21 C
Galatsi
Σάββατο, 18 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Νεανικές τρέλες

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης. Η φωτογραφία είναι από την κινηματογραφική ταινία Urania

    Πάσχα ήταν! Άνοιξη! Τα σπαρτά στα χωράφια είχαν ψηλώσει αρκετά, αλλά παρέμεναν ακόμη πράσινα. Οι παπαρούνες, οι μαργαρίτες, τα ταπεινά χαμομήλια χρωμάτιζαν τα λιβάδια και βοηθούσαν τα παιδιά να βάλουν λίγη από την ομορφιά τους στολίδι στον επιτάφιο της εκκλησιάς του χωριού, που δεν μπορούσε πια να χωρέσει τόσους πιστούς! Συνωστισμός τις ώρες των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας και κατά την Αναστάσιμη λειτουργία!

    Ήταν μικρή η εκκλησία του αγίου Πέτρου κι ήταν αδύνατο να χωρέσει όλους τους χωριανούς αυτές τις μέρες. Κι όπως, ειδικά τη Μεγάλη Παρασκευή και τη μέρα του Πάσχα, κρατούσαν μικροί και μεγάλοι λαμπάδες, δεν έλειπαν τα καψαλίσματα, καθώς, αν δεν προσέχεις και δεν έχεις και χώρο να κινηθείς άνετα, η φλόγα του κεριού δεν κάνει διακρίσεις κι όλο και καίει μαλλιά ή ρούχα! Ευτυχώς που η σχετική μυρωδιά ειδοποιεί έγκαιρα κι ακολουθεί το επιτιμητικό βλέμμα του «θύματος» και το αμήχανο χαμόγελο του δράστη!

    -- Διαφήμιση --

    –           Συγγνώμη!

    Κι όλα τελειώνουν εδώ.

    -- Διαφήμιση --

    Δε λείπουν βεβαίως και κάποιες λιποθυμίες ανθρώπων ασθενών που ο κακός αερισμός της αίθουσας κι η έλλειψη οξυγόνου, αφού τα κεριά, τα καντήλια κι οι λαμπάδες χρειάζονται οξυγόνο για να μη σβήσουν, το οποίο όμως το στερούν από τους πιστούς που το έχουν ανάγκη για τη δική τους αναπνοή και τη ζωή! Κάποιοι, λοιπόν, εξασθενημένοι χάνουν τις αισθήσεις τους κι αμέσως έρχεται η διάγνωση της ομήγυρης:

    –           Τον έπιασαν τα κεριά!

    Το χειμώνα το χωριό γεροντοκρατούνταν! Δεκαπέντε ή είκοσι ηλικιωμένοι παραμέναν όλο το χρόνο κι αρνούνταν να μετακομίσουν στην κοντινή πόλη ή και σ’ άλλες, όπου έμεναν σχεδόν μόνιμα τα παιδιά τους. Προτιμούσαν το δικό τους χώμα, όπως έλεγε ένας ογδοντάχρονος παππούς στην κόρη του.

    –           Καλύτερα εδώ, στο δικό μας χώμα! Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια!

    *

    Τις χρονιάρες μέρες όμως και το καλοκαίρι ο πληθυσμός του πολλαπλασιάζονταν! Πάνω από πεντακόσια άτομα μαζευόντουσαν! Οι νέοι που δούλευαν στην κοντινή πόλη, οι δάσκαλοι, που είχαν τις διακοπές τους, οι εργαζόμενοι που φρόντιζαν να πάρουν άδεια, όλοι αυτοί γέμιζαν τα σπίτια και το καφενείο του χωριού. Οι μόνιμοι κάτοικοι τους περίμεναν ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Άλλοι για να ξαναβρεθούν με τους συγγενείς τους κι άλλοι γιατί θα πήγαιναν καλύτερα οι δουλειές τους, αφού θ’ αυξάνονταν η πελατεία τους. Γενικά ο ερχομός όσων κατάγονταν απ’ το χωριό άλλαζε το ρυθμό της ζωής του! Πανηγύρια σε διάφορες τοποθεσίες και ξωκλήσια, λαϊκές κομπανίες βοηθούν τους επισκέπτες και κατοίκους  να ξεχάσουν τα βάσανα της καθημερινότητας και να διασκεδάσουν με την παραδοσιακή μουσική και τους χορούς του τόπου τους.

    Η πρώτη μέρα, κατά κανόνα ήταν γιορτή οικογενειακή. Μαζεύονταν τα μέλη της οικογένειας έψηναν το παραδοσιακό αρνί στη γάστρα ή το φούρνο και διασκέδαζαν όλοι μαζί και χαίρονταν που ξαναβρέθηκαν. Από τη δεύτερη μέρα του Πάσχα άρχιζαν τα διάφορα πανηγύρια‧ στην πλατεία του χωριού, τη δεύτερη μέρα και στη συνέχεια στα διάφορα εκκλησάκια ως την Παρασκευή, τη μέρα της Ζωοδόχου Πηγής.

    Δεύτερη μέρα λοιπόν και το πανηγύρι θα γινόταν στην πλατεία. Ένα μεγάλο πλάτωμα στην άκρη του χωριού ήταν η πλατεία, μ’ ένα φαρδύ, για τα δεδομένα της εποχής, δρόμο να τη διχοτομεί. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα δυο κομπανίες να είναι το κέντρο των δυο συγκεντρώσεων των διασκεδαστών, ανάλογα με τις προτιμήσεις τους ή την, κατά τη γνώμη τους, καλύτερη ποιότητα των καλλιτεχνών και της μουσικής τους. Το καφενείο του χωριού και η καντίνα του πολιτιστικού συλλόγου τροφοδοτούσαν με μεζέδες και ποτά όσους διασκέδαζαν, ενώ στο δρόμο πηγαινοέρχονταν βολτάροντας αγόρια και κορίτσια η περνούσαν διάφοροι κυρίως νεαροί με τις μοτοσυκλέτες ή τ’ αυτοκίνητά τους κάνοντας επίδειξη πλούτου και δεξιοτεχνίας! Ήταν ο καιρός που κα τα δυο σπάνιζαν! Έτσι ήταν φυσικό να προκαλούν το θαυμασμό του κοινού!

    Ο Νάσος, ένας τεχνίτης αυτοκινήτων που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, βρέθηκε αδειούχος στο χωριό του τις μέρες του Πάσχα. Είχε φτάσει με μια μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού. Ποιος ξέρει από ποιον τη δανείστηκε για κάποιες μέρες! Μ’ αυτή λοιπόν τη μηχανή βολτάριζε πάνω στον κεντρικό δρόμο κάνοντας επικίνδυνους ελιγμούς κι επίδειξη δεξιοτεχνίας. Κάποιος πυροσβέστης, συγχωριανός κι αυτός, του έκανε παρατήρηση.

    –           Δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις! Του είπε. Εσύ δεν ενδιαφέρεσαι μην πέσεις και χτυπήσεις. Οι άλλοι όμως τι σου φταίνε;

    Ο Νάσος όμως παρεξηγήθηκε και τον χτύπησε με τη γροθιά του στο πρόσωπο. Οι άλλοι πετάχτηκαν για να περιορίσουν το κακό. Μπήκαν στη μέση και τους χώρισαν. Όταν έφτασε η αστυνομία,  ο πυροσβέστης δήλωσε πως δεν επιθυμεί τη δίωξη του Νάσου.

    –           Είναι φαντάρος, είπε, και δε θέλω να είμαι εγώ αιτία για να πάει στο στρατοδικείο!

    Έληξε έτσι το επεισόδιο κι ο Νάσος πήρε τη μηχανή του κι έφυγε. Φοβήθηκε; Μετάνιωσε; Ποιος ξέρει! Γεγονός πάντως είναι πως όλοι επαινούσαν τη στάση του πυροσβέστη και θεωρούσαν απαράδεκτη τη στάση του φαντάρου.

    *

    Σαν έληξε το περιστατικό, μας πλησίασε ο Τηλέμαχος, ένας εικοσάχρονος ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων. Ήταν σοβαρό παιδί και τον εκτιμούσαμε, ό,τι μπορεί να λέει αυτό για δεκάχρονα παιδάκια.

    –           Λεβέντες, θέλετε να κάνετε βόλτα με το αυτοκίνητο;

    –           Ποιο αυτοκίνητο;

    –           Θέλετε να σας δώσω μοντέλο κι αριθμό; Τι θα πει «με ποιο αυτοκίνητο»;  Μ’ ένα αυτοκίνητο! Θέλετε;

    –           Ακούστε, λοιπόν! Θα πάτε στο αυτοκίνητο του γιατρού. Το ξέρετε;

    –           Αυτό που μοιάζει με στρατιωτικό τζιπ;

    –           Αυτό! Πού μπαίνει το κλειδί της μηχανής ξέρετε;

    Το αυτοκίνητο ήταν προφανώς κάποιο παλιό στρατιωτικό και ο γιατρός θα το είχε αγοράσει μάλλον μεταχειρισμένο. Εκείνο τον καιρό προδιαγραφές ασφάλειας, όπως τις ξέρουμε σήμερα, δεν υπήρχαν.

    –           Θα βάλετε, λοιπόν, συνέχισε ο Τηλέμαχος, το χέρι σας στο πίσω μέρος της κλειδαριάς, θα πιάσετε ένα από τα καλώδια και θα το τραβήξετε με δύναμη. Αυτό ή θα βγει από τη θέση του ή θα κοπεί. Ό,τι και να γίνει το αυτοκίνητο δε θα παίρνει μπροστά. Θα με φωνάξει για να του το φτιάξω κι εγώ θα το κάνω μια βόλτα, για να δω αν δουλεύει σωστά. Μόλις βγω από το χωριό, θα με περιμένετε και θα πάμε βολτούλα. Είστε;

    –           Ναι! Είπαμε με μια φωνή!

    –           Φεύγετε!

    Τρέχοντας φύγαμε να βρούμε το τζιπ. Μπήκαμε και πρώτος εγώ δοκίμασα να τραβήξω το καλώδιο. Ήταν όμως γερά σφιγμένο και δεν ξεκολλούσε. Ίσως να έφταιγε και η αγωνία και το χτυποκάρδι που δε με άφηνε να τραβήξω με δύναμη.

    –           Να δοκιμάσω κι εγώ; Μου ψιθύρισε στ’ αυτί ο Κωνσταντίνος.

    Άλλο που δεν ήθελα. Τράβηξε εκείνος με δύναμη και το ξεκόλλησε!

    Γυρίσαμε προς τον Τηλέμαχο και του κάναμε νόημα πως όλα ήταν εντάξει.

    Χαμογέλασε.

    – Μόλις δείτε το γιατρό με τη γυναίκα του να σηκώνονται βγείτε έξω από το χωριό προς την πόλη.

    Σε μισή περίπου ώρα ο γιατρός ξεκίνησε για να φύγει κι εμείς πρώτοι βγήκαμε από το χωριό. Μέχρι να στρίψουμε στη δεύτερη  στροφή, ακούσαμε τον ήχο της μηχανής που πλησίαζε. Σε λίγο κάναμε το πρώτο ταξίδι των δύο χιλιομέτρων με το τζιπ του γιατρού,  καθισμένοι στο πίσω κάθισμα. Δεν είχαμε ταξιδέψει ξανά μ’ αυτοκίνητο κι αισθανόμασταν περίεργα καθώς βλέπαμε ν’ αλλάζουν οι εικόνες που μας ήταν γνωστές από την καθημερινή πεζοπορία. Δεν είχαμε άλλωστε ξαναπάει τόσο μακριά από το χωριό! 

    Στην επιστροφή μας άφησε ο Τηλέμαχος στο ίδιο μέρος. Κατεβήκαμε χαρούμενοι και μισοζαλισμένοι! Εκείνος συνέχισε προς το χωριό.

    –           Και είπαμε! Τσιμουδιά! Ε;

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...
    -- Διαφήμιση --