18.3 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Εσωκομματικές διαδικασίες στον ΣυΡιζΑ – ΠΣ

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Του Γιάννου Θανασέκου, Καθηγητή Πολιτικής Κοινωνιολογίας στις Βρυξέλλες

    Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών (μεσότιτλος και επισημάνσεις δικές μας)

    Στις 7 Φεβρουαρίου 2022 δημοσιεύαμε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ένα άρθρο με τίτλο «ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.: Βοναπαρτισμός;» (σ.σ. έχει προστεθεί μετά το τέλος αυτού του κειμένου) Η έννοια του «βοναπαρτισμού» χρησιμοποιείται από την ιστοριογραφία και τις πολιτικές επιστήμες αναφορικά με την τυπολογία των μορφών εξουσίας.

    -- Διαφήμιση --

    Ένα από τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν τον βοναπαρτισμό ως ιδιόμορφο τύπο πολιτικής εξουσίας συνίσταται στην ανάδειξη του Ηγεμόνα εκείνη τη συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική συγκυρία, όπου μεταξύ των πολλαπλών κοινωνικών τάξεων, τμημάτων τάξεων και ομάδων που συγκροτούν μια κοινωνία, ουδεμιά εξ αυτών δύναται να επιβληθεί των άλλων και να τις υποτάξει ολοσχερώς ή εν μέρει.

    Στις περιπτώσεις αυτές ο Ηγεμών αναδύεται ως εχέγγυος και διαιτητής αυτής της ασταθούς ισορροπίας. Αυτονομείται και αυτο-νομιμοποιείται διεκδικώντας την αδιαμεσολάβητη σχέση με τον «λαό» που του κατοχυρώνουν η καθολική ψηφοφορία, η καταφατική βοή ή τα αποθεωτικά χειροκροτήματα του ακροατηρίου. Ενίοτε διαθέτει και στοιχεία «χαρισματικού ηγέτη». Και προσθέταμε: «Ναι μεν ο βοναπαρτισμός αφορά κατά κύριο λόγο τη δομή και τη χρήση της πολιτικής εξουσίας (…) αλλά το εγχείρημα μπορεί, αναλογικά, να επεκταθεί και σε εν μέρει (…) πολιτικούς θεσμούς, όπως αυτούς, λόγου χάριν, των πολιτικών κομμάτων».

    -- Διαφήμιση --

    Πολυσυλλεκτικό κόμμα

    Εκ γενετής ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα συρραφής πολλαπλών συνιστωσών που κάλυπταν διαχρονικές παραδόσεις, εμπειρίες και ιδεολογικές διαστάσεις της ελληνικής Αριστεράς. Οπως ήταν επόμενο, η προσθήκη μετά την ήττα του 2019 καινούργιων ρευμάτων και τάσεων με την «κεντροαριστερή διεύρυνση» και «μετάλλαξη» του κόμματος, οδήγησε την πολυσυλλεκτικότητα αυτή στα όριά της, έως κορεσμού – η «διεύρυνση» έφτασε ώς την Κεντροδεξιά με τις κάλπες της 21ης Μαΐου.

    Η εξισορρόπηση και συνύπαρξη όλου αυτού του πολύπλοκου πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος φυγόκεντρων και κεντρομόλων δυνάμεων κάτω από την ίδια κομματική στέγη δημιούργησε εκ των πραγμάτων ένα ιδανικό έδαφος για την ανάδυση ενός ιδιόμορφου κομματικού βοναπαρτισμού. Όπερ και εγένετο: ο Τσίπρας όχι μόνο διέθετε όλες τις ικανότητες και τις επί μέρους δεξιότητες για την εκπλήρωση αυτού του κρίσιμου ρόλου, αλλά αποφάσισε και να τον εδραιώσει/θεσμοποιήσει καταστατικά με τη γνωστή απευθείας εκλογή του προέδρου του κόμματος από τη βάση.

    Μετά τη θεσμική επικράτηση του «προεδρικού κόμματος» και την επιτάχυνση των εκλογικών αναμετρήσεων στον άμεσο ορίζοντα, το κόμμα μετατράπηκε σε έναν καθαρά «προσωποπαγή εκλογικό μηχανισμό» με τα αποτελέσματα που ξέρουμε – η προσπάθεια διόρθωσης την τελευταία στιγμή με τη σύσταση μια νέας «ομάδας προεκλογικής κρούσης» όχι μόνο δεν απέδωσε, αλλά χειροτέρεψε τις επιδόσεις. Ως πρόεδρος ο Τσίπρας ανέλαβε, μόνος και αξιοπρεπώς, την ευθύνη της διπλής συντριπτικής εκλογικής ήττας και παραιτήθηκε. Είχε εξαντλήσει τα όρια του ρόλου που είχε εθελουσίως επωμιστεί.

    Και όπως ήταν αναμενόμενο η απόφαση αυτή προκάλεσε και προκαλεί μέγα πανικό εντός των ηγετικών κύκλων – οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ανέλαβαν ουδεμία ευθύνη για την κατάρρευση του κόμματος. Άφησαν τον Τσίπρα να σηκώσει μόνος του το βάρος της συλλογικής ευθύνης. Το δέχτηκε και είναι προς τιμήν του. Στα ορφανά του «εκσυγχρονιστικού» Σημίτη προστέθηκαν και τα «προεδρικά» ορφανά του Τσίπρα.

    Ωστόσο με την παραίτησή του οι ισορροπίες όλων των πολύπλοκων παλιών και πιο πρόσφατων τάσεων, ρευμάτων και συνιστωσών μπαίνουν σε σκληρές δοκιμασίες και έντονες αναταραχές. Δεδομένου ότι ουδεμία εξ αυτών των παρατάξεων είναι σε θέση να επιβληθεί ολοσχερώς επί των υπολοίπων, οι διαπραγματεύσεις θα οδηγήσουν σε συμβιβασμούς λίγο ή πολύ επώδυνους για τη μία ή την άλλη παράταξη.

    Όλοι ωστόσο ψάχνουν αγωνιωδώς να βρουν ένα νέο κέντρο βαρύτητας ικανού να ανακόψει και να συγκρατήσει επικίνδυνες φυγόκεντρες δυνάμεις και δυναμικές, αποχωρήσεις, παραιτήσεις, ακόμα και τυχόν διασπάσεις. Κάτι τέτοιο θα ήταν βέβαια ολέθριο για όλους και κανείς δεν το επιθυμεί. Ίσως λοιπόν να οδηγούμαστε προς εξεύρεση ενός νέου «Βοναπάρτη» ικανού να εγγυηθεί όλες αυτές τις εύθραυστες ενδοκομματικές ισορροπίες. Δύσκολο εγχείρημα. Αναμένουμε…

    Όλα αυτά δεν αφορούν κατά κανένα τρόπο την κοινωνία. Οι ενδοκομματικές συγκρούσεις μεταξύ των παρατάξεων αφορούν βέβαια αντιμαχόμενους πολιτικούς προσανατολισμούς και στρατηγικές για την ανασύνταξη του κόμματος, αλλά όχι μόνο. Παίζονται και προβλήματα κατανομής θώκων και οφίτσιων τόσο στην κομματική ιεραρχία όσο και στο κοινοβουλευτικό έργο. Απ’ ό,τι διαφαίνεται το μίγμα των συμβιβασμών που δρομολογείται οδηγεί, κάτω από την πίεση των επικείμενων αυτοδιοικητικών και ευρωπαϊκών εκλογών, στην επιλογή ενός μάλλον άνευρου κεντροαριστερού μορφώματος ανταγωνιστικού/συναγωνιστικού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ.

    Η προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. «εκσυγχρονιστική» παράταξη του σημιτικού ΠΑΣΟΚ παραμένει στη θέση που υπερασπίζεται σταθερά από το 2019: μόνο μια ισχυρή «Κεντροαριστερά» μπορεί να μας σώσει ως ανάχωμα απέναντι στη Δεξιά και Ακροδεξιά που εκτινάσσεται σε όλη την Ευρώπη (βλ. άρθρο του Αντώνη Λιάκου στο News 24/7, 7.7.23). Κι αυτό την ίδια στιγμή που ο «εκσυγχρονισμός» έχει βρει την κατοικία του στη Δεξιά και που η λεγόμενη Κεντροαριστερά καταρρέει παντού – συμπεριλαμβανομένης και της σοσιαλδημοκρατίας.

    Τα ριζοσπαστικά στοιχεία εντός του ΣΥΡΙΖΑ, πέριξ αυτού όπως και οι κομματικά ανένταχτοι που αναζητούν την ανασυγκρότηση μιας Αριστεράς γειωμένης στην κοινωνία, αγώνων και συγκρούσεων με τον νεοφιλελευθερισμό, δεν έχουν δυστυχώς τίποτα να περιμένουν από τις εσωτερικές διαδικασίες των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., ενός κόμματος που θέτει τον κυβερνητισμό ως προϋπόθεση της ύπαρξής του.

    Το κείμενο με τίτλο «ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.: βοναπαρτισμός;» που επικαλείται ο Γιάννος Θανασέκος

    Ο βοναπαρτισμός είναι ένας τύπος πολιτικής εξουσίας που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την πολιτική επιστήμη αναφορικά με τους τύπους και τις μορφές των πολιτευμάτων που εγκαινίασαν οι νεωτερικές, προ-αστικές και αστικές επαναστάσεις, κατά τους 17ο, 18ο και 19ο αιώνα – κάποιες φορές η έννοια επεκτάθηκε και σε ορισμένα πολιτεύματα της αρχαιότητας. Δεν είναι εδώ ο τόπος για εκτενή θεωρητική παρουσίαση του βοναπαρτισμού ως πολιτικού φαινομένου – η βιβλιογραφία είναι πλούσια.

    Ενα από τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν τον βοναπαρτισμό ως ιδιόμορφο τύπο πολιτικής εξουσίας συνίσταται στην ανάδειξη του Ηγεμόνα εκείνη τη συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική συγκυρία, όπου μεταξύ των πολλαπλών κοινωνικών τάξεων, τμημάτων τάξεων και ομάδων που συγκροτούν μια κοινωνία, ουδεμιά εξ αυτών δύναται να επιβληθεί των άλλων και να τις υποτάξει ολοσχερώς ή εν μέρει.

    Ο Ηγεμών αναδύεται ως εχέγγυος και διαιτητής αυτής της ασταθούς ισορροπίας. Αυτονομείται και αυτο-νομιμοποιείται διεκδικώντας αδιαμεσολάβητη σχέση με τον «λαό» που του κατοχυρώνουν η καθολική ψηφοφορία, η καταφατική βοή ή τα αποθεωτικά χειροκροτήματα του ακροατηρίου. Ενίοτε, διαθέτει και στοιχεία «χαρισματικού ηγέτη». Ιστορικά, τα συστήματα αυτά είναι ασταθή, μεταβατικά, καταλήγουν ως επί το πλείστον σε ρήξεις, στον αυταρχισμό, σε εμφύλιες συγκρούσεις, ακόμα και σε πολέμους (1).

    Κάτω από το πρίσμα αυτό, ο βοναπαρτισμός συχνά χαρακτήρισε συγκεκριμένους ιστορικά πολιτικούς τύπους εξουσίας δίνοντας λαβή σε πλήθος συζητήσεων και ερμηνευτικών αντιπαραθέσεων στον χώρο της πολιτικής επιστήμης. Η γονιμότητα αυτών των χαρακτηρισμών είναι άνιση αλλά διαθέτει πάντα ευρηματικό ενδιαφέρον (2).

    Ναι μεν ο βοναπαρτισμός αφορά κατά κύριο λόγο τη δομή και τη χρήση της πολιτικής εξουσίας του νεωτερικού κράτους, αλλά το εγχείρημα μπορεί, αναλογικά, να επεκταθεί και σε εν μέρει νεωτερικούς πολιτικούς θεσμούς, όπως αυτούς, λόγου χάριν, των πολιτικών κομμάτων. Κατά κανόνα προσωποπαγή, τα αστικά κόμματα (για τα οποία η κυβέρνηση είναι αυτοσκοπός) ρέπουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Τα «μέλη» τους επέχουν ρόλο «ψηφοφόρων» σύμφωνα με το σχήμα της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Καλούνται να ψηφίσουν τον «Αρχηγό» σε τακτές ημερομηνίες (Συνέδρια). Απουσιάζουν ενδιάμεσα θεσμικά δεσμευτικά όργανα, όπως και εσωτερικές θεσμικές συλλογικές διαδικασίες παραγωγής της πολιτικής, άσκησης ελέγχου και λογοδοσίας.

    Εκ γενετής ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα συρραφής πολλαπλών συνιστωσών που κάλυπταν διαχρονικές παραδόσεις, εμπειρίες και διαστάσεις της ελληνικής και διεθνούς Αριστεράς (από την αντικαπιταλιστική Αριστερά έως τη ρεφορμιστική, περνώντας από την εξωκοινοβουλευτική, τη ριζοσπαστική, την ανανεωτική και την ευρωκομμουνιστική). Η εξισορρόπηση και συνύπαρξη αυτού του πολύπλοκου πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος φυγόκεντρων και κεντρομόλων δυνάμεων κάτω από την ίδια κομματική στέγη καθιστούσε ήδη ένα πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση ενός ιδιόμορφου βοναπαρτισμού: ιδιόμορφου, στον βαθμό που έπρεπε να εναρμονιστεί με τους πάγιους κανόνες των εσωτερικών δημοκρατικών διαδικασιών ενός κόμματος της Αριστεράς.

    Οι ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που πυροδότησε η κρίση του 2008-2010 και τα συνακόλουθα μνημόνια ναι μεν εκτόξευσαν τον ΣΥΡΙΖΑ από το 3% στο 33% και από κει στα κυβερνητικά έδρανα, αλλά παράλληλα οδήγησαν τη βοναπαρτιστική διευθέτηση των εσωτερικών ισορροπιών στα όριά της και εν τέλει σε απόλυτο αδιέξοδο: προσέκρουσε στη ρήξη/διάσπαση του 2015.

    Οι διαδικασίες διεύρυνσης, ανασυγκρότησης και μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, που ξεκίνησαν από τα μέσα της κυβερνητικής του θητείας, έχουν γίνει αντικείμενο πολυπληθών αναλύσεων, εκτιμήσεων και ευρείας κριτικής. Εκτός του ότι έλαβαν χώρα αγνοώντας ή τουλάχιστον παρακάμπτοντας, συχνά κραυγαλέα, τις βασικές αρχές της εσωκομματικής δημοκρατίας, ήρθαν να προσθέσουν στις παραμένουσες «συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ νέες εισροές στελεχών προερχόμενες από το εκσυγχρονιστικό σημιτικό ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ, το Ποτάμι και τον ακαθόριστο πολιτικό «κεντρώο χώρο».

    Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για πολιτικές προσωπικότητες εξοικειωμένες με την πολιτική σκηνή και τα πολιτικά παρασκήνια, για ευδιάκριτους διανοούμενους στον ακαδημαϊκό και πολιτισμικό χώρο και για κατόχους τεχνοκρατικών δεξιοτήτων που δραστηριοποιούνται στις διάφορες «δεξαμενές σκέψης» τις οποίες ίδρυσαν βασικά στελέχη του κόμματος και ο πρόεδρος. Το σκηνικό, όπως και η ονομασία του νέου πολιτικού μορφώματος αλλάζουν άρδην, ερήμην των μελών που παραμένουν όμηροι των πρωτοβουλιών και αποφάσεων της υπέρτατης ηγεσίας. Οι τρέχουσες έντονες εντάσεις μεταξύ παλαιότερων και νεότερων συνιστωσών, ρευμάτων και κινήσεων, τόσο σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο όσο και προς κατοχύρωση θέσεων εσωκομματικής ισχύος, δημιουργούν εκ νέου ιδανικό έδαφος για την ανάδυση του βοναπαρτισμού εντός του κόμματος.

    Η πρόσφατη και «άκρως αιφνιδιαστική», ακόμα και για τα στελέχη, δημόσια πρόταση του προέδρου δεν αφήνει κανένα περιθώριο ως προς αυτό. Ο ίδιος διαθέτει αναμφίβολα τις απαραίτητες δεξιότητες ενός τέτοιου ρόλου. Ωστόσο, αν η πρόταση αυτή δεν συνοδευτεί από τη θέσπιση αυστηρών ασφαλιστικών δικλίδων –υπάρχουν ήδη κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις– οδεύουμε ολοταχώς προς ένα αρχηγικό κόμμα κατ’ εικόνα και ομοίωση των κλασικών αστικών κομμάτων.

    Αυτό που διέκρινε τη ριζοσπαστική Αριστερά από τα αμιγώς αστικά κόμματα ήταν, αφενός, η εσωκομματική δημοκρατία και η συλλογική παραγωγή του πολιτικού προσανατολισμού και της στρατηγικής και, αφετέρου, η δημόσια δέσμευση ρήξης με τον νεοφιλελευθερισμό με ορίζοντα τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Αν υπερισχύσει ο βοναπαρτισμός, οι διακριτικές αυτές αναφορές δεν θα βρίσκουν, στην καλύτερη περίπτωση, παρά απλή ρητορική μνεία στο προοίμιο του Καταστατικού και του προγράμματος.

    (1) Οι πολιτικές τυπολογίες αυτού του είδους ανήκουν, θεωρητικά και επιστημολογικά, στην τάξη των «ιδεοτύπων» του Mαξ Βέμπερ και λειτουργούν όπως οι «κατευθυντήριες ιδέες» του φιλοσοφικού εγχειρήματος των «κρίσεων» (jugements) στον Καντ. Μας επιτρέπουν να οργανώνουμε τα εμπειρικά δεδομένα που διαθέτουμε κατά την προσέγγιση των πάντα σύνθετων φαινομένων της πραγματικότητας.

    (2) Ενδεικτικά, χαρακτηρίστηκαν ως βοναπαρτισμοί οι τύποι εξουσίας του Κρόμγουελ, του Ναπολέοντα του Τρίτου (που έχει θέση υποδείγματος), ορισμένων συγκυριών της κυβέρνησης Ντε Γκολ στη Γαλλία, του Στάλιν κατά την περίοδο 1927-1934, της κυβέρνησης Μπρούνινγκ στη Γερμανία του 1930-1932, όπως και μια σειρά λαϊκιστικών κινημάτων και κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής κατά τον εικοστό αιώνα.

    Καμίνι
    Καμίνι
    Μέλος της συντακτικής ομάδας του KAMINI.GR

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Θανάσης Καρτερός: Επώνυμοι, ανώνυμοι και γενικώς

    Άρθρο γνώμης του Θανάση Καρτερού στην Αυγή Αντί όλα τα...

    Δυσκολίες εν όψει ευρωεκλογών

    Του Κύρκου Δοξιάδη, ομότιμου καθηγητή της Κοινωνικής Θεωρίας, στο...

    Η παλιά φρουρά ανεβαίνει στα κάγκελα

    Άρθρο του Θοδωρή Καραγιαννίδη στην ιστοσελίδα tvxs.gr Η αξιωματική αντιπολίτευση...

    O Κασσελάκης και ο ΛΑ.Ο.Σ του

    Άρθρο του Μάνου Χωριανόπουλου διευθυντή της ιστοσελίδας news247 “Αδιαμεσολάβητα”, μπρος...
    -- Διαφήμιση --