19.5 C
Galatsi
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Στο καφενείο

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης. Φωτογραφία από το παλαιότερο καφενείο που λειτουργεί στην Ελλάδα, βρίσκεται στο Πήλιο.

    Από το πρωί ως τα μεσάνυχτα είναι το καταφύγιο των ανδρών, κυρίως, της γειτονιάς. Άνθρωποι κάθε ηλικίας συγκεντρώνονται στο χώρο του. Άλλοι για να πιούν τον καφέ, το πρωί ή τα ποτά τους τις υπόλοιπες ώρες, άλλοι «για να περάσει η ώρα», τρίτοι για να παίξουν τάβλι ή κανένα χαρτάκι, για το παιγνίδι ή για το χρήμα-αδιάφορο, κάποιοι για να βρουν φίλους και γνωστούς και να κουβεντιάσουν.

    Υπάρχουν ασφαλώς κι εκείνοι που θέλουν να μάθουν τα νέα από το καφενείο! Γιατί οι θαμώνες του όλα τα ξέρουν και μ’ όλα ασχολούνται! Και τα σοβαρά και τα ευτράπελα! Και για τις Μεγάλες Δυνάμεις, τη διεθνή πολιτική σκηνή και τον κόσμο γενικότερα, και για την Κυβέρνηση, τα κόμματα ή τη δημοτική αρχή και για τη γειτονιά. Τίποτε δεν ξεφεύγει! Ούτε η μεγάλη πολιτική σκηνή ούτε και τα οικογενειακά των άλλων· ποιος ή ποια κερατώνει το σύντροφό του, τίνος το παιδί είναι καλό ή τίνος πήρε τον κακό το δρόμο! Τέτοια!

    -- Διαφήμιση --

    Μπορεί οι καφετζήδες να παραπονούνται για το μέλλον της επιχείρησής τους, η ζωή όμως, πεισματάρα κι αμετάπειστη, τους διαψεύδει!

    – Δεν πάμε καλά! Έλεγε τις προάλλες ο Μπάμπης σ’ έναν καλό του πελάτη.

    -- Διαφήμιση --

    Μόλις είχε φύγει ο υπάλληλος του γραφείου τελετών, ο οποίος είχε κολλήσει στην κολόνα του ηλεκτρικού ένα ακόμα αγγελτήριο κηδείας.

    – Γιατί, βρε Μπάμπη; Μεγάλος ήταν Μάκης! Ενενήντα δύο πήγε! Πόσο ήθελες να φτάσει;

    – Δε λέω, Βασίλη! Πλήρης ημερών απεδήμησε ο Μάκης! Αλλά δεν πάμε καλά.

    – Πάλι σε ξαναρωτάω: Γιατί; Επειδή καθόταν στα πάνω τραπέζια;

    Στα πάνω τραπέζια, σ’ αυτά που ήταν στο πατάρι του καταστήματος, κάθονταν συνήθως οι χαρτοπαίχτες κι οι τζογαδόροι, αυτοί, δηλαδή, που έπαιζαν στα χαρτιά, στα ζάρια και γενικότερα στα τυχερά παιγνίδια πολλά λεφτά. Επειδή η τέτοιου είδους δραστηριότητα ήταν παράνομη, τα τραπέζια τους ήταν στο πατάρι, ώστε να έχουν το χρόνο να προλάβουν ν’ αλλάξουν παιγνίδι, αν τυχόν γινόταν αστυνομικός έλεγχος. Ο χώρος αυτός συνήθως ήταν ήσυχος. Οι παίχτες δε μιλούσανε πολύ, αλλά πληρώνανε καλά, αφού το κατάστημα έπαιρνε τα ποσοστά του από τον κάθε φορά κερδισμένο. Γιατί μόνιμα κερδισμένος δεν υπήρχε! Αν ακουγόταν φωνή, σήμαινε πως κάποια μικροπαρεξήγηση είχε συμβεί μεταξύ των παιχτών κι έπρεπε ο Μπάμπης να δράσει πυροσβεστικά.

    – Βασιλάκη, είπε ο Μπάμπης, μαγαζί που δεν ανανεώνει την πελατεία του κλείνει! Αν δεις τους πελάτες  μου, είναι στην πλειοψηφία τους ασπρομάλληδες ή φαλακροί, που σημαίνει ότι περιμένουν να πάρουν τη θέση του Μάκη αργά ή γρήγορα. Τη δική τους θέση, γιατί αυτό μ’ ενδιαφέρει εμένα, ποιος θα την πάρει; Μόνο μ’ αυτούς που έρχονται και περιμένουν να βρουν πελάτες δε ζει η επιχείρηση.

    – Κάνε καλύτερους μεζέδες! Ξέρω κι εγώ; Τι να πω;

    – Τι να τους κάνεις τους μεζέδες όταν ο γιατρός τους κόβει το ποτό; Γι’ αυτό σου λέω. Κάποτε ερχόταν και κανένας περαστικός από τους διπλανούς δήμους. Τώρα, που γίνεται χαμός με τα έργα του μετρό, ποιος να έρθει; Κι άντε κι ήρθε. Πού θα παρκάρει; Εδώ δεν τολμούμε εμείς να μετακινήσουμε τ’ αυτοκίνητά μας, γιατί δεν ξέρουμε αν θα βρούμε θέση να τ’ αφήσουμε! Θα ’ρθουν ξένοι;

    Κάποιος πελάτης, στο μεταξύ, παράγγειλε καφέ κι ο Μπάμπης χάθηκε πίσω απ’ τον πάγκο, για να τον εξυπηρετήσει.

    Αν εξαιρέσει κανείς τη Μαίρη, μια κυρία που ετοίμαζε μεζέδες τις ώρες της αιχμής κι έπλενε τα πιάτα, ο μοναδικός εργαζόμενος του καταστήματος ήταν ο Μπάμπης στην μια βάρδια κι ο συνέταιρός του, ο Χρήστος, στην άλλη. Όποιος απ’ τους δυο δούλευε στην απογευματινή βάρδια, αναλάμβανε την υποχρέωση να ψωνίζει το πρωί, ενώ ο πρωινός μαγείρευε το απόγευμα τους μεζέδες που απαιτούσαν χρόνο πολύ για να ετοιμαστούν. Όλη μέρα στη δουλειά! Μόνο την Κυριακή το καφενείο ήταν κλειστό.

    Στο ισόγειο του καταστήματος υπήρχε συνήθως σχετικός συνωστισμός. Τραπέζια τοποθετημένα λειτουργικά και πελάτες που έπαιζαν τάβλι ή χαρτιά έχοντας δίπλα τους φίλους και γνωστούς που έκαναν υποδείξεις στους παίχτες ή πλάκα και πειράγματα στους ηττημένους. Βέβαια η συμπεριφορά ήταν ανάλογη με το χαρακτήρα των παιχτών και τη σχέση που είχαν μαζί τους κι έμενε στο φιλικό επίπεδο.

    Υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες το παιγνίδι μετεξελισσόταν σε τσιμπούσι, αφού αυτός που έχανε κερνούσε την παρέα κι εκείνοι, ο καθένας με τη σειρά του, ανταπέδιδαν το κέρασμα. Τότε άρχιζαν οι συζητήσεις για διάφορα σημαντικά ή ασήμαντα ζητήματα που απασχολούσαν την παρέα. 

    Οι τέσσερις ηλικιωμένοι κάθονταν στο τραπέζι που έβλεπε στο δρόμο ακουμπώντας σχεδόν στη τζαμαρία. Δε θα τους έλεγε κανείς και γέρους, αλλά τα χρονάκια τους τα είχαν. Όταν είσαι πάνω από πενήντα πέντε, δεν ανήκεις και στη νεολαία! Όπως κι αν το πεις, ωριμότητα ή τρίτη ηλικία, η ουσία είναι πως έχεις περάσει την πρώτη νεότητα και τώρα κοιτάς προς το ηλιοβασίλεμα! Κι όταν κουβεντιάζανε το θέμα του ορισμού της ηλικίας, ο Γιάννης, το πειραχτήρι της συντροφιάς, πετούσε το καρφί του ξέροντας πως ο άλλος θα τσιμπήσει.

    – Τι τα θέλεις, λεβέντη μου; έλεγε στον Τάκη, έναν γκριζομάλλη εξηντάρη που ήταν ευαίσθητος στο θέμα. Όπως κι αν το πεις, αυτό το άτιμο υπάρχει! Κι άμα θέλεις να το ορίσεις επίσημα, δεν έχεις να κάνεις τίποτ’ άλλο, παρά να δεις την απόφαση της συνταξιοδότησής σου! Κι έκλεινε με τρόπο το μάτι στους άλλους.

    – Τι λέει;

    Ρωτούσε δήθεν αφελώς ο Κώστας, ένας συνομήλικός τους, πρώην αστυνομικός χοντρούλης και φαλακρός που είχε αρκετά χρόνια στη σύνταξη.

    Ο Τάκης φουρκιζόταν.

    – Γιατί δεν κοιτάς τη δική σου να δεις τι γράφει;

    – Γιατί εμείς, οι αστυνομικοί, φεύγαμε νωρίτερα τότε.

    – Για ποιο λόγο; Επειδή παχαίνατε από το αραλίκι; Περνούσε πρώτος στην επίθεση ο Τάκης.

    – Και γι’ αυτό και για το ότι χρειάζεται να έχεις καλή φυσική κατάσταση όταν κυνηγάς κακοποιούς; Λέω εγώ τώρα! Έκανε χαμογελαστός ο Κώστας.

    – Τι θέλετε, βρε παιδιά; Γιατί τον ταλαιπωρείτε τον άνθρωπο;

    Ήταν ο Λεωνίδας, ένας εβδομηντάρης, ο τέταρτος της παρέας. Κοντούλης, με πυκνό μαλλί κάτασπρο και μουστάκι, με βαριά φωνή, που καθόλου δεν ταίριαζε με το παρουσιαστικό του. Συνήθως τον πειράζανε οι άλλοι, επειδή η γυναίκα του ήταν σωματώδης κι άφηναν υπαινιγμούς πως τον έδερνε! Εκείνος υπέμενε στωικά τα πειράγματα και χαμογελούσε, χωρίς να εκνευρίζεται, όπως οι άλλοι υπολόγιζαν! Τώρα όμως ήταν η σειρά του να πάρει το αίμα του πίσω!

    – Αφού δε θέλει αυτός να διαβάσει την απόφαση, να διαβάσω εγώ αυτή που μ’ αφορά. Αλλά τι λέω; Δεκάδες φορές την έχω διαβάσει και τη θυμάμαι καθαρά! Συνταξιοδότηση λόγω γήρατος λέει. Για μένα! Γι’ άλλους δεν ξέρω!

    Και το χαμόγελο έγινε γέλιο απ’ όλη τη συντροφιά. Ακόμη κι ο Τάκης γελούσε!

    – Πρόσεξε, φουκαρά μου, τι λες, γιατί θα παραπονεθώ στη Μερόπη και να δούμε τότε ποιος θα σε γλιτώσει απ’ τα χέρια της!

    – Βρε καλώς το Σταμάτη!

    Η φωνή ερχόταν από το διπλανό τραπέζι.

    – Στις έντεκα δεν είπαμε; Κι ήρθες νωρίς νωρίς κατά τις δώδεκα!

     Όλοι γύρισαν προς το μέρος της. Ο Μήτσος ήταν αυτός που μιλούσε, ένας γεροδεμένος σιδεράς με βροντώδη φωνή. Εννοείται πως έμεινε στη μέση και η συζήτηση περί ηλικίας!

    – Άσε με, Μήτσο, μη με διαολίζεις κι εσύ πρωί – πρωί!

    Μέτριο ανάστημα, προσεγμένο ντύσιμο, ευγενική φυσιογνωμία πρόδιναν έναν καλλιεργημένον άνθρωπο, που όμως ήταν ολοφάνερα εκνευρισμένος!

    Γύρισε προς τους άλλους.

    – Με συγχωρείτε, κύριοι, για τον εκνευρισμό και τον τόνο της φωνής μου, αλλά η κατάσταση είναι απελπιστική! Ξεκίνησα σήμερα να πάω σ’ ένα μαγαζί στο διπλανό δήμο κι είδα κι έπαθα να γυρίσω. Μποτιλιάρισμα φοβερό! Διαδρομή δέκα λεπτών την έκανα σε μισή ώρα και βάλε! Και δεν είναι μόνο αυτό! Άντε και γύρισες. Πού παρκάρεις; Χώροι στάθμευσης πουθενά! Φοβάσαι να πάρεις το αυτοκίνητό σου, γιατί δε θα βρεις να παρκάρεις όταν γυρίσεις.

    – Σταμάτη, μην τα θέλουμε όλα δικά μας! Γίνονται έργα για την κατασκευή του μετρό. Τι να κάνει κι ο δήμος;

    Ήταν ο Μανόλης που μιλούσε, από το βάθος της αίθουσας. Τακτικός θαμώνας κι αυτός, είχε καθίσει με δυο άλλους στο βάθος. Οι άλλοι ξεκίνησαν να παίζουν τάβλι κι αυτός είχε καθίσει ως παρατηρητής. Όταν το παιγνίδι τελείωσε, το ρίξανε κι οι τρεις στο ποτό. Το ένα έφερε το άλλο και τα ποτά, όπως είναι γνωστό, λύνουν τη γλώσσα.

    – Ο δήμος, Μανόλη, ν’ αναθέσει σε ειδικούς συγκοινωνιολόγους να μελετήσουν την κατάσταση και να προτείνουν μέτρα. Να φροντίσει να υπάρχουν οι κατά το δυνατόν λιγότερες απώλειες και ζημιές. Δε γίνεται να μην υπάρχουν χώροι στάθμευσης ή να διπλοπαρκάρουν οι οδηγοί στους κεντρικούς δρόμους. Αν, μέχρι να τελειώσει το έργο, πεθάνει η αγορά, τι να το κάνεις το μετρό;

    – Έτσι κι αλλιώς δε θα υπάρχω εγώ, όταν γίνει! Είπε ο Μανόλης.

    – Μπορεί! Αλλά θα υπάρχουν τα παιδιά σου! Θα υπάρχει ο δήμος! Θα υπάρχουν οι φίλοι κι οι γείτονες! Αν αγαπάμε τον τόπο μας, θα πρέπει να τα φροντίζουμε αυτά τα πράγματα! Δεν μπορεί να είναι κανείς ευχαριστημένος με την καταπάτηση δασικών εκτάσεων, όσων ακόμα απόμειναν στο δήμο. Δεν μπορεί να μην έχουμε ελεύθερους χώρους και πλατείες ή χώρους άθλησης!

    Οι απόψεις του Σταμάτη άναψαν το φυτίλι ζωηρών συζητήσεων για τα προβλήματα του δήμου και της πόλης. Άλλοι συμφωνούσαν κι άλλοι όχι. Υπήρχαν, βεβαίως, κι εκείνοι που ήταν εντελώς αδιάφοροι για τα ζητήματα αυτά κι άλλοι που περίμεναν ν’ αδειάσει κανένα τραπέζι στο πατάρι, για ν’ ανεβούν και να παίξουν.

    – Τάκη, αυτός είναι ουσιαστικά ο κόσμος! Μια ποικιλία αντιλήψεων, θέσεων, συμφερόντων και απόψεων! Και συμφερόντων, βεβαίως! Κι εσύ κάθεσαι και στεναχωριέσαι για το πως θα βαφτίζουμε την ηλικία που περνάμε τώρα! Πες την όπως θέλεις! Μόνο να είμαστε καλά να ερχόμαστε εδώ να κάνουμε την πλάκα μας και ν’ απολαμβάνουμε την παρέα και το ποτό μας. Σου τα λέει αυτά ο γέρος Λεωνίδας. Να το θυμάσαι!

    Και γυρνώντας προς το Μπάμπη, που εκείνη την ώρα περνούσε από δίπλα τους.

    – Μπάμπη, πιάσε τέσσερα τσιπουράκια!

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...

    Η μοναξιά στον καθρέφτη

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...
    -- Διαφήμιση --