Ο περιπτεράς μου μού το είπε με το θάρρος που έχει μαζί μου μετά από τόσα χρόνια που είμαι πελάτης του:
«Άκου, δεν με συμφέρει αυτό που κάνεις, εγώ κάνω απλώς τον διεκπεραιωτή. Από τις εφημερίδες κερδίζω 7% και από τα τσιγάρα που καπνίζεις 3%. Αν πληρώνεις με κάρτα, η τράπεζα μου κρατάει το 2% από κάθε συναλλαγή. Γι’ αυτό σε παρακαλώ πριν έρθεις εδώ να πηγαίνεις απέναντι στο ΑΤΜ, να βγάζεις λεφτά και να με πληρώνεις με μετρητά».
Δεν το σκέφτηκα καθόλου.
Θυμήθηκα τότε που είχα ένα περιοδικό και η τράπεζα, μέσω της οποίας έπρεπε να κάνω υποχρεωτικά όλες τις συναλλαγές μου, με χρέωνε και για το POS που υποχρεωτικά είχα και για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά. Πλήρωνε ο άλλος 50 ευρώ συνδρομή, έφθαναν σε εμένα 49.
Γυρνώντας εκείνο το βράδυ στο σπίτι, πέρασα και από το μπακαλικάνι που έχουμε στη γειτονιά, το οποίο μένει ανοιχτό έως τις 12 το βράδυ, ίσως και αργότερα, και παίρνουν κάτι σαν κι εμένα γάλα, γιαούρτι και κάνα φρούτο.
Ψωνίζω απ’ αυτόν ακόμα κι αν νωρίτερα είχα πάει στο SuperMarket, έτσι για να συμβάλλω όσο μπορώ ώστε να παραμείνει ανοικτό το μαγαζί του. Το χρειάζομαι και εγώ, εκτός από την οικογένεια που προσπαθεί να ζήσει.
Σκέφτηκα, με τι ποσοστό κέρδους δουλεύει, πόσο του κοστίζει όλο αυτό που κάνει; Μήπως το 2% που του παίρνει η τράπεζα τελικά το πληρώνω εγώ; Δεν θέλει να είναι κάποιος ιδιαίτερα έξυπνος για να δώσει απάντηση.
Και είπα, μέσα μου, δεν θα ξαναπληρώσω με κάρτα, τουλάχιστον στα μικρά συνοικιακά μαγαζιά. Από τότε το ακολουθώ πιστά. Στις μικρές επιχειρήσεις, πληρώνω με μετρητά, όπως έχω κάθε δικαίωμα να κάνω. Ας το κερδίσει ο μαγαζάτορας το 2%, το έχει πιο πολύ ανάγκη από τις τράπεζες.