26.8 C
Galatsi
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Γιάννης Αργύρης σημαίνει «μπουάτ» (de profundis)

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα απόγευμα, στη δεκαετία του ’80, με τον φίλο μου τον Δημήτρη, που δεν είναι πια μαζί μας, και τα κορίτσια μας, θέλαμε να πιούμε έναν καφέ, αλλά «όχι όπου να ‘ναι: να πάμε κάπου μυστήρια, παράξενα», είπαμε. Καβαλήσαμε τις μηχανές, είχαμε ακριβώς τις ίδιες αλλά η δική του ήταν μαύρη η δική μου κόκκινη, και πηγαίνοντας αργά προς την πλατεία της Νέας Σμύρνης του είπα: «Ρε συ, δεν πάμε στον ιππόδρομο;» και – τόσο μυαλό είχαμε – πήγαμε. Τότε ο ιππόδρομος βρισκόταν στο Φαληρικό Δέλτα, δεξιά όπως τελειώνει η Συγγρού, εκεί ακριβώς που είναι σήμερα το Ίδρυμα Νιάρχου.

    Πρώτη φορά βρεθήκαμε εκεί, δεν ξέραμε να κινηθούμε, τα βρήκαμε τελικά, πήραμε καφέ και πηγαίνοντας να τον απολαύσουμε πέφτω επάνω στον Αργύρη. Είχα δει το πρόσωπο του αν όχι χιλιάδες, εκατοντάδες φορές. Αυτό το σκληρό βλέμμα δεν το είχα ξαναντικρίσει ποτέ. «Σήκω φύγε τώρα, κι αν σε ξαναδώ εδώ μέσα, θα πω να μην σε αφήσουν να ξαναμπείς στο μαγαζί», μου είπε. Και έφυγα και δεν ξαναπάτησα (στον ιππόδρομο).

    Σαν σήμερα στις 30 Δεκεμβρίου 2015 πέθανε ο Γιάννης Αργύρης, ο άνθρωπος που το όνομα του ταυτίστηκε με το Νέο Κύμα, τις Μπουάτ και βέβαια τις περίφημες Εσπερίδες. Προσπαθώντας να γράψω κάτι γι’ αυτόν, θυμήθηκα βραδιές, αξέχαστες βραδιές των μετεφηβικών και πρώτων νεανικών χρόνων μου, σε τέτοιο σημείο που ορισμένες φορές βιαζόμασταν να προλάβουμε το κουδούνι να μην χάσουμε την πρώτη ώρα στο σχολείο, έρωτες νεανικούς, ρομαντικούς και παθιασμένους, γενέθλια, ανέκδοτα και μεθύσια, πολλά μεθύσια. Θυμήθηκα τον άλλο Δημήτρη, τον Τάσο, τον Μιχάλη, τον Περικλή. Και κορίτσια θυμήθηκα, αλλά τα ονόματα τους δεν θα τα αναφέρω. Γυρνάγαμε τότε στις διάφορες μπουάτ, όταν πήγαμε για πρώτη φορά στις Εσπερίδες κολλήσαμε και δεν ξαναπήγαμε αλλού. Ούτε στη διπλανή Απανεμιά, παίζαν τραγούδια που ήταν για Κνίτες, όχι για μας. Στις Εσπερίδες «μεγαλώσαμε».

    -- Διαφήμιση --

    Όταν πήγα στη Σουηδία, βρήκα μία μάρκα τσιγάρων τα John Silver. Κάθε φορά που ερχόμουν στην Ελλάδα του έφερνα μία κούτα, για να έχει να κερνάει στο «μαγαζί» (όπως εκείνος έλεγε τις Εσπερίδες) και να βρίσκει αφορμή να λέει: «Στη Σουηδία είμαι πιο γνωστός απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Να δείτε, μέχρι τσιγάρα με το όνομα μου φτιάξανε». Εγώ απολάμβανα το ύφος απορίας στα μάτια των θαμώνων και το παιδιάστικο κλείσιμο του ματιού του σε μένα.

    Ψάχνοντας για υλικό, βρήκα το παρακάτω μεστό και περιεκτικό κείμενο του Μιχάλη Πουργουρίδη, για τον Γιάννη Αργύρη. Το παραθέτω:

    -- Διαφήμιση --

    Ο Γιάννης Αργύρης θεωρείται από πολλούς ως ο «πατριάρχης των μπουάτ». Χάρισε στο κοινό που τον άκουγε και τον ακολουθούσε πιστά, τραγούδια-σταθμούς του Νέου Κύματος όπως: «Έλα μαζί μου», «Πάει κι αυτή η Κυριακή», «Κάποιος γιορτάζει», «Μην κουραστείς να μ’ αγαπάς».

    Θεωρείται μια πολύπλευρη και πολυτάλαντη καλλιτεχνική «περσόνα» καθώς, εκτός από τραγουδιστής και στιχουργός, ήταν έξοχος μίμος, σατιρικός ηθοποιός, έκανε πρόζα, διάλογο με τον κόσμο, αυτοσχεδίαζε και ήταν ένας «αληθινός ανιματέρ».

    Οι ατάκες και οι παρλάτες του έχουν μείνει στην ιστορία, οι ακροατές του τις θυμούνται μέχρι σήμερα και τις εναποθέτουν στο διαδίκτυο, ως φόρο τιμής για τις νεανικές αναμνήσεις που τους χάρισε στα 40 χρόνια που έγραψε ιστορία (1964-2004) στην θρυλική μπουάτ «Εσπερίδες».

    Μέσα σ’ αυτό το υπόγειο, στην οδό Θόλου στη Πλάκα (που εγώ προσωπικά τον χαρακτηρίζω ως «ναό της μουσικής») με τα στρυμωγμένα τραπεζάκια, το παλαιό πιάνο, το ημίφως και τη μικρή πλαϊνή του σκάλα, ανδρώθηκαν γενιές καλλιτεχνών και ακροατών. Εκεί πρωτοέπαιξαν ή εμφανίστηκαν νέοι, η Μαρία Φαραντούρη, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Γιώργος Ζωγράφος (o οποίος εκεί, τον Ιούλιο του 1966, είχε παρουσιάσει πρώτος τα «Γράμματα από τη Γερμανία» των Μίκη Θεοδωράκη-Φώντα Λάδη) και πολλοί ακόμα νεότεροι, γνωστοί και άγνωστοι καλλιτέχνες. 

    Χαρακτηριστική του πρόζα με απίστευτο χιούμορ -αλλά ο ίδιος πάντα σοβαρός- έλεγε επί σκηνής ότι γεννήθηκε στις 36 Αυγούστου στην οδό «Τρικολάου Χαρούπη», δίπλα από το πελώριο κτίριο που γράφει «Σχολές Στρατηγών Λογιστάκη», μια διαφημιστική ταμπέλα «ΗΒΗ χύνεις πυμό», εκεί που είναι το «Αιδοίο του Πάρεως». Ένας έξυπνος αυτοσαρκασμός χωρίς να προσβάλλει κανέναν και τίποτε.

    Αυτή ήταν η φιλοσοφία του Γιάννη Αργύρη. Αυτό άλλωστε προσέδιδαν και τα τραγούδια του, αλλά και το ευρύτερο νεοκυματικό κλίμα της εποχής. Τα παιδιά της γενιάς εκείνης που άκουγαν το πρόγραμμά της μπουάτ «Εσπερίδες», αλλά και της «Απανεμιάς» στη διπλανή πόρτα, έχοντας σεβασμό στους καλλιτέχνες.

    Μόνον όταν τέλειωνε το τραγούδι, μιλούσαν μεταξύ τους. Ψιθυριστά εννοείται. Αλλά τότε τα τραγούδια είχαν νόημα και η διασκέδαση του είδους αυτού είχε μια αγνότητα, μια γνησιότητα.

    Το ”Νέο Κύμα”, για όσους το έζησαν, υπήρξε πραγματικό κίνημα στο ελληνικό τραγούδι. Άντεξε στον χρόνο περισσότερο απ’ όλα τα είδη. Έδωσε ευπρέπεια και ποιότητα στη μουσική διασκέδαση. Έδωσε τη δυνατότητα να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο ο καλός στίχος. Άνοιξε δρόμους στους νέους συνθέτες που μπορούσαν να μελοποιήσουν έργα γνωστών ποιητών μας.

    Ο Γιάννης Αργύρης ή Γιαν Κιχώτης, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, επέμενε στις «Εσπερίδες» και έλεγε πάντα «όσο αντέξω»! Γι’ αυτό και για πολλά χρόνια είχε χαρακτηρίσει τον χώρο που εργαζόταν ως “Οίκο αντοχής”.

    Ένα από τα ανέκδοτα του Γιάννη Αργύρη – κομμάτι μακάβριο, αλλά χαριτωμένο – έλεγε: Ένας ανθρωπάκος μπαίνει σ’ ένα αστυνομικό τμήμα με τρία μαχαίρια καρφωμένα στην πλάτη του και λέει στον αστυνόμο: «Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ για τρίτη φορά»…

    Έφυγε από τη ζωή στις 30 Δεκεμβρίου 2015, χτυπημένος από τον καρκίνο, σε ηλικία 83 ετών. Είχε γεννηθεί στις 4.8.1932. Η κηδεία του έγινε παραμονή Πρωτοχρονιάς στο κοιμητήριο Ζωγράφου.

    Τα τελευταία χρόνια τον είχε «χτυπήσει» στον λάρυγγα και τις φωνητικές χορδές. Δεν μπορούσε να μιλήσει και απέφευγε επιμελώς να κυκλοφορεί και να βγαίνει έξω από το σπίτι του. Την τελευταία φορά που του μίλησα τηλεφωνικά τον είχα παρακαλέσει να πάω να τον δω, αλλά αρνήθηκε. Δεν ήθελε να τον βλέπουν στην κατάσταση που ήταν.

    Ήθελε να τον θυμόμαστε όπως τότε. Στο πάλκο της μπουάτ που δημιούργησε και κει μέσα έγραψε ιστορία. Εκεί που περάσαμε τα φοιτητικά μας χρόνια. Μάλιστα τις Παρασκευές και τα Σάββατα ο Γιάννης Αργύρης παρουσίαζε δυο παραστάσεις.

    Δεν θα ξεχάσω επίσης ότι οι «τοίχοι» της μπουάτ ήταν διακοσμημένοι με κολλημένες εφημερίδες και φύλλα περιοδικών.Φωτογραφίες των μεγάλων Ελλήνων συνθετών, ποιητών, πόστερ συναυλιών και άρθρων που έγραφαν για την μπουάτ και για άλλα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά νέα.

    Ένα από τα «όνειρά» μου ήταν πάντα να κάνω έναν δικό μου χώρο να τον διακοσμήσω με αυτό τον τρόπο. Γι’ αυτό και έχω μαζέψει εκατοντάδες αφίσες οι οποίες είναι ακόμα όλες στοιβαγμένες σε ένα ερμάρι.

    Κλείνω το κείμενο μου με την τελευταία κουβέντα που μου είπε (τηλεφωνικά), αφού του ανάφερα ακόμα μια φορά ότι η φωνή και η παρουσία είναι άρρηκτα δεμένη με το νέο Κύμα και την εποχή των μπουάτ. Μου είπε χαρακτηριστικά με πίκρα και πόνο:

    «Κάποτε ήμασταν το Νέο Κύμα και τώρα γίναμε παραλία»

    Μια από τις φράσεις-πειράγματα του προς το κοινό ήταν: «Χειροκροτείστε ρε, χέρια δεν έχετε; Όποιος δεν έχει, να του βάλουμε…»

    Αυτό το κοινό που αγάπησε και υποδεχόταν με αγάπη κάθε βράδυ, ως ο πιο φιλόξενος οικοδεσπότης στον «υπόγειο ουρανό» του, όπως αποκαλούσε πάντα τις «Εσπερίδες».

    Το τραγούδι καθρέφτης του

    Τα περίφημα ανάποδα

    Οίκος αν(τ)οχής

    Αφιέρωμα της ΕΡΤ

    Ευπρόσδεκτες σκέψεις, κρίσεις, απόψεις, βιώματα και υλικό στη διεύθυνση [email protected] Ό,τι εσείς νομίζετε θα προστεθεί στο δημοσίευμα.

    Προηγούμενο άρθρο
    Επόμενο άρθρο
    Νίκος Σερβετάς
    Νίκος Σερβετάς
    Δημοσιογράφος - Εκδότης, υπηρετεί 40 χρόνια αυτό που ακόμα πιστεύει ότι είναι "λειτούργημα"

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --