18.3 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Μυρίζει καραμέλα και ζάχαρη καμένη το καντούνι

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει για το Καμίνι η Άννη Νούνεση

    Οι πλάκες στο καντούνι είναι νοτερές, οι σγόρνες σκουριασμένες και τα σκαλιά γλιστράνε. Οι πόρτες στα ισόγεια τα σπίτια μένουνε ανοιχτές, μ’ ένα μικρό ποντέλο, έτσι, για να μην κλείνουνε απότομα στα ανθρώπινα μπες βγες ή στο ρεύμα του αέρα, μα και για να έχουνε οι γάτοι το ελεύθερο στη βόλτα τους και στην επιστροφή τους.

    Στα σπίτια τα ψηλά, τα αρχοντικά, οι πόρτες είναι μαστίτσες. Έχουνε μπρούντζινους μεγάλους μπατιδούρους, να τους βαράς να ανοίγει η υπηρεσία τραβώντας το σχοινί από πάνω. Τα σπίτια αυτά δεν έχουνε ισόγεια και πόρτες ανοιχτές. Έχουν πορτόνια ξύλινα, κλειστά, με χαραγμένο το όνομα του αρχόντου σε μπρούντζινη πλακέτα κάτω από τον μπατιδούρο.

    -- Διαφήμιση --

    Μυρίζει καραμέλα και ζάχαρη καμένη το καντούνι. Λάδι, σκόρδο, κανέλα και κρεμμύδι.

    Ο φλάρης που περνά χασομεράει να πάει στην εκκλησία γιατί πιάνει κουβέντα με τον Οβριό που του πουλάει τις λάτες, και η Ιταλίδα του πρώτου στέκει πίσω από τη φανέστρα κρυφοκοιτάζοντας και δίχως να μιλεί.

    -- Διαφήμιση --

    Είναι και ο ζαχαροπλάστης που, ακουμπισμένος στο μοροφίντο της πόρτας του ίδιου του του μαγαζιού, περιμένει τη Μαλτεζοπούλα να περάσει για το Ντουόμο, είναι και ο μανάβης της γωνίας που φωνάζει α πόστο «τσουκέτε μπέλε» για να κάμει την Οβριά του λατονιέρη να του χαμογελάσει.

    Είναι και οι φωνές που έρχονται από τη Σπηλιά:

    «Κι λα βολ νιέντε περ λα μαρίνα!»

    «Θα αφήκω το πράμα σότο μπαλάνκο στο μόλο».

    «Ρίχτε φλούδες!»

    «Σου ’χω τη λίστα, πάρε μπιστιού τσι τσινγκινιόλες και το σύρμα για τη καπονέρα. Εγώ πάω στου Μόνε να βάλω ιμπένιο κάτι μποκολέτες πο ’χω και ματάρχομαι».

    Ο ήλιος όταν βγαίνει αγγίζει μόνο πέντ’ έξι γρίλιες, τις υπόλοιπες μαζί με τα σεντόνια και τα παπλώματα τις βαράει η υγρασία, αφού αυτός δεν βλέπει ποτέ ολάκερο ετούτο το στενό.

    Το βράδυ το καντούνι είναι σκοτεινό και τα πορτόνια είναι γιομάτα κουμπανιούς κι ας τα ’χουνε ιμποτίρει άτσιντο μπόρικο, που λένε πως τους διώχνει.

    Άλλες είναι οι μυρωδιές στα χαμηλά κι άλλες οι μοσκοβόγιες που έρχονται από τα πάνου τα πατώματα. Στις κάτω κάμαρες στρώνουνε κουρελούδες, μα στα σαλόνια βάζουν πέφκια και κουρτίνες που τις κρεμάνε σε μποναγκράτσιες σκαλιστές.

    Σκόρδο, κρεμμύδι και μπουρδέτο μυρίζουνε οι κανιζέλες, blanc manger, nugat και μαρμελάδα ξινονέρατζο σερβίρονται με το τσάι στα σαλόνια. Κατουρίλα και κοντούτο βρωμάνε τα καντούνια, eau de cologne και παντεσπάνι μοσκοβολάει το μετζανίνο.

    «Μου διόρισε ο κουράντες να μην κατεβώ αν δεν περάσει ο βήχας» λένε στο αρχοντικό, «Ω, μπόρτσιο, που έχεις μάτια» στα ισόγεια.

    Εκεί, δύο βήματα πιο κάτω, είναι και το παλάτσο του Κοράγκιου. Αρχοντικό με όμορφο πορτόνι. Η πόρτα του σε μπάζει σε πόρτιγο μεγάλο, θολωτό. Στρωμένο μάρμαρο στη γης όταν ανοίξει, και από πάνω πέφκι χειροποίητο, με πέλο μαλακό, και μια μεγάλη στιόρα. Σκουπίζεις τα πόδια σου καλά πριν ανεβείς και χαίρεσαι να πιάνεσαι από το εβένινο το σκούρο μπαλαούστρο.

    Στον πρώτο μένει η Εσμέ, δασκάλα αγγλικών, και από πάνω της ένας γνωστός σε όλους γιατρός, που είναι και ζωγράφος. Στον τρίτο κάθεται ο Κοράγκιος, ο άρχοντας, και έχει και τον τέταρτο ολάκερο δικό του. Από κει πάνω ακούονται πιάνα που τα βαρούνε, μουσικές που παίζονται και άριες που τραγουδιόνται γιατί είναι οι θυγατέρες του όλες πολύ ιντονάδες.

    Στον πέμπτο έμενε η Ντάντα, στο τελευταίο πάτωμα, που είχε και σοφίτα αμπιτάντε. Εκεί ήτανε η κάμαρή της. Να βλέπει θάλασσα. Να ονειρεύεται Βενετσιάνους και Ιγγλέζους.

    Η φαμίλια της ήτανε μπενεστάντηδες. Εκεί είχανε το σπίτι τους λοιπόν, πάνω από του Κοράγκιου.

    Η Ντάντα ήτανε κουτσή. Είχε λάβει ρευματισμούς. Οξείς. Στα δεκαοχτώ. Είχε και πυρετόν, υψηλόν. Ηναγκάσθη να μείνει κλινήρης. Κάθισε εννιά μήνες στο κρεβάτι και, όταν εσηκώθηκε, το δεξί της πόδι ήταν σχεδόν πέντε πόντους κοντύτερο από το αριστερό. Με το άστε ντούε όμως της μάνας της παράγγειλε τα παπούτσια που της διόρισε ο κουράντες στον τσαγκάρη και του ’πε να της φέρει τα πόδια εις το ίσιο. «Δε θέλω να έχει διαφορά το ένα από το άλλο» του εξήγησε.

    Επήρε αμέσως και μπαστούνι και έμαθε να περπατάει τόσο καλά, που λίγοι καταλαβαίνανε το ντιφέτο της, οι πιο πολλοί νομίζανε που το μπαστούνι είναι στιλ, σαν το καπέλο που φορούσε πάντα με πολύ μεγάλη χάρη.

    Έτσι την ερωτεύτηκε λοιπόν ο Θεόδωρος. Σκούρα επιδερμίδα, άσπρο καπερλίν και βλέμμα αδιάφορον. Την αγάπησε αμέσως και της έστειλε μήνυμα με το μπιλιέτο του, ζητώντας της να βρεθούνε στο μποσκέτο.

    *

    «Θα σε αναμένω εις τον ανθώνα αύριο στας πέντε.

    Μη λείψεις να ’ρθεις. Θα με πικράνεις.

    Θεόδωρος»

    *

    Πήρε τη φιλενάδα της την Ειρήνη, την έπιασε αλαμπρατσάντε και τον περίμενε στας πέντε ακριβώς.

    «Ρήνη μου» της είπε καθώς γυρίζανε «τόνε παίρνω».

    Το ίδιο είπε και αυτός του αδελφού του:

    «Νίση, θα πάω στον παπάκη της».

    Και πήγε. Το είπε και του δικού του του παπάκη. Το είπε και στη μάνα του, το είπε και στην άμια του τη Νένε, μα όλοι με ένα στόμα είπανε «Κουτσή θα πάρεις; Ω ποπό, όχι! Και είναι και μελαχρινή, δε γένεται», και δεν ελέγανε το ναι, κι ας μην ξέρανε καλά καλά το γιατί, μια και δεν την είχανε δει ποτέ να σέρνει το ποδάρι της. Έτσι, επειδή έλεγε ο κόσμος που ο Χαρίλαος, ο έμπορος από την Τριέστη, είχε ανάμεσα στις τέσσερις θυγατέρες του και μια κουτσή.

    «Σε κλέβω απόψε» της είπε το λοιπόν ο Θόδωρος εκείνο το απόγευμα, ενώ φέρνανε απάνου κάτου βόρτα τσι Σπιανάδες αντάμα με τη φιλονάδα της για σοραπόντο, «αφού δε μας το δίνουνε το σταμπένε, αφού δε λένε το ναι σε κλέβω».

    «Με κλέβεις; Κι από πού;» ερώτησε η Ντάντα, αδιάφορη όπως πάντα, «τι είμαι να με κλέψεις; κασετί;»

    «Από τη σοφίτα θα σε κλέψω, την ώρα που κοιμάσαι» ήτανε η απάντηση του Θόδωρου και τίποτ’ άλλο.

    Και δεν άργησε ο Θόδωρος. Το ίδιο βράδυ τα κανόνισε. Εσυνεννοήθηκε με τα αδέλφια του και εβάλανε μία σκαλωσιά στο μαγαζί του Οβριού. Ίσια ίσια μια σκαλωσιά να ασκώνει το βάρος του Θεόδωρου, να πατήσει απάνου και να ανεβεί στη σοφίτα, εκεί που εκοιμότανε η Ντάντα.

    Και αλήθεια εκοιμότανε, γιατί την ανέβηκε τάβλα τάβλα τη σκαλωσιά ο Θοδωρής και τση χτύπησε, αγάλια στην αρχή, το τζάμι του φεγγίτη.

    «Μια βολά αγάλια και δεύτερη και τρίτη, μα την τέταρτη εβάρησα τόσο δυνατά, που εκόντεψε να σωριαστεί το μοροφίντο στα ποδάρια μου» είπε του φίλου μετά, «μα νιέντε η Ντάντα, νιέντε, ούτε σένσο δε μου έδωκε».

    Όσο που άνοιξε η φανέστρα η από κάτου και εβγήκε ο Χαρίλαος, είχε την κάλτσα περασμένη στο κεφάλι μην του χαλάσει η πετιναδούρα και την πουκαμίσα τη λευκή πάνου από τσι μουτάντες, κι έτσι ντυμένος τον έσκιαξε τον Θόδωρο.

    «Θέλω την Ντάντα» εκατάφερε όμως και είπε εκείνος.

    «Βάρα τον μπατιδούρο» του απάντησε ο Χαρίλαος. «Να κάμετε κουμάντο, έλα από μέσα, ανέβα απάνου, χτύπα κόμε σι ντέβε και πάρ’ τηνε, άμα σε θέλει, έλα, κλέφ’ τηνε από τα μέσα, που μου ’βαλες νιέντε μένο και σκαλωσιά και η ίδια αποκοιμιέται».

    Έτσι έκαμε. Κατέβηκε τη σκαλωσιά, εμπήκε σπίτι και ανέβηκε κανονικά εις τη σοφίτα, όπου η Ντάντα εκοιμότανε μπεάτα, όπως συνήθως.

    «Έχετε πού να πάτε» τον ερώτησε ο Χαρίλαος.

    «Σπίτι» είπε ο Θόδωρος «δε θα μου πούνε όχι άμα τσου κομπαρίρουμε».

    Ωραία, σεστάδα χωρίς μπαρούφες, πιστογιές και άλογα. Έτσι εκλέφτηκε η Ντάντα, μέσα από το ίδιο της το σπίτι, χωρίς να πάρει όμως φράγκο γιατί ο Χαρίλαος την αποκλήρωσε, νιέντε μένο από όλη της την προίκα, και της έδωσε μονάχα τα έπιπλά της.

    *

    Λεξιλόγιο

    νοτερός = υγρός, νοτισμένος

    σγόρνα = υδρορροή

    ποντέλο = εμπόδιο

    μασίτσος = στιβαρός

    μπατιδούρο = ρόπτρο

    φλάρης = καθολικός ιερέας

    λάτα = λαμαρίνα, τενεκές

    φανέστρα = παράθυρο

    μοροφίντο = μεσοτοιχία, χώρισμα δωματίων από ξύλο σοβατισμένο

    α πόστο = επίτηδες

    τσουκέτε μπέλε = κολοκύθια ωραία

    λατονιέρης = λαμαρινάς

    κι λα βολ νιέντε περ λα μαρίνα = ποιος θέλει κάτι για το λιμάνι

    σότο μπαλάνκο = υποθήκευση

    μόλος = προκυμαία

    μπιστιού = βερεσέ

    τσινκινιόλες = τα σίδερα που κρατάνε τα παραθυρόφυλλα για να μην χτυπάνε από τον αέρα

    καπονέρα = κλουβί για κουνέλια

    Μόνες = πρόσωπο υπαρκτό που έκανε τον δανειστή

    ιμπένιο = υποχρέωση• εδώ: υποθήκη

    μποκολέτα = σκουλαρίκι

    κουμπανιός = κατσαρίδα

    ιμποτίρω = μουσκεύω

    άτσιντο μπόρικο = βορικό οξύ

    μοσκοβόγια = μοσχοβόλια

    πέφκι = χαλί

    μποναγκράτσια = κουρτινόξυλο

    κανιζέλα = ο κοινόχρηστος

     blanc manger = είδος γλυκού (κρέμα με αυγά) που θεωρούνταν δυναμωτικό

    nugat = τοπικό γλυκό με σταφίδες και αμύγδαλα

    κοντούτο = υπόνομος

    μετζανίνο = ημιώροφος

    κουράντες = οικογενειακός γιατρός

    μπόρτσιο = δυνατό κρύωμα

    πόρτιγο = είσοδος σπιτού

    στιόρα = ποδόμακτρο

    μπαλαούστρο = κουπαστή

    ιντονάδος = καλλίφωνος

    αμπιτάντε = κατοικήσιμος

    μπενεστάντης = ευκατάστατος

    άστε ντούε = τώρα αμέσως

    ντιφέτο = ελάττωμα

    καπερλίν = καπέλο

    μπιλιέτο = επισκεπτήριο

    μποσκέτο = ανθώνας

    αλαμπρατσάντε = αλαμπρατσέτα, αγκαζέ

    παπάκης = μπαμπάς

    άμια = γιαγιά

    σοραπόντο = εδώ: για κάλυψη

    σταμπένε = η σύμφωνη γνώμη

    κασετί = συρτάρι

    ασκώνω = σηκώνω

    βολά = φορά

    νιέντε = τίποτα

    σένσο = εδώ: σημασία

    πετιναδούρα = χτένισμα

    μουτάντα = σώβρακο

    κόμε σι ντέβε =καθώς πρέπει

    νιέντε μένο = ούτε λίγο ούτε πολύ

    μπεάτος = ευχαριστημένος

    κομπαρίρω = εμφανίζομαι

    σεστάδος = ταχτικός

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --