Μόλις είχε φτάσει από τον έξω κόσμο, ανυποψίαστη για τις σπίθες που θα άναβαν εντός των τειχών.
Στάθηκε στο βάθος του χολ, ανάμεσα στα δύο ξύλινα πλαίσια. Δεξιά, η δίφυλλη μεσόπορτα, ανοιγμένη στο φως της αναζήτησης. Αριστερά, ο μικρός διάδρομος που οδηγούσε στο άπειρο των υδρογείων του.
Τον είδε να πλησιάζει σε κίνηση αργή, ίσως γιατί η απρόσμενη εκείνη σκέψη ακινητοποίησε τον χρόνο και τον χώρο: η παρουσία του στη ζωή της αναιρούσε τον φόβο του θανάτου· τον ακύρωνε.
Αιφνιδιάστηκε από τον αναπάντεχο συλλογισμό, από τούτη την ανεπαίσθητη λοξοδρόμηση στα μυστηριακά μονοπάτια του νου. Πρόλαβε να φανταστεί τον εαυτό της στην ύστατη ώρα και αυτόν να της κρατάει το χέρι σε μια τελευταία μετάγγιση δύναμης. Κοντά του ο θάνατος θα γινόταν η ανάστροφη όψη μιας ζωής που έπιασε τόπο και αξιώθηκε το όνομά της.
Δεν επρόκειτο για εικασία. Ήταν μια βεβαιότητα που αναδύθηκε από τα βάθη της ύπαρξης, έτσι, χωρίς αιτία φανερή και συνειρμούς ευδιάκριτους. Μια πίστη μέσα στους ωκεανούς της αβεβαιότητας, όμοια με την πίστη τη δική του στις ανέκφραστες πτυχές της. Ήταν σαν να του όφειλε τούτη τη βεβαιότητα. Του χρωστούσε, εξάλλου, επτά χρόνων προσήλωση.
Η φευγαλέα εκείνη σκέψη κράτησε όσο ένας στεναγμός. Σύντομη μέσα στο αχανές της, κι άλλο τόσο ατέλειωτη μες στη βιασύνη της. Ήταν η στιγμή που συμπύκνωσε το παρελθόν και το παρόν τους, πυροδοτώντας την άνοιξη των όψιμων συγκινήσεων.