18.3 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ετεροχρονισμένη ευθιξία

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Το καφεζαχαροπλαστείο ήταν ουσιαστικά ένας στενόμακρος ισόγειος πολυχώρος διασκέδασης και κοινωνικής συναναστροφής, χωρισμένος κατά μήκος σε τρία τμήματα· το καθένα είχε τη δική του είσοδο από το στενάκι που οδηγούσε στην πλατεία της μικρής επαρχιακής πόλης, όπου κινούνταν οι κάτοικοί της κάνοντας την απογευματινή ή τη βραδινή βόλτα τους.

    Το πρώτο και μεγαλύτερο, που έβλεπε στην κεντρική πλατεία, ήταν ένα ζαχαροπλαστείο, γνωστό στην πόλη για τα καλά γλυκά ταψιού και κουταλιού. Στο μπροστινό του μέρος είχε μια μεγάλη κρυστάλλινη επιφάνεια, στην οποία υπήρχε και η, κρυστάλλινη επίσης, κύρια είσοδος του καταστήματος, που όμως χρησιμοποιούσαν κατά παράδοση όσοι πήγαιναν στο πρώτο τμήμα.

    -- Διαφήμιση --

    Στο πάνω μέρος αυτής της κρυστάλλινης επιφάνειας υπήρχε και η μεγάλη επιγραφή, τυπωμένη πάνω στο κρύσταλλο, με το όνομα του καταστήματος: «Ομόνοια». Η ίδια επιγραφή κρεμόταν και πάνω από τα ταψιά με τις μπουγάτσες, το κανταΐφι και τους μπακλαβάδες, τα οποία ήταν τοποθετημένα σε βιτρίνες διαφανείς, στην πρόσοψη του καταστήματος.

    Η επίπλωση ήταν ανάλογη· καρέκλες και τραπέζια καλόγουστα, όπως και καθρέφτες που κοσμούσαν την αίθουσα κι έδιναν την αίσθηση μεγαλύτερου πλάτους, καθώς επίσης και τα πιατάκια και τα κουταλοπίρουνα. Ανάλογη ήταν και η αμφίεση του προσωπικού, αφού πελάτες ήταν οι άνθρωποι της «καλής κοινωνίας» της πόλης κι έπρεπε να έχουν την κατάλληλη εξυπηρέτηση.

    -- Διαφήμιση --

    Το δεύτερο, λίγο μικρότερο, ήταν λαϊκό καφενείο, χωριζόταν από το πρώτο μ’ ένα ξύλινο έπιπλο ύψους περίπου ενάμισι μέτρου, υπερυψωμένου από το μπροστινό μέρος, ενώ ήταν πάγκος και πιατοθήκη ή ποτηροθήκη από το μέρος του καφενείου. Το έπιπλο αυτό ήταν μακρύ κι ακουμπούσε στους δύο τοίχους της αίθουσας και είχε στη μέση του ένα άνοιγμα ενάμισι μέτρου περίπου, που αποτελούσε και τη δίοδο επικοινωνίας των δύο αιθουσών.

    Τέτοια επικοινωνία ουσιαστικά δεν υπήρχε, αφού το κάθε τμήμα είχε δικές του τουαλέτες. Μόνο το προσωπικό κατά κανόνα «παραβίαζε το άβατο»! Στην άλλη άκρη, απέναντι από το έπιπλο που λέγαμε, υπήρχαν τρία σκαλάκια που οδηγούσαν σε μια πόρτα. Ήταν ο σύνδεσμος του δεύτερου με το τρίτο τμήμα του καταστήματος.

    Σ’ αυτό λοιπόν το τμήμα σύχναζαν κυρίως άνθρωποι λαϊκοί· το πρωί οικοδόμοι κι όσοι τους χρειάζονταν για ανάλογες εργασίες· κατά τις δέκα άλλαζε κάπως το κλίμα. Λαϊκοί οργανοπαίχτες, από τους οποίους πολλοί ήταν γύφτοι ή τσιγγάνοι, με τα όργανά τους ή τις μικροφωνικές συσκευές τους, έπιαναν στασίδι στο καφενείο, κουβέντιαζαν για τα δικά τους ζητήματα περιμένοντας να φανούν πελάτες και να βρουν δουλειά.

    Ανάμεσα σ’ αυτούς καμιά φορά μπορούσε να βρεθεί και καμιά παρέα μαθητών που την είχε κοπανήσει από το σχολείο κι είχαν βαρεθεί να κάθονται όλη την ώρα στο σφαιριστήριο ή ήθελαν να πιούν κανένα ουζάκι στη ζούλα. Ανήλικοι ήταν βέβαια, αλλά στην «Ομόνοια» σπανίως έκαναν έλεγχο και οι αστυνομικοί και οι καθηγητές! Χαρτιά και τυχερά παιχνίδια δεν έπαιζαν εδώ!

    Στο τρίτο τμήμα, που ήταν ακόμη πιο μικρό, υπήρχαν κυρίως μπιλιάρδα και μηχανικά παιχνίδια διασκέδασης, όπως ποδοσφαιράκια ή, αργότερα, φλιμπεράκια. Ήταν σφαιριστήριο. Αυτός ο χώρος είχε φιμέ τζάμια στα στενόμακρα παράθυρα που ήταν τοποθετημένα ψηλά, αλλά με το μήκος τους παράλληλα προς το έδαφος! Έμπαινε κανείς από μια ξύλινη πόρτα, στην οποία έφτανες, αν ανέβαινες τα δυο σκαλάκια από το πεζοδρόμιο του στενού. Είχε, λοιπόν, δυο ξύλινες πόρτες ο χώρος αυτός· η μία, η είσοδος, κι η άλλη που οδηγούσε στο καφενείο!

    Το σφαιριστήριο ήταν η χαρά των μαθητών που έκαναν σκασιαρχείο το πρωί ή αυτών που ήταν χασομέρηδες τ’ απόγευμα. Νεαροί, ασφαλώς, ή μαθητές οι περισσότεροι, έκαναν στο μέρος αυτό την επανάστασή τους, γιατί για κάποιους ακατανόητους λόγους ήταν απαγορευμένα τα σφαιριστήρια για τους μαθητές και από την αστυνομία και από τα σχολεία της πόλης!

    Εκεί περνούσαν αρκετές ώρες, διασκέδαζαν, έπαιζαν, έκαναν φίλους… Εκεί κάποιοι μάθαιναν και το τσιγάρο, αφού το κάπνισμα ήταν, περιέργως, πιστοποιητικό ενηλικίωσης! Και στην «Ομόνοια» από καπνίλα, άλλο τίποτα!

    Η κάπνα ήταν ασφαλώς ενοχλητική για κάποιους μεγάλους, αλλά τα χρήματα των άγουρων καπνιστών καθόλου δεν ενοχλούσαν τον καταστηματάρχη και τον υπάλληλο που ήταν υπεύθυνος για τη λειτουργία του. Τα πιο πολλά παιχνίδια λειτουργούσαν με κέρμα κι έτσι δεν υπήρχε θέμα εποπτείας όλη τη μέρα. Απλά, όταν η αίθουσα έκλεινε κατά τις εννιά το βράδυ, γινόταν η καταμέτρηση των κερμάτων. Χαρτονομίσματα είχε ο υπεύθυνος, ο Βασίλης, μόνο από τα μπιλιάρδα, τα οποία ενοικιάζονταν με την ώρα, ή από περιπτώσεις που δεν υπήρχαν αρκετά κέρματα στις τσέπες των πελατών κι αναγκάζονταν να χαλάσουν χαρτονομίσματα.

    Υπήρχαν, βέβαια, και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Βασίλης άνοιγε το λουκέτο του παιχνιδιού κι άφηνε κάποιους καλούς παίχτες να παίζουν δωρεάν! Αυτοί ήταν οι «κράχτες του μαγαζιού», που συχνά έπαιζαν μ’ άλλους εξίσου ικανούς με τις ώρες και τα στοιχήματα έδιναν κι έπαιρναν!  Με το που άρχιζαν αυτοί οι αγώνες τα μηχανήματα κλειδώνονταν.

    Ο Βασίλης, τώρα, ήταν άλλη περίπτωση! Εξηντάρης ίσως, δούλευε από το πρωί ίσαμε το βράδυ στο σφαιριστήριο. Ήταν αδερφός του ιδιοκτήτη; Ήταν μέτοχος ή υπάλληλος; Άγνωστο! Το μόνο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, κάτι σαν σήμα κατατεθέν, ήταν η τραχειοτομία, που δεν του επέτρεπε να μιλάει και προσπαθούσε με νοήματα να συνεννοηθεί με τους πελάτες του! Το περίεργο είναι πως εκείνοι νόμιζαν πως ήταν κωφάλαλος και παλεύανε με νοήματα ν’ απαντήσουν, ενώ ο άνθρωπος άκουγε μια χαρά!

    Τώρα, αν αυτή η τραχειοτομία ήταν παράσημο επειδή υπήρξε μανιώδης καπνιστής ή επίπτωση της μακροχρόνιας έκθεσής του στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του χώρου, ήταν άγνωστο!

    Σ’ αυτό, λοιπόν, το χώρο μαζευόντουσαν τα παλικαράκια της εφηβικής ηλικίας και περνούσαν κάποιες ώρες της μέρας, όσες το χαρτζιλίκι ή το διάβασμα των μαθημάτων του σχολείου τους επέτρεπαν. Ο Βασίλης, βυθισμένος στη σιωπή του, δεν έκανε τον κόπο να τους διώξει.

    Στο άλλο όμως σφαιριστήριο, που ήταν πιο καθαρή η ατμόσφαιρα και πιο άνετος ο χώρος, με περισσότερο φως, ιδιοκτήτης ήταν ο Μήτσος, ένας πενηντάρης ψηλόλιγνος μελαχρινός άνδρας, υπήρχαν στιγμές που έδιωχνε τους πελάτες. Όχι, βέβαια, τις ώρες που είχε πολύ κόσμο, αλλά σε περιπτώσεις που είχαν μείνει τέσσερα ή πέντε άτομα κι έβλεπε πως στο τέλος θα χαλούσαν όλα τους τα χρήματα. Τότε τους μάζευε όλους κοντά στο γραφείο του.

    –           Για ελάτε εδώ, ρε μάγκες!

    Κι αφού μαζεύονταν όλοι κοντά του:

    –           Για πέστε μου, αγοράκια μου, ποια είναι η μεγαλύτερη απόλαυση του ανθρώπου;

    Οι πιο παλιοί το ήξεραν, βέβαια, αλλά δε μιλούσαν! Κάποιοι, που το άκουγαν για πρώτη φορά, τον κοιτούσαν πονηρά!

    –           Έλα! Το ξέρουμε!

    Εκείνος, αφού τους άφηνε για λίγο να χαρούν τη νίκη που φαινόταν σίγουρη, τους κοιτούσε χαμογελαστός.

    –           Το κατούρημα, φίλοι μου! Το κατούρημα!

    Όσοι το άκουγαν για πρώτη φορά, χαμογελούσαν!

    –           Μας δουλεύεις;

    –           Σου έχει τύχει να θέλεις να κατουρήσεις και να μη βρίσκεις τουαλέτα; Άμα σου τύχει, έλα να τα πούμε!

    Και κατέληγε πάντα με την προτροπή να γυρίσουμε στα σπίτια μας για να διαβάσουμε, γιατί δεν ήθελε να του παραπονούνται οι γονείς των νεαρών πως ξεμυαλίζει τα παιδιά τους.

    Ο Βασίλης όμως της «Ομόνοιας» δεν έκανε τέτοιες κινήσεις! Απλά, όταν το ντουμάνι γινόταν ανυπόφορο κι είχαν περισσέψει κάποια χρήματα, κατέβαιναν στη διπλανή αίθουσα του καφενείου για να πιει αναψυκτικό ή καφέ. Ως εκεί! Δεν επιτρεπόταν στους ανήλικους να μπουν στην μπροστινή αίθουσα!

    Οι σερβιτόροι όμως τους ήξεραν! Άλλοι ήταν οι οργανοπαίχτες ή οι οικοδόμοι του καφενείου κι άλλοι οι νεαροί και μαθητές! Αλλιώς, λοιπόν, μιλούσαν στους μαθητές ή γενικότερα τους πελάτες του καφενείου κι αλλιώς στους θαμώνες του καφεζαχαροπλαστείου που πήγαιναν στο μπροστινό τμήμα! Στους ανθρώπους του μπροστινού τμήματος φερόντουσαν μ’ ευγένεια, ενώ στους άλλους…

    Ο Γιάννης ήταν από τα παιδιά εκείνα που σύχναζαν και στο σφαιριστήριο του Βασίλη ή του Μήτσου και στο καφενείο της «Ομόνοιας». Φρόντιζε όμως να είναι συνεπής στις μαθητικές του υποχρεώσεις. Εκεί πήγαινε όταν πια είχε κουραστεί κι ήθελε απλά ν’ αλλάξει παραστάσεις ή να συναντηθεί με τους φίλους του . Όμως δεν έπαιζε και πολύ, επειδή τα χρήματά του ήταν λίγα και προτιμούσε να πιει στο καφενείο με την παρέα του κανένα καφέ ή ουζάκι. Δεν μπορούσε να βλέπει το Βασίλη και την τραχειοτομία του και τον πείραζε ο καπνός, αφού αυτός δεν κάπνιζε. Ούτε το Βασίλη ούτε το Μήτσο ήθελε  να δει. Τους φίλους του έψαχνε, για να εκτονωθεί!

    Με τούτα και με κείνα πέρασαν κιόλας τρία χρόνια! Ξεκίνησε δεκαπεντάχρονος να συχνάζει στα συγκεκριμένα μέρη κι έγινε πια δεκαοχτώ. Έμπαινε στα καταστήματα αυτά με παρέα το φόβο μην τον δουν οι καθηγητές του και νόμιζε πως κάνει κάτι σημαντικό και κατέληξε να βαριέται τους ίδιους χώρους, όταν, απόφοιτος πια, μπορούσε να πάει νομίμως όπου ήθελε, αφού είχε πια ενηλικιωθεί! Άρχισε, λοιπόν, σιγά σιγά να πηγαίνει και σ’ άλλα στέκια, να γνωρίζει την πόλη του πιο καλά. Όμως καλά τα καινούρια μέρη, αλλά και τα παλιά δε λησμονούνται!

    Μια μέρα ο Γιάννης κι ο φίλος του ο Φίλιππος αποφάσισαν να ξαναπάνε στην «Ομόνοια». Μπήκαν στο σφαιριστήριο, χαιρέτησαν το Βασίλη και, επειδή δε βρήκαν κάποιον γνωστό τους, κατέβηκαν στο καφενείο από την πόρτα που χρησιμοποιούσαν πάντα και παλιά. Τα πιο πολλά τραπέζια ήταν γεμάτα. Υπήρχε ένα αδειανό στη γωνία, αλλά τους φάνηκε σκοτεινό κι αποφάσισαν να περάσουν στο μπροστινό τμήμα του καταστήματος, το «καλό».

    Πήγαν, λοιπόν, και κάθισαν σ’ ένα τραπέζι κεντρικό που τους φάνηκε όμορφο. Δε χρειάστηκε να περιμένουν πολύ.

    –           Τι θέλεις, ρε; Τον ρώτησε αγενέστατα ο σερβιτόρος.

    Αιφνιδιάστηκε. Κοίταξε το Φίλιππο που κι εκείνος φαινόταν σαστισμένος.

    –           Προφανώς δεν θέλω να πληρώσω αδρά την αγένεια κάποιου σερβιτόρου!

    Και γυρνώντας προς το φίλο του

    –           Πάμε! Είπε και κινήθηκε προς την έξοδο.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --