20.5 C
Galatsi
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ημερολόγιο επταμισάχρονου τις δύσκολες μέρες της εθνοσωτηρίου επαναστάσεως

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει ο Αποστόλης Ραζής

    Τετάρτη 19 Απρίλη 1967

    Βραδάκι. Κατεβαίνουμε τα μαρμάρινα σκαλιά κι ανοίγουμε την μεγάλη ξύλινη πόρτα, περνάμε στο δρόμο Γυρνάμε με τη μαμά απ’ τον Ελληνοσοβιετικό σύνδεσμο.

    Το κτίριο που στεγαζόταν μέχρι το 1967. Πίσω διακρίνεται το Ε.Ι.Ρ χωρίς τον μικρό τρούλο πια. Αριστερά το παλιό περίπτερο με τις φοβερές καραμέλες.

    Έχω περάσει σχεδόν όλα τ’ απογεύματα, όταν δεν είχαμε σχολείο, από πολύ μικρός. Ήταν το άλλο μου σπίτι. Εκεί απέκτησα πολλά παρατσούκλια αλλά και την λατρεία μου στο διάστημα. Ειδικά όταν πρόσφερα τα λουλούδια στον Γιούρι Γκαγκάριν το 1962. Από τότε αποφάσισα να γίνω κοσμοναύτης. Ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά όλα τα ονόματα των Σοβιετικών κοσμοναυτών, αγαπημένος μου δίσκος εκτός από τον Καραγκιόζη καπετάνιο και τον ψεύτη βοσκό ήταν το 45άρι με τη φωνή του Γκαγκάριν να προβάλλει μέσα από τα κοσμικά παράσιτα.

    Από κει και το παρατσούκλι Γκαγκάριν ή Γκαγκαράκιας που έφερα υπερήφανα. Βεβαίως με φώναζαν και  καλλιτέχνη γιατί είχα την φοβερή συνήθεια να βάφω διάφορα στους τοίχους όταν έβρισκα μπογιές, της μεγάλης αίθουσας εκδηλώσεων, ειδικά σε παραμονές χορών, παραστάσεων κλπ. Αυτά βέβαια μέχρι τα 5 γιατί μετά μεγάλωσα και δεν έβρισκα μπογιές εύκολα, μάλλον μου τις κρύβανε.

    Ο μικρός Γκαγκάριν ή καλλιτέχνης το 1964 στον Ελληνοσοβιετικό, όταν ο κόσμος ήταν πιο χαρούμενος και φωτεινός.

    Πάμε λίγο δεξιά και στεκόμαστε μπροστά στο περίπτερο «πειρασμός». Έχει πάντα εκείνα τις υπέροχες καραμέλες με την τρύπα (1). Ο Βασίλης ο βιβλιοθηκάριος (2) μου αγοράζει πολύ συχνά. Εξαίρετος άνθρωπος αφού μου έκανε ένα σωρό χατίρια. Παίρνουμε ταξί απ’ εκείνα τα όμορφα τα μεγάλα με τις ουρές, τις κούρσες. Σήμερα έπρεπε να πάω κι εγώ στο «σύνδεσμο» (3) γιατί ο μπαμπάς είχε τη δουλειά του στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για την παράσταση (κι δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Ο τρίχρονος αδερφός μου είχε μείνει σπίτι στην κ. Τσουκνίδα από πάνω μας για να παίξει με τον φίλο του τον Άρη και τη Μαιρούλα του Σταύρου και της Καίτης. Η αλήθεια είναι ότι δεν ενέπνεα κι ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στο babysitting αδερφού. Την τελευταία φορά τον ονόμασα τανκίστα, τον έβαλα στον σιδερένιο σκουπιδοτενεκέ και τον κατρακυλούσα από την κορυφή της Μαράτου, που ήταν το σπίτι μας μέχρι την Γαλήνης που είχαν κτίσει με καφάσια το οχυρό τους οι φίλοι και συμμαθητές μου. Είχαμε περάσει εξαίρετα, του Αντώνη μας συμπεριλαμβανομένου. Αυτός ο μικρός για να παίξει με τα μεγάλα παιδιά και τον μεγάλο αδελφό κι ένα χέρι θα έδινε! Οι γονείς μου και οι γείτονες δεν συμφώνησαν με τα πολεμικά μου σχέδια, όπου και υπέστην αγογγύστως τις συνέπειες…

    ***

    Κολλάω τη μούρη μου στο τζάμι να βλέπω τα πάντα. Αποχαιρετώ το ΕΙΡ στα δεξιά μας, και τη Θεία Λένα νοερά (νόμιζα ότι αυτό ήταν το σπίτι της). Διατρέχουμε την Βασιλίσσης Σοφίας, λιγοστά τ’ αυτοκίνητα. Περιμένω να δω την τεράστια ρεκλάμα του Μπράβου στη Ριζάρειο. Ένα πρόσωπο βραζιλιάνου μ’ ένα τεράστιο σομπρέρο αναβοσβήνει σε χρώματα πράσινο και κόκκινο. Δεν υπάρχει κάτι πιο εντυπωσιακό στα μάτια μου. Μήτε το νεόδμητο Χίλτον μήτε η ολόφωτη Αλίκη το σινεμά στη Γρηγορίου Αυξεντίου ή το Βίκυ λίγο παραπάνω. Μόνο το πελώριο σομπρέρο, μόνο αυτό. Φτάνουμε, πληρώνουμε και κατεβαίνουμε. Ο μπαμπάς στην πόρτα της αυλής Μας περιμένει να πάμε όλοι μαζί απέναντι, να φάμε στο υπόγειο μαγέρικο του κυρ Χρήστου. Κοιτάω τη μαμά και την καμαρώνω, νομίζω το ίδιο κι ο μπαμπάς: Καστανά σκούρα μαλλιά, κατάλευκο δέρμα, ταγιέρ γκρι καφέ, μανίκια κομένα στα μισά και τακούνια που αντηχούν σ’ όλο το τετράγωνο. Πανέμορφη! Αλλά και ο μπαμπάς μου που μια μέρα θα γίνω σαν εκείνον.

    Πέμπτη 20 Απρίλη 1967

    Τελευταία ώρα μεσημεριού στο 9ον Δημοτικόν Σχολείον Ζωγράφου, ενορία Αγίου Γερασίμου, Πέμπτη λίγο πριν τις γιορτές του Πάσχα. Μπερδεμένος και προβληματισμένος για τα καινούργια που μου ‘πε ένα παιδί της Τετάρτης: Την διαφορά ανάμεσα στον «μπαγάσα» και τον «μάπα». Προσπαθώ να τα καταλάβω μόνος μου και φλέγομαι από ανυπομονησία να τα μεταφέρω στη Βαγγελιώ μου. Η ωδική διακόπτεται από την ηδύτητα του συνθήματος για σχόλασμα: Ένα λυσσασμένο ντιντιντιντιντιν διαρκείας δίνει το έναυσμα, αύριο πάλι. Κοιτάζω προς τη σειρά των κοριτσιών να ξεκλέψω τη ματιά της: Θα πάμε μαζί; Το σπίτι της είναι στον κάτω δρόμο για το δικό μου. Έχει κοντά σκούρα μαλλιά “αγορέ”, μεγάλα στρογγυλά μάτια και δυο δοντάκια λευκά που τονίζουν το χαμόγελο. Η Βαγγελιώ ήταν το κορίτσι μου και είχαμε αποφασίσει από κοινού και αμετάκλητα να παντρευτούμε όταν μεγαλώσουμε. Βαδίζαμε χέρι – χέρι προς το σπίτι της, μιλώντας για την σχολική μας τάξη και την αταξία της καρδιάς μας.

    Στο μεταξύ μυρίζαμε κάτι διάφανες ροζ γομολάστιχες που μοσχοβολούσαν και πλαισίωναν την ευτυχία των εφτάμιση ετών μας. Αποχαιρετιστήκαμε μπροστά στην εξώπορτα, μιας απ’ τις πρώτες πολυκατοικίες του Ζωγράφου, κι ανανεώσαμε το ραντεβού μας γι’ αύριο. Σέρνω τη καφέ μου σάκα χοροπηδώντας σαν κατσίκι σε οίστρο. Χαρούμενος και πλήρης, μιας κι έλυσα το ζήτημα του γάμου μου, παίρνω την ευθεία για το σπίτι. Με περιμένει η μαμά να φάμε. Πρέπει να ρωτήσω τον κυρ Μιχάλη αν έχει τυρκουάζ γομολάστιχες που μυρίζουν, θα είναι το δώρο του αρραβώνα μας! Μια μικρή παράκαμψη στην πάνω γωνία του σπιτιού μας: «Κυρ Μιχάλη μυριστικές γομολάστιχες μπλε έχεις;» Ο κυρ Μιχάλης βυθισμένος στην έμπνευση του: Ζωγραφίζει την τσιγγάνα με το έξωμο που καπνίζει. Μ’ ένα μουγκρητό μου δείχνει με το πηγούνι του το χάρτινο κουτάκι με τις γόμες στο βιτρινάκι του πάγκου. «Μπα δεν έχει, πρέπει να τρέχω στην Αυξεντίου η τον κυρ Μανώλη.» Ατυχία, θα πάω αύριο να ψάξω!

    Γυρνάω πίσω και μπαίνω στην αυλή μας, διασχίζω τον διάδρομο και βγαίνω στην πίσω είσοδο του σπιτιού μας που βλέπει στην κουζίνα με το μεγάλο καφέ ξύλινο ψυγείο του πάγου και το βρυσάκι.

    * * *

    Έκπληξη!: “η γιαγιά η Ραζήνα” Μαύρο πικέ φουστάνι με πουά και φαρδιές τσέπες , πανωφόρι μακρύο (όπως το ‘λεγε) καπέλο με βοάλ και μακριά γάντια. Άσπρα μαλλιά πλεγμένα πάντοτε σε κότσο με κάτι φουρκέτες κοκάλινες τεράστιες. Στις τσέπες κουβάλαγε καραμέλες λουκουμάκια για τα εγγόνια. Μας μάθαινε τραγούδια τύπου «Τ’ αητού ο γιος», «ο μύλος γυρίζει πλιμ-πλαμ», και μας έλεγε ιστορίες για τους «Σενεγαλέζους που φοράγανε σκουλαρίκι στ’ αυτί και καταλάβανε τη Ζάκυθο» (4) “Που ρίξανε τη μεγάλη πείνα κι ο κόσμος έτρωγε σπερδούκλια (5) και σκουράτζο (6) να διψάει, όπως μας φώναζε που και που «η δολοφονία του Δηλιγιάννη» κι εγώ αναρωτιόμουν «ποιος είναι αυτός ο Δεληγιάννης που τον λέει λάθος;» Πάντοτε σοβαρή κι όταν έλεγε τραγούδι πάντοτε διηύθυνε με το δάκτυλο σα προπολεμικός γυμνασιάρχης. Είχα μάθει και το «Λουμπαρδιανοί, Λουμπαρδιανοί το κάμανε – το φονικό στον Άμμο…»

    * * *

    Ο μπαμπάς μου, θ’ αργήσει πολύ (7) και δεν θα κάτσουμε όλοι στο τραπέζι. Το φαΐ δεν πολυήταν του γούστου μου, μπακαλιάρος βραστός με λεμόνι, λάδι, πατάτα! Μπιάνκο! Όλα Ζακυνθινά προς τιμήν της «Μητέρας» όπως την αποκαλούσε η μαμά. Αν και η γιαγιά ήταν απ το «Θιάκι» (8)

    Διάβασμα γρήγορο: αντιγραφή, ορθογραφία, πατριδογνωσία, θρησκευτικά κι αριθμητική. Η κυρία Βούλα είναι αυστηρή και δεν υπάρχει διαφυγή. Όσο κι αν παρακάλαγα για σεισμό, πόλεμο ή Δευτέρα Παρουσία θα τα κάνουμε όλα αύριο. Κι ορθογραφία θα γράψουμε κι αριθμητική θα κάνω στον πίνακα και την αντιγραφή με την ζωγραφιά με το πασχαλιάτικο θέμα θα την δει. Η Πατριδογνωσία που πάντα μου άρεσε, τη λέω «νεράκι». Στα θρησκευτικά με τους πωλούς όνους και την σκάλα του Ιακώβ το παραμύθι δεν δούλευε και τόσο καλά, θα τα «ξαναδώ μετά» γιατί θα μ’ ακούσει η μαμά και θα μας ακούσει και η γειτονιά. Τώρα πατάω «φουλάρα» (9) και κατρακυλώ την Μαράτου κραυγάζοντας και σφυρίζοντας συνθηματικά για να βγουν όλοι οι έγκλειστοι της γειτονιάς: Ο Στέφανος ο Τζίμης, ο Θοδωρής ο κόλορας, η Σόφι, ό Μάκης, ο Θύμιος κι ο Νώντας να μας βλέπει απ’ τα κάγκελα γιατί η μαμά του δεν τον αφήνει. Παιχνίδι! Κρυφτό στην καλύτερη, πηδήματα από ψηλά στην άμμο των νεοαναγειρόμενων οικοδομών, πόλεμο με τα ξύλινα καφάσια του κυρ Αντώνη του μανάβη.

    Η αδερφή της Σόφης, η Λίτσα δεν παίζει πια μαζί μας, μεγάλωσε και της πήρανε ηλεκτρικό πλεκτήριο να βγει στο μεροκάματο. Η καρδούλα της το ξέρει κι όλο τραγουδά απ’ το εργαστήρι της απέναντι, «εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο» ή το «δελφίνι – δελφινάκι» κλπ. Λυσσάμε, σακατεύουμε, γόνατα, καλάμια κι αγκώνες. Και το βράδυ απαντάμε στο 10ο κι απελπισμένο κάλεσμα απ’ το σπίτι. Ξανάστροφη, πλύσιμο και μπιτζαμάκια θαλασσιά. Βραδινό τσάι με μαρμελάδα, ζαμπόν, τυρί και κομπόστα. Ο μπαμπάς δεν ήρθε ακόμη, αργεί στην παράσταση. Το μαξιλάρι δεν προλαβαίνω να το δω, παίρνω αγκαλιά τον μπλε αρκούδο μου και βυθίζομαι Τα μάτια παίρνουν την άγουσα για τ’ ανεξερεύνητα όνειρα. Αύριο θα ’ναι ακόμη καλύτερα, ίσως κι ο κόσμος πιο λαμπερός.

    Παρασκευή 21 Απρίλη 1967

    Ξυπνώ από φωνές επίμονες και προστακτικές. Τρεχαλητό στην μπροστινή τη σκάλα Δεν καταλαβαίνω, φαίνεται αυτό το όνειρο πολύ ζωντανό. Μαμά, μαμά; Δεν παίρνω απάντηση, Σηκώνομαι κι αντικρίζω τη μαμά να τρέχει μ’ ένα κουλουράκι προς τη σκάλα και να μιλάει χαμηλόφωνα και πνιχτά. Μαμά! Γυρνάει με κοιτάει, έχει μάτια, υγρά με κόρες διεσταλμένες;

    – Ο μπαμπάς έφυγε!

    – Πού πάει;

    – Δεν πάει, τον πάνε.

    – Ποιος, ποιοι;

    – Αυτοί! (10) Τον πάνε φυλακή ή εξορία!

    Τώρα πια μιλάνε μόνο «Αυτοί»

    Βουβαμάρα

    – Πότε θα γυρίσει;

    – Δεν ξέρουμε. Σε λίγο θα πάω κι εγώ.

    – Κι εμείς;

    – Με τη γιαγιά.

    Εμφανίζεται εκείνη τη στιγμή η γιαγιά, πάνοπλη με «πανωφόρι μακρύο» με το καπέλο με το βοάλ και τα γάντια.

    – Γεια σας, εγώ φεύγω, δεν μπορώ να μείνω, θα πάω στο Μάκη (11).

    – Μα γιατί βρε μητέρα;

    Κάτι τις απαντάει πνιχτά, κάτι κι η μαμά μου. Η γιαγιά αποχωρεί.

    Αμέσως ξεκαθαρίζει μέσα μου η απάντηση; Η γιαγιά είναι μάπας κι όχι μπαγάσας!

    * * *

    Η μαμά εκστομίζει διαταγές άμεσα: Ξυπνήστε, ντυθείτε πλυθείτε. Κάνω γάλατα και τα πίνετε. Βάζει ραδιόφωνο, πάει η Μούσχουρη, ο Βογιατζής, η Γιοβάνα ο Ζωγράφος κι η Μοσχολιού. Εν μέσω βραχνών φωνών που λένε διάφορα ακατάληπτα για διατάγματα, εμβατήρια. Δεν καταλαβαίνω και πολλά.

    Φεύγεις να πας στο φούρνο του Κοτσώνη να πάρεις ψωμί. Το ραδιόφωνο λέει δε έχετε σχολείο. Αναπάντεχα καλό νέο, δεν θα πω και θρησκευτικά.

    Βγαίνω στο δρόμο με τον μικρό Αντωνάκη και πηγαίνουμε στο φούρνο. Ουρά, περιμένουμε. Μας κοιτούν όλοι, κανείς δεν ρωτά, κανείς δεν μιλά. Μόνο μας κοιτάζουν.

    Γυρνάμε σπίτι, η μαμά λέει θα πάμε στην αστυνομία στο σπίτι της Κοτοπούλη, όπως είναι γνωστό. Πρέπει να πάμε ρούχα στον μπαμπά κι θέλουν κι εμάς. Ετοιμάζει βαλιτσάκι. Βάζει ρούχα και κουβέρτες κι άλλα χρειώδη εξορίας (12). Ξεκινάμε με τα πόδια είναι κάνα 10 λεπτό δρόμος κατηφόρα κι ανήφορος μεγάλες.

    * * *

    Μόλις φτάνουμε στο τμήμα με το τεράστιο πεύκο απ’ έξω, μας παραλαμβάνει και μας οδηγεί στον προθάλαμο του διοικητή ένας αστυφύλακας.

    Βγαίνει ο διοικητής απ’ το γραφείο του: Εσύ είσαι η Ζήνα Ραζή; Κι αρχίζει να βρίζει τη μαμά Ο μικρός τρομάζει κι αρχίζει να δακρύζει, όπως κι εγώ, αλλά πάλι δεν πρέπει! Του σφίγγω το χέρι με όλη μου τη δύναμη και του λέω ψιθυριστά μη κλάψεις, μη κλάψεις, αυτοί είναι οι κακοί άνθρωποι που βάλανε φυλακή το μπαμπά, θα βάλουν και μας, αλλά μη κλάψεις! Τσιμουδιά! Έχει γουρλώσει τα μάτια του, ενώ του αναβλύζουν δάκρυα και δεν βγάζει κανέναν ήχο. Παλικάρι ο μικρός! Το υβρεολόγιο συνεχίζεται ακατάπαυστο. Καμιά φορά βαριέται και μας λέει να πάμε στα τσακίδια και να ξανάρθει αύριο χωρίς παιδιά. Αποχωρούμε περήφανα, δεν κλάψαμε, απλά υγράναμε τα μάτια μας.

    Άργησα πολύ να βρω βρισιές για τους ακατονόμαστους, έπρεπε να μεγαλώσω πρώτα. Ίσως ο αρχιμπαμπούμ μπαμπούμ κατέργαρος που έλεγε κι ο Καραγκιόζης (13) να ήταν το χειρότερο μου.

    Γυρνάμε σπίτι, μιας και δεν έχω κάτι άλλο να κάνω ζητώ απ’ τη μαμά να πάω να παίξω στη γειτονιά.

    Μόλις σκοτεινιάσει έχει απαγόρευση κυκλοφορίας!

    Έλα καλέ μαμά εδώ θα είμαστε απ’ έξω! Και τρέχω να βρω τους φίλους μου.

    Αποφασίζουμε να παίξουμε «Βασιλιά βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά» ίσως από τα πιο ήσυχα και ειρηνικά παιχνίδια. Εδώ όμως ξανακάναμε το θαύμα μας: Προσγειώθηκα με το κούτελο στην κόχη του πεζοδρομίου μαζί με το βαρύτερο παιδί της γειτονιάς. Άνοιξα το κεφάλι μου κι απόμεινα ξερός επί τόπου. Με πάνε τρεις – τέσσερεις ξερό στη μάνα μου, με το αίμα ν’ αναβλύζει απ’ το σκισμένο κούτελο μου. Η μαμά μου βάζει ένα τεράστιο μπαμπάκι στο κεφάλι και καλεί του 100. Ασθενοφόρο ούτε κατά διάνοια τη βραδιά εκείνη. Έρχεται ένα Bόλβο αγωνιστικό της αστυνομίας με τα μπλε φώτα να στριφογυρίζουν δαιμονισμένα και τη σειρήνα να ουρλιάζει! Επιτέλους κρατούμενος με σειρήνες και φώτα! Πάμε στο «Παίδων». Τρία τσιμπιδάκια μου βάλανε αντί για ράψιμο. Ήρωας μπανταρισμένος επιστρέφω στο σπίτι τα μεσάνυχτα της 21ης. Κάπως έτσι ένδοξα κι επεισοδιακά έληξε η πρώτη μέρα της δικτατορίας (14).

    Σάββατο 22 Απρίλη1967

    Μια καινούργια μέρα, κεφαλοδεμένος μοιάζω με το εξώφυλλο του Τρελαντώνη μα ενεργός. Ξεκινάνε οι διακοπές του Πάσχα πρόωρα. Απαγορεύεται για λίγες μέρες να ξαναβγώ έξω. Οι φίλοι μου χαλάνε τον κόσμο τους ακούω και μασάω τα σίδερα. Δεν γίνεται όμως αλλιώς, μιας και η μαμά πάει καθημερινά στο τμήμα και επιστρέφει. Μου τα διηγείται όλα: Ο κύριος Λάμπρος, ο μπαμπάς του Άρη από πάνω, το έσκασε και κρύβεται. Λένε στην αρχή κρύφτηκε στο «γιούκο» κι αφού ψάξανε και δεν τον βρήκαν, έφυγαν. Μετά το σούρουπο βγήκε κι εξαφανίστηκε. Λυπήθηκα πολύ που εμείς δεν είχαμε γιούκο, κι ας μην ήξερα τι είναι (15). Έρχονται διάφοροι στο σπίτι, ξαδέρφια της μαμάς κυρίως και γείτονες απ’ το δικό μας τριώροφο. Ανήσυχοι συζητούν χαμηλόφωνα με υψωμένα φρύδια και μας ρίχνουν ματιές.

    Το βράδυ με την απαγόρευση της κυκλοφορίας, μάθαμε ότι θα τους μεταφέρουν. Μόλις σκοτεινιάσει από την πόρτα του σπιτιού αν κοιτάξεις δεξιά όλο ευθεία είναι η αστυνομία. Θα τους δούμε; Πού θα τους πάνε και κυρίως τι θα τους κάνουν; (16) Η προσοχή κάποιων στη γειτονιά είναι στραμμένη προς τα ‘κει.

    Δεν βλέπουμε παρά κάτι αυτοκίνητα να κινούνται, αυτό ήταν, τους πήραν. Δεν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο. Σκοτάδι βαθύ. Το βράδυ ακούμε Ράδιο Μόσχα απ’ το μαύρο το Braun ραδιόφωνο μας. Λίγα πράματα μαθαίνουμε. Το BBC δεν λέει κι αυτό πολλά. Η τύχη του μπαμπά της μαμάς κι αυτή άγνωστη. Δήμαρχος Μυτιλήνης βλέπεις και με «παρελθόν” (17) κι αυτός. Τα τηλέφωνα κομμένα ακόμη, παντού το άγνωστο. Η μαμάς μας λέει ότι τα πράγματα είναι δύσκολα και δεν πρέπει να μιλάμε με αγνώστους και κυρίως να μην απαντάμε σε ερωτήσεις.

    * * *

    Πολύ αργότερα μάθαμε ότι συνέλαβαν και τον παππού και τον οδήγησαν στη Γυάρο κι αυτόν. Το ίδιο καλοκαίρι, για να βοηθήσουν την μαμά μου που απέμεινε άνεργη και δίχως κανένα άλλο πόρο, η αδερφή της μαμάς με τον θείο μου με πήραν στη Μυτιλήνη κοντά τους.

    Η προτομή του Απόστολου Αποστόλου που κοσμεί την Μυτιλήνη, παρά τις μπογιές που εκτόξευσαν φασίστες.

    Εκείνοι απολύθηκαν από την εκπαίδευση τότε, που ήταν καθηγητές κι όταν τους επαναπροσέλαβαν το φθινόπωρο τους έστειλαν στο γυμνάσιο Καρπάθου προς αναμόρφωση… Αλλά αυτά είναι άλλες ιστορίες.

    Παραπομπές

    1.         Καραμέλες γνωστές ως Life savers       

    2.         Βασίλης Α. Δουκάκης, τότε βιβλιοθηκάριος του Ελληνοσοβιετικού συνδέσμου, θρυλικός δραπέτης φυλακών Βουρλών. Το 1967 δραπέτευσε για μια ακόμη φορά απ’ τη χούντα. Πήγε στη Μόσχα, σπούδασε οικονομικά και βρέθηκε στη δεκαετία του 70 καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αλγερίου. Μια ζωή σαν μυθιστόρημα       

    3.         Ο Ελληνοσοβιετικός είχε ιδρυθεί το1945 σαν πολιτιστικό σωματείο με σκοπό την προαγωγή και την καλλιέργεια των πολιτιστικών, εμπορικών και ιστορικών σχέσεων ανάμεσα στην Σοβιετική Ένωση και την Ελλάδα. Με εξαιρετική πολιτιστική, ειδικά δράση, με εκδηλώσεις, θέατρο, εκμάθηση της γλώσσας, ακόμη και τμήματα πινγκ πονγκ και σκάκι είχε. Η χούντα το έκλεισε το 1967 με κλοπή και καταστροφή της τεράστιας πολιτιστικής του περιουσίας. Νεοκλασικό κτίριο απέναντι απ’ το μέγαρο Οθ. Σταθάτου, δίπλα στο Σαρόγλειο (λέσχη αξιωματικών) μπροστά από το τότε Ε.Ι.Ρ. με τον μικρό τρούλο. Πλατεία Ρηγίλλης.

    4.         Γαλλική κατοχή των Επτανήσων με αποικιακά στρατεύματα από Δεκέμβρη 1916 μέχρι τέλος Ιούνη.

    5.         Ασφόδελοι

    6.         Ρέγγες

    7.         100η Παράσταση του Έμπορου της Βενετίας στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με τον Τζαβαλά Καρούσο στο ρόλο του Σάιλοκ. Πανηγυρική. Τι ειρωνεία… Καρούσος και μπαμπάς φύγανε μαζί στη Γυάρο.

    8.         Ιθάκη. Ο δε παππούς την γνώρισε στην Αθήνα 15χρονη (τη δηλώση της) καπελού στη Μητροπόλεως και την ηράσθη. Αριστοκράτης αυτός, με χρήμα κι επιχειρήσεις, βασιλικός – Κωνσταντινικός. Πολύ γρήγορα προσαρμόστηκε η γιαγιά στις άμαξες και τους περιπάτους μετά χειροκτίων κι εκεί έμεινε.

    9.         Φουλάρα: Τρέχω με όλη μου την ορμή συνήθως σε κατηφόρα.

    10.       «Αυτοί» για κάθε μέλος αριστερής οικογένειας δεν είναι παρά η δεξιά των νικητών του εμφυλίου αδιακρίτως αξιώματος ή θέσης.

    11.       Θείος Μάκης αδερφός του πατέρα. Μάθαμε μετά από καιρό ότι γιαγιά δεν έφυγε απλά να πάει σε άλλο γιό, εγκαταλείποντας μας, αλλά φοβήθηκε μην τη συλλάβουν κι αυτή ως κομμουνίστρια όπως είπε στη μάνα μας!

    12.       «Προίκα» κάθε κομμουνιστή που όφειλε να γνωρίζει η οικογένεια του από πάντα και να υπάρχει το λεγόμενο βαλιτσάκι.

    13.       Κατά Ευγένιο Σπαθάρη στο «Ο Καραγκιόζης πλοίαρχος»

    14.       Ήταν μια μέρα ηλιόλουστη με «βαθύ σκοτάδι» τουλάχιστον για πολλές οικογένειες σαν τη δική μας.

    15.       Στην δική μας περίπτωση ήρθαν με όπλο στα χέρια και ήταν απόφαση του μπαμπά να παραδοθεί διότι φοβήθηκε για πυροβολισμούς μέσα στο σπίτι με δυο μικρά παιδιά. Τα της δικτατορίας τα έμαθε μόλις ένα λεπτό πριν χτυπήσουν την πόρτα μας ειδοποιημένος απ’ τον Λάμπρο Τσουκνίδα τον σύντροφο και φίλο που έμενε από πάνω και πρόλαβε και κρύφτηκε

    16.       Δεν μαθαίνουμε, παρά πολύ αργότερα, ότι τους πάνε στον Ιππόδρομο. Μετά από λίγες ώρες παραμονής με ξυλοδαρμούς και φόνους, τους φορτώνουν σε αρματαγωγά και τους οδηγούν στη Γυάρο.

    17.       Απόστολος Αποστόλου, ιστορικός δήμαρχος Μυτιλήνης για πολλά χρόνια προδικτατορικά και μετά. Γραμματέας του Ε.Α.Μ. Λέσβου στην κατοχή με πολύ σημαντικό ρόλο στο περίφημο GO BACK, καταδικασμένος σε θάνατο από το 1945 μέχρι το 1953 στη φυλακή. Γνωστός χημικός, καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και με πλούσιο επιστημονικό συγγραφικό έργο.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Τα κοινωνικά κινήματα και η εργατική Πρωτομαγιά

    Ανάλυση του δημοσιογράφου Νίκου Χειλά, στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου...

    Γιατί οι Ρώσοι λατρεύουν τόσο πολύ την Πρωτομαγιά;

    Από το RUSSIA BEYOND Επιμέλεια και απόδοση στα ελληνικά Κώστας...

    Ο Μάρκους Μπεργκ για τους στημένους αγώνες στην Ελλάδα (video)

    Αποσπάσματα από συνέντευξη του πρώην ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού, Μάρκους...

    Η σημασία των χρωμάτων στην Παλαιστινιακή μαντήλα

    Η βαμβακερή μαντήλα ανήκει στην παραδοσιακή φορεσιά των Αράβων...
    -- Διαφήμιση --