17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Η μεγαλοκοπέλα

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου: Πίνακας του ???????????????????????? ???????????????????????? ????????????????????, ???? ???????????????????????????? ???????????????????????? (????????????????) ???????????????? ???????????????????????????????????????? ???????????? ????????????????????????????

    Το Ρηνιώ ήταν από καλή οικογιένεια του χωριού, οι δικοί της ήταν βαστεμένοι, και θα της έδιναν καλούτσικη προίκα, κάτι καρπερά χωράφια και το αμπέλι.

    Ήταν ψηλή και είχε ένα σωματάκι καλοφτιαγμένο, μα κάτω από τα άχαρα ρούχα, που να φανούν οι κρυφές ομορφιές της. Το κακό είναι πως ήταν ασχημούλα, μικρά μάτια, στενά χείλη, θαμπή επιδερμίδα. Και τα μαλλιά της σε ένα χρώμα απροσδιόριστο, σαν καστανά ξεθωριασμένα. Ήταν και λίγο αλλοίθωρη κι όλο κοιτούσε λοξά.

    -- Διαφήμιση --

    Πήγε λίγες τάξεις στο σχολείο, και τάπαιρνε τα γράμματα, μα το γυμνάσιο ήταν μισή ώρα δρόμος με τα πόδια, στη διπλανή κωμόπολη, και τα κορίτσια δεν μπορούσαν να πηγαινοέρχονται μόνα τους, κάποια θα γύριζε γκαστρωμένη, λέγανε οι παλιές στο χωριό. Κάποιες τυχερές που είχαν αδελφό μεγαλύτερο, καταφέρανε να βγάλουν κάποιες τάξεις, κι οι περισσότερες καλοπαντρευτήκανε στην πόλη.

    Τα χρόνια περνάγανε κι οι συνομίληκες της Ρηνιώς, άρχισαν μία μία να παντρεύονται. Άλλες τις ζητήσανε, άλλες με προξενιό, άλλες καλύψανε τις ντροπές τους με το στεφάνι. Λίγες προξενήτρες ήρθαν για τη Ρηνιώ, μα τα συμπεθεριά χαλάσανε, δεν τα βρήκανε στην προίκα ή βρήκαν άλλες δικιολογίες γιατί ο γαμπρός δεν ήθελε.

    -- Διαφήμιση --

    Τώρα στα 24, η Ρηνιώ ήταν σχεδόν γεροντοκόρη. Έδωσε ο Θεός όμως και μια καλή γειτόνισσα, τους μίλησε για το Γιαννούλη, ένα χρυσό παλληκάρι, και σταυρωμένο έλεγε η γιαγιά. Η οικογιένειά του ήτανε κατώτερη, και θα μοιραζότανε τα λίγα χτήματα με τον αδελφό του, όμως ήταν άξιος και δουλευταράς και θα πρόκοβε.

    Είναι αμούστακο ακόμη, μόλις γύρισε από το στρατό, είχε αντιρρήσεις η μάνα της Ρηνιώς. Καλύτερα είπε η προξενήτρα, έτσι δεν θα φέρει αντιρρήσεις στον κύρη του.

    Τα βρήκανε, ο Γιαννούλης πάνω στα ντουζένια του ήθελε να βρεί γυναίκα, η καρδιά της Ρηνιώς χτύπησε όταν τον είδε έτσι άντρακλα, και -θε μου συγχώρα με -, τον φαντάστηκε στο κρεββάτι. Βλέπεις οι φιλενάδες της, στεφανωμένες χρόνια τώρα και με παιδιά, ανταλλάσανε πολλές λεπτομέρειες από τα μυστικά της κρεβατοκάμαρας κι η Ρηνιώ ήξερε τι να περιμένει, κι ανομολόγητα μέσα της το λαχταρούσε.

    Έγινε ο γάμος και το πρώτο καιρό η Ρηνιώ ήταν στον παράδεισο. Όμως την έτρωγε το άγχος,”δεν με θέλει¨, εξομολογιότανε στην αγαπημένη ξαδέλφη του άντρα της. Υπομονή της έλεγε αυτή, μέχρι να κάνεις παιδί.

    Ήρθε κι η ώρα της, μα δυστυχώς το πρώτο ήταν κορίτσι. Μα ένα χρόνο μετά, γέννησε το πολυπόθητο αρσενικό. Έδωσαν στα δυό παιδιά τα ονόματα των πεθερικών, ούτε κουβέντα να τιμήσουν τη μάνα της, που τα μεγάλωνε ώστε να μπορεί η Ρηνιώ να βοηθάει στα χωράφια.

    Καλότροπη, νοικοκυρά, καλή μαγείρισσα, και θερμή στο κρεββάτι, σιγά σιγά η Ρηνιώ τον κέρδισε το Γιαννούλη και ορκιζότανε στο όνομά της. Κι αυτή κάθε βράδυ ευχαριστούσε την Παναγίτσα για την τύχη της. Πέρασαν 7-8 χρόνια μέχρι να ξαναμείνει έγκυος κι έκανε δίδυμα.

    Η χαρά όμως δεν κράτησε πολύ.Το ένα από τα δυό αγόρια, που αν και δίδυμα δεν μοιάζανε καθόλου, βγήκε ένα παιδί δύσκολο, φωνακλάδικο κι ατίθασο. Μοιάζει του προπάππου του του λωλο Παναγή ψυθιρίζανε στο χωριό. Και δυστυχώς του δώσανε και τόνομά του.

    Ο Γιαννούλης τον έδερνε με τη λουρίδα, και παρά τα παρακάλια της μάνας , τον κλείδωνε στο υπόγειο μπας και στρώσει.

    Αρρώστησαν και τα δύο αγόρια από ιλαρά, και ο θεός διάλεξε να πάρει το καλό από τα δίδυμα, και να γλυτώσει το ζαβό.

    Ευτυχώς μέχρι να μεγαλώσει ο Παναγής και να συμβούν τα χειρότερα, το κορίτσι το καλοπάντρεψαν στο γειτονικό χωριό. Ο Γιαννούλης όντως είχε προκόψει κι είχε αγοράσει κι άλλα χωράφια και ζώα, έτσι έδωσε γερή προίκα στη Λίτσα. Ήταν κι ομορφούλα η Λίτσα , νοικοκυρά σαν τη μάνα της, γλυκομίλητη, είχε τελειώσει και το γυμνάσιο, πήγε σε σπίτι αρχοντικό και την καλοδέχτηκαν, κι ο άντρας της την αγάπησε.

    Ο μεγάλος αδελφός ο Μένης, καλός μαθητής, μπήκε στο πανεπιστήμιο, έφυγε στην Αθήνα, όπου δούλευε και σπούδαζε.

    Στο χωριό απόμεινε μόνο το δύστροπο παιδί, κι όπως άντρευε άρχισε να δημιουργεί κι άλλα προβλήματα. Ριχνότανε στις γειτονοπούλες και οι πατεράδες τους τον απειλούσαν με την καραμπίνα. Μα το χειρότερο, έτσι που ήταν θολωμένο το μυαλό του, δεν ήξερε τι πρέπει και τι δεν πρέπει. Στο τέλος ρίχτηκε στη μάνα του, αυτή αντιστάθηκε, μα ήταν δυνατός και την έβαλε κάτω. Τόκρυψε από τον άντρα της η Ρηνιώ, κι από τότε υποτασσότανε στις ορμές του γιού της για να μη χαλάσει η οικογένεια.

    Πέρασαν δυό χρόνια μες στην ντροπή και το φόβο. Και ξαφνικά με φρίκη η Ρηνιώ ανακαλύπτει πως γκαστρώθηκε. Μέτρησε τις μέρες και είδε πως το παιδί ήταν του γιού της. Δεν τολμούσε να πάει στις κρυφές μαμές του χωριού, τι εξήγηση να δώσει, εκεί πηγαίναν οι ανύπαντρες κι όσες κεράτωναν τον άντρα τους.

    Έκανε μόνη της προσπάθειες να το ρίξει, σήκωνε βάρη, έπινε δηλητήρια, μα εκείνο είχε γαντζωθεί γερά στη μήτρα της. Μες στην απελπισία της-πως να φέρει στον κόσμο τον καρπό τέτοιας ανίερης ένωσης- προσπάθησε με τη βελόνα του πλεξίματος. Προκάλεσε τέτοια αιμορραγία που ήταν να πεθάνει. Πάρε με θε μου έλεγε να γλυτώσω.

    Μα το χειρότερο ήταν πως ο γιός, παραφρόνησε όταν την είδε ετοιμοθάνατη. Έπεσε πάνω της, της έπιανε τα στήθη, τη φίλαγε στο στόμα, είσαι δικιά μου φώναζε. Το είδε ο πατέρας κι έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Άρπαξε την καραμπίνα να τους σκοτώσει και τους δυό, στο τέλος τη γύρισε πάνω του και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.

    Ήταν ατύχημα είπαν. Πήγαν τη Ρηνιώ στην πόλη, στο νοσοκομείο και σώθηκε.

    Συνέχισε την άνομη σχέση με τη βία. Καμιά φορά το σώμα της αντιδρούσε, κι η ηδονή που ένιωθε, την έκανε να ντρέπεται.

    Σε λίγα χρόνια, ο μεγάλος γιός, ο γνωστικός, επιστήμονας πια και με καλή δουλειά, που τα προηγούμενα χρόνια τoν έτρωγαν οι υποψίες, το αποφάσισε, πήγε και πήρε τον Παναγή και με γνωμάτευση κορυφαίου νευρολόγου, τον έκλεισε στο ψυχιατρείο. Εκεί και πέθανε μετά από λίγο καιρό, προς ανακούφιση όλων.

    Βρήκε σέμπρο για τα χτήματα, κι ανέβασε τη μάνα του στην Αθήνα να μην την κουτσομπολεύουν στο χωριό, να ζήσει καλά, όσο της έμελλε να ζήσει. Στην πολυκατοικία τον παινεύανε, κι είχανε σε υπόληψη την κυρία Ειρήνη, πάντα μαυροφορούσα, καλή χριστιανή, κάθε Κυριακή στην εκκλησία ήτανε, και πρόθυμη να βοηθήσει τις γειτόνισσες.

    Ο Μένης έμεινε γεροντοπαλίκαρο, με τόσα που είχε δει, φοβότανε το γάμο και δεν ήθελε παιδιά. Η μάνα πέθανε σε βαθιά γεράματα , με το μαράζι του γιού που δεν παντρευότανε, να δει κι αυτή εγγόνια με τόνομα του άντρα της, τα παιδιά της κόρης ταγαπούσε μα ήταν άλλο σόι.

    Στην νεκρώσιμη ακολουθία πήγε όλο το χωριό, που πια συγχωρέσε τις αμαρτίες της και τη συμπόνεσε. Τη θάψανε δίπλα στον άντρα της σύμφωνα με την επιθυμία της.

    Ο Μένης, έμεινε ένας μαγκούφης, πάνω από 60 χρονών, κοντά στη σύνταξη, δεν ήξερε πως να τα βγάλει πέρα μόνος. Βρέθηκε μια ξένη, Ρωσίδα ήταν, Γεωργιανή δεν ήξερε, μα ήταν νταρντάνα, καλή και στις δουλειές του σπιτιού και στο κρεββάτι. Την πήρε υπηρέτρια και παλλακίδα μαζί, και του στάθηκε μέχρι το τέλος.

    Στη διαθήκη του, της άφησε ότι περιουσία είχε, προς κακοφανισμό της αδελφής του, γιατί αδίκησε τα παιδιά της, τα μόνα του ανίψια .

    Στην κηδεία του ήρθαν σπουδαίοι άνθρωποι, είχε μεγάλη θέση στο υπουργείο ο Μένης, μέχρι κι ο υπουργός έστειλε στεφάνι.

    Κι έτσι φύγανε όλοι τιμημένοι, και τα χρόνια της ντροπής θαφτήκανε στη λήθη.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --