17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Μια παράταιρη εικόνα

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Πρωί, μετά τις δέκα, περπατούσε στους δρόμους γύρω απ’ το πάρκο της πόλης κι έβλεπε να βολτάρουν πάμπολλοι άνθρωποι. Το φαρδύ πεζοδρόμιο, που διακοσμούνταν από μικρούς κήπους με λουλούδια, θάμνους και παγκάκια για τους περπατητές, διευκόλυνε την κίνηση των πεζών και μηδένιζε σχεδόν τον κίνδυνο τροχαίου ατυχήματος. Έτσι ένα ανθρώπινο μελισσολόι απλωνόταν και γέμιζε την περιοχή ζωντανεύοντας τους πεζόδρομους και δημιουργώντας μια αντίθεση με τ’ αυτοκίνητα που τρέχαν με μεγάλη ταχύτητα στη λεωφόρο.

    Σ’ αυτούς λοιπόν τους δρόμους συναντούσε μια ποικιλομορφία ανθρώπων, που κατοικούσε στη σύγχρονη πόλη και που είχε σχεδόν μόνο ένα κοινό χαρακτηριστικό· την άνεση ελεύθερου χρόνου. Έβρισκε μικρομάνες που τσουλούσαν πολύχρωμα παιδικά καροτσάκια με τα βρέφη τους, μαμάδες ή γιαγιάδες που κυνηγούσαν ανήσυχες δίχρονα ή τρίχρονα νήπια και γεμάτες αγωνία τους φωνάζανε να σταματήσουν και τους υπόσχονταν βραβεία και δώρα ή επισείανε το φόβητρο της αυστηρής μαμάς ή του μπαμπά που μαλώνει!

    -- Διαφήμιση --

    Άκουγε το θόρυβο των μαθητών του κοντινού γυμνασίου ή του λυκείου που την κοπάνησαν απ’ το μάθημα κι απολάμβαναν τη φύση και την εφηβική αμφισβήτηση της κοινωνίας των μεγάλων μαζί με τις πρώτες ρουφηξιές του καπνού του τσιγάρου, σ’ αντίθεση με κάποιους άλλους εφήβους που κρατούσαν την ευτυχία και την καλή τους στα χέρια τους προσπαθώντας δειλά να ψελλίσουν τα πρώτα λογάκια της αγάπης και ν’ ανακαλύψουν τα μυστικά δρομάκια του έρωτα! Τούτοι οι τελευταίοι  ήταν που δυσφορούσαν όταν ακούγανε τα ποδοβολητά άλλων συνομήλικων ή μεγαλύτερών τους που, με σπορ αμφίεση, προσπαθούσαν τρέχοντας να ρίξουν τα κιλά που η καθιστική ζωή της πόλης κι η πλούσια σε λίπη και θερμίδες διατροφή  τους φόρτωνε ή απλά ν’ αθληθούν. Κι απορία τους δικαιολογημένη ακουγότανε συχνά:

    -Καλά, το πάρκο δε σας φτάνει;

    -- Διαφήμιση --

    Αυτή η εικόνα υπήρχε καθημερινά όλα τα χειμωνιάτικα πρωινά, όταν ο καιρός το επέτρεπε. Τούτο το πλήθος των ανθρώπων γέμιζε ζωή την περιοχή και τον έκανε να θαυμάσει τα νιάτα και την ομορφιά τους και να σταθεί σκεφτικός μπροστά στο πρόβλημα του χρόνου: Σε μια εποχή που ο ελεύθερος χρόνος είναι ζητούμενο, πού βρίσκουν τόσοι νέοι τη δυνατότητα για να σπαταλήσουν τόσες ώρες; Είναι, άραγε, όλοι τούτοι χασομέρηδες μαθητές και σπουδαστές ή μήπως άνεργοι που αδυνατούν να χαράξουν τη ρότα του μέλλοντός τους;

    Κι εκεί που άρχιζε να προβληματίζεται για τούς νέους και τις δυσκολίες τους, έβλεπε άλλους μεγαλύτερους να βαδίζουν αργά ή γρήγορα υπακούοντας σε συμβουλές ιατρικές και προσπαθώντας ν’ αντιμετωπίσουν τις συνέπειες ή ν’ αποφύγουν  εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο. Ήταν ίσως οι ευνοημένοι του συστήματος, όσοι δηλαδή κατάφεραν να κουράζονται μόνο πνευματικά, κάνοντας δουλειά γραφείου, αλλά και οι απόμαχοι της ζωής, αυτοί οι τυχεροί που κατόρθωσαν να γεράσουν και ν’ απολαύσουν τα καλά που οι προηγμένες κοινωνίες προσφέρουν σ’ όσους προσπάθησαν και μόχθησαν και δεν αντέχουν πια να εργαστούν άλλο!

    Και σε τούτη την κατηγορία των ανθρώπων μπορούσε πολλούς να δει: Αυτούς που στέκονταν στα πόδια τους και μπορούσαν, αυτοεξυπηρετούμενοι, μόνοι τους να περπατήσουν και ν’ αναπνεύσουν τον αέρα του πάρκου, αυτούς, τους ακόμα πιο τυχερούς, που γέρασαν μαζί με την κυρά τους και μπορούσαν να βολτάρουν κρατώντας της, όπως σ’ όλη τους τη ζωή, ακόμη το χέρι, εκείνους που, μη μπορώντας πια να βαδίσουν μόνοι τους, ανακάλυψαν πως η γυναίκα τους μπορεί να ’ναι και σύντροφος και να τους κρατά το χέρι στηρίζοντάς τους τώρα που τη χρειάζονται.

    Έβλεπε όμως και κάποιους που, όντας πια μόνοι κι ανήμποροι, στηρίζονταν σε ξένο χέρι, μιας νοσοκόμας ή οικιακής βοηθού που τους φρόντιζε. Φαινόταν καθαρά πως τούτοι οι γέροι μπορούσαν άνετα να εκμεταλλευτούν την οικονομική τους δυνατότητα και να έχουν στήριγμα κορίτσια ή γυναίκες ξενόφερτες που δυσκολεύονταν να καταλάβουν τη γλώσσα τους και προσπαθούσαν να μαντέψουν τις θελήσεις των ηλικιωμένων και να τις κάνουν πράξη, αφού απ’ αυτό εξαρτιόταν η δική τους αμοιβή και η απαλλαγή των παιδιών των γερόντων από την επίπονη καθημερινή φροντίδα κι ό,τι αυτό συνεπάγει, καλό ή κακό!

    Περπατούσε, λοιπόν, και δε χόρταινε να κοιτά τη φύση και τους ανθρώπους γύρω του κι ευγνωμονούσε ασυναίσθητα όσους κατάφεραν να κρατήσουν αυτό το χώρο, μακριά από το τσιμέντο και την οικοδόμηση των εργολάβων και τον διαμόρφωσαν έτσι, ώστε να είναι επισκέψιμος από τους κατοίκους της πόλης, «πνεύμονας πρασίνου», όπως θα ’λεγαν και οι οικολόγοι των σαλονιών.

    Ξαφνικά, μέσα στην τόση αρμονία των αστικών ήχων και χρωμάτων, εμφανίστηκε μια εικόνα παράξενη και του τράβηξε την προσοχή: Ένας γέροντας λιπόσαρκος, ψηλός, που φορούσε γυαλιά με πολύ χοντρούς φακούς και μάλλινο σκούφο, καθόταν κατάχαμα, πίσω από ένα θάμνο κι έπαιζε διακριτικά τη φλογέρα του. Ο ήχος της ήταν αδύναμος και χανόταν μες στη βοή των αυτοκινήτων, των ανθρώπων και της πόλης και δεν ακουγόταν σ’ απόσταση μεγαλύτερη  από πέντε μέτρα. Ποιος ξέρει αν η ποιότητα του οργάνου, η βοή της πόλης ή η αδυναμία του οργανοπαίχτη να φυσήξει δυνατά περιόριζαν την ένταση του ήχου! Η εικόνα πάντως του γέρου με τη φλογέρα τον έκανε να σταματήσει. Εντυπωσιάστηκε από το αναπάντεχο θέαμα και θέλησε να πλησιάσει το γέροντα και να του πιάσει κουβέντα. Επειδή όμως αυτός ήταν απορροφημένος στο δικό του κόσμο, σκέφτηκε να περιμένει να τελειώσει το σκοπό του.

    Την ώρα όμως εκείνη ένας γείτονάς του περνούσε δίπλα του και τον καλημέρισε. Λόγοι ευγένειας επέβαλαν ν’ ανταποδώσει το χαιρετισμό κι έτσι απομακρύνθηκε κάπως από το γέροντα. Αφού τελείωσαν τα τυπικά:

    – Κοιτάς το μπάρμπα- Βαγγέλη; Είπε ο άλλος. Δεν τον έχεις ξαναδεί;

    – Όχι! Του απάντησε. Τον ξέρεις;

    – Είναι τακτικός επισκέπτης του πάρκου! Είναι ο πατέρας του γιατρού που μένει εδώ κοντά. Έχει σαλτάρει ο φουκαράς! Κάθε φορά που έχει λιακάδα και οι άλλοι έχουν δουλειές και δεν τον επιτηρούν, φοράει αυτά τα παλιόρουχα, παίρνει τη φλογέρα του και πιάνει έναν προσηλιακό θάμνο και παίζει διάφορα τραγούδια παλιά, που τώρα πια κανείς δεν τα ξέρει! Ο καημένος ο γιατρός κοντεύει να σκάσει! Εύκολο είναι να φυλάς κάθε μέρα τον παππού;

    – Έχει γεροντική άνοια;

    – Ξέρω κι εγώ τι βίδα του ’στριψε; Και να σκεφτείς πως, όταν τον κουβεντιάσεις, φαίνεται λογικός! Οι κουβέντες του έχουν λογικό ειρμό και δε λέει παλαβομάρες! Μόνο αυτό το κόλλημα με τη φλογέρα έχει! Τέτοιο ρεζιλίκι πια! Λογικό το βρίσκεις εσύ να παρατάει το σπίτι και να ’ρχεται εδώ ντυμένος σα τσομπάνης και να παίζει τη φλογέρα του; Το παιδί του δεν το σκέφτεται; Εσύ πώς το βλέπεις αυτό το πράμα; Σου φαίνεται φυσιολογικό;

    – Τι δουλειά έκανε ο παππούς; Ξέρεις;

    – Πού να ξέρω; Στο χωριό του ήταν κι ήρθε εδώ όταν άνοιξε ο γιος του το ιατρείο, μετά το θάνατο της γυναίκας του. Ήταν ήδη πολύ γέρος, σχεδόν όπως τον βλέπεις.

    – Τι να πω; Δύσκολα τα πράματα, είπε και χαιρέτησε τον άλλον.

    Συνέχισε την πορεία του σκεφτικός και λυπημένος ξέροντας πια ότι ο γέροντας προφανώς είχε τους λόγους του ν’ αναπολεί μια ζωή που κάποτε πέρασε ποιος ξέρει με πόσες στερήσεις και σε ποιο κορφοβούνι!

    *

    Μέρες αργότερα, πάλι με λιακάδα, συνάντησε το γεροντάκι στο ίδιο μέρος, στην ίδια στάση να παίζει τη φλογέρα του! Τούτη τη φορά σταμάτησε και κάθισε αρκετή ώρα δίπλα του παρακολουθώντας τον να παίζει.

    – Ενοχλώ; Είπε, όταν, μετά από αρκετή ώρα, εκείνος τον πήρε χαμπάρι.

    – Όχι! Του έγνεψε ο άλλος κι έτσι αυτός βάλθηκε ν’ ακούει το τραγούδι μέχρι που ο άλλος σταμάτησε.

    – Παίζατε επαγγελματικά στα νιάτα σας; Ρώτησε έτσι για να πιάσει κουβέντα.

    – Όχι, παιδί μου. Επαγγελματικά; Έχεις ακούσει ποτέ καλούς επαγγελματίες; Αναστενάζει η γης! Εγώ παίζω για να περνά η ώρα!

    – Εδώ μένετε;

    -Το χειμώνα μόνο! Γιατί στο χωριό έχει χιόνια και κρύα το χειμώνα και δεν υπάρχει τακτική συγκοινωνία. Τι τα θέλεις; Κι εκεί δύσκολα, αφού δεν μπορείς μόνος να ζήσεις, κι εδώ ακόμα χειρότερα, αφού ζεις μόνος!

    – Δεν έχετε οικογένεια;

    – Πώς δεν έχω; Ο γιος μου είναι γιατρός  η νύφη μου κι αυτή γιατρός. Τι να το κάνεις όμως; Δε λέω, μ’ αγαπούν τα παιδιά και με προσέχουν, αλλά δεν είναι εύκολο να ζήσω μέσα στους τέσσερις τοίχους. Αλλιώς είχα μάθει εγώ. Κάνει τ’ αηδόνι στο κλουβί; Δεν κάνει! Κι αν είναι και γέρικο, ακόμη δυσκολότερα προσαρμόζεται!

    – Κι εδώ νιώθετε καλύτερα;

    – Ξεγελιέμαι, παιδί μου! Νομίζω πως πλησιάζω στον τόπο μου. Χρόνο κερδίζω ως την άνοιξη! Χρόνο!

    Είπε και ξανάφερε τη φλογέρα του στο στόμα. Δεν τον ενδιέφερε που οι άλλοι τον βλέπανε σα μια γραφικότητα της τερατούπολης, όπου ζούσαν. Εκείνος επέμενε να εύχεται με τη φλογέρα του ό,τι και οι άλλοι παλιότερα:

    Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία

    Σήκωσε, χωρίς να μιλήσει, το χέρι του και τον χαιρέτησε συγκινημένος. Ευχήθηκε μέσα του «να καλά ο γεράκος» και να τον συναντά πολλούς χειμώνες ακόμα.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --