταπετσαρία παλιού μικροαστικού καναπέ. Κλείνω το κείμενο βιαστικά. Επαναλαμβάνομαι απελπιστικά. Πάω να πάρω Μερέντα από το σουπερμάρκετ…)