17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Μια ξερή λάσπη μύριζε σκοτάδι

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει η Άννη Νούνεση. Η έβδομη στη σειρά ιστορία του Μήτση

    1. Μας λείπανε οι ζεστές αγκαλιές
    2. Στου τοίχου το κενό
    3. Ένα άφιλτρο Ματσάγγου
    4. Το βλέμμα της είχε λίγο ευχαριστώ
    5. Σημασία είχε να μάθει χωρίς να ρωτήσει
    6. Εκείνη τη χρονιά, το καλοκαίρι έφυγε με μούτρα

    Ο χειμώνας ήρθε με τα γνωστά του σαραντάμερα. Τα τζάμια έμεναν θολά, οι μουσαμάδες σούρωναν, οι μπότες στέκονταν στο πόρτιγο βρεγμένες και οι ομπρέλες στις αποθηκούλες ανοιχτές, να μην σκουριάσουν.

    Τίποτα δεν στέγνωνε, γιατί τίποτα δεν το έβλεπε με όρεξη ο ήλιος. Ρούχα, σεντόνια, μαλλιά, τα δάχτυλα των ποδιών, οι κάλτσες, τα παπούτσια όλα ήταν υγρά. Ως και τα γάντια του παιδιού ήταν βρεγμένα.

    -- Διαφήμιση --

    Η ξυλόσομπα και η πυρίνα κρατούσαν το νερό ζεστό για τις μπουγιότες.

    Αυτές τυλιγμένες σε πετσέτα, τοβάγια που την έλεγε η νόνα, παίρνανε θέση στα πόδια των κρεβατιών με το «Πεπίνα είναι ώρα για την θερμοφόρα».

    -- Διαφήμιση --

    Τα χέρια της Πεπίνας είχανε χιονίστρες.

    Η μικρή τα φύλαγε πριν κοιμηθεί και ο πατέρας της έδινε μουρουνόλαδο με το στανιό. «Κύριε Κώστα πως να το πιώ με το ζόρι». γκρίνιαζε η Πεπίνα καθώς κατάπινε το μανταρίνι που το συνόδευε.

    Οι γριές ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες για ανταλλαγή πόντων για τα κεντήματα και το παιδί παραπονιόταν για πόνους στα πόδια και στα μάτια.

    Είναι που μεγαλώνει, λέγανε όλοι, χωρίς να δίνουν μεγαλύτερη σημασία.

    Η Ειρήνη, η μόνη που έλεγε την Ντάντα, Αλεξάνδρα, συνέχιζε να την επισκέπτεται, ως φίλη της που ήταν παιδική.

    «Οι δικοί μου δεν συμφωνούν», της είχε πει τότε για τον γάμο, «διότι όντας ο μικρότερος εις την οικογένεια του θα λάβει εκ της οικογενειακής περιουσίας ολιγότερα των άλλων αδελφών, οι δε δικοί του δεν με θέλουνε κουτσή»!

    «Ντάντα, να χαρείς, μίλα στην δημοτική» της  έλεγε η Ειρήνη, «και τι σκεφτόσαστε να κάνετε;»

    «Θα βάλει σκαλωσιά να με κλέψει!»

    Ο Κώστας την έβαλε την σκαλωσιά, μα η Ντάντα αποκοιμήθηκε. Από μέσα ο πατέρας της άκουσε το «έλα Ντάντα, ασκώσου» και άνοιξε το παράθυρο.

    Μπήκε στο σπίτι ο γαμπρός, από την κεντρική είσοδο των Μέρηδων. Τον καλωσόρισε η Νένε, τους πάντρεψαν και τους αποκλήρωσαν αμφότεροι και με το νόμο. «Έίχαμε πει να περιμένετε», της έλεγε τώρα η φιλενάδα της, «ένα σπίτι τουλάχιστον θα το είχες».

    «Πήραμε τα έπιπλα», έλεγε η Ντάντα μειδιώντας και άναβε σιγάρο, «έχω και τον αδελφό μου που με προσέχει επειδή κουτσαίνω».

    Ο Κώστας δεν υπήρχε πιά. «Είχε πάει στας Αθήνας να ιδεί τα παιδιά, που δούλευαν στου Μποδοσάκη. Στον γυρισμό έπαθε γαστρορραγία πάνω στο πλοίο και τον κατέβασαν στην Πάτρα να πεθάνει», έλεγε η Ντάντα χωρίς να αναστενάζει, «έτσι έμεινα χήρα νωρίς».

    Η συζήτηση με την Ειρήνη κρατούσε μέχρι αργά, με θέμα τον Ντίνο Θεοτόκη και τον Λορέντζο Μαβίλη.

    *

    Ο Λορέντζο ήτο γλυκύτατος και ο Ντίνος είχε την δική του προσωπικότητα, λέγανε.

    Το παιδί άκουγε και καταλάβαινε ότι για αγάπη ήταν ο λόγος, μα και για φιλία.

    «Της αγάπης ο πόθος σε πλανεύει και αποζητάς της σάρκας το μεθύσι», είπε η Ντάντα, κάνοντας την Ειρήνη να χαμογελάσει με τους στίχους της.

    «Κυρία Ειρήνη», της είπε η μικρή, «θα ντύσω όλες τις φίλες της νόνας μάσκαρες».

    «Κι’ εμένα;» ρώτησε η Ειρήνη, «πώς θα με ντύσεις;». «Εσύ θα είσαι πούδρα», της είπε η μικρή «γιατί είσαι τρυφερή».

    Πέρασε, ευτυχώς, το καρναβάλι, με τα πάρτι και τον θόρυβο, και ησύχασε το παιδί που φοβόταν τις φωνές και τις μάσκες.

    Ήρθε το Πάσχα και πάλι το καλοκαίρι και άλλαξαν σπίτι. Στο καινούργιο ο Μήτσης δεν θέλησε να ανέβει. Έμενε συνεχώς στον κήπο μέχρι που χάθηκε.

    *

    Ο καινούργιος γάτος ήταν τώρα ο Pipsi! Γάτος ράτσας Σιάμ. «Ε, ορέ, ένας πίθηκος!», φώναζαν τα παιδιά, όταν τον έβλεπαν με το λουρί του.

    Ο Pipsi ήρθε οδικώς από το Παρίσι και στο Brindisi επιβιβάστηκε στο Appia. Έκανε το ταξίδι Brindisi – Corfu και πήγε με το αυτοκίνητο της οικογένειας στην κατασκήνωση.

    Έξη οικογένειες είχαν ήδη κατασκηνώσει, οι τρεις Εβραϊκές. Μικρά σπιτάκια με μερικά δωμάτια, το ίδιο εστιατόριο. Η μικρή βρήκε πάλι κάπου να χάνεται. Ο Φλοριάν, ο φημισμένος Κερκυραίος ζωγράφος, ήταν τώρα ο φίλος της. Σε μια κάμαρα γεμάτη χρώματα και κρασί ζωγράφιζε ως το βράδυ. «Κάτσε», της έλεγε, «εδώ, στο μπαγκούλι», και δεν ξαναμίλαγε.

    Ο γάτος, πάντα με το λουρί, έκανε βόλτα στην παραλία με τους γονείς του και το παιδί τα απογεύματα χανόταν πάλι σε μια βίλλα, που o άνθρωπος είχε χαμένο μυαλό.

    Τα ξημερώματα οι τράτες άδειαζαν τα ψάρια μπροστά στο μαγαζί, πάνω στη θάλασσα. Με ένα δύο ψάρια που τους ξέφευγαν, έμαθε να ξετρυπώνει τα καβούρια και να τα μαζεύει.

    Τα γαλλικά ήταν υποχρεωμένη να τα μιλάει και να τηρεί το πρωτόκολλο της τυπικότητας που είχαν οι φίλοι. Αυτοί που έφεραν στο χωριό «το γάτο από το Παρίσι δεμένο με λουρί».

    Τα βράδια, στου Μιχάλη, που είχε το εστιατόριο, οι παρέες ενώνονταν. Δεν είχανε κιθάρες ούτε τραγουδούσαν, μίλαγαν Γαλλικά για να καταλαβαίνουν οι φιλοξενούμενοι και ήταν φίλοι.

    Τον Σεπτέμβριο το παιδί το πήρε στο σχολείο η αδελφή της μάνας του. Επειδή η μάνα έφευγε ενωρίς για την δουλειά με το ποδήλατο, το έπαιρνε στο σχολείο η θεία.

    Το χέρι του το έβαζε εκείνο μέσα στο δικό της για να ξεκινήσουν. Είχαν τα πόδια του μια δυσκολία που απαιτούσε προσπάθεια για το περπάτημα. Τα μεσημέρια το περίμενε πάλι η θεία και συχνά το έπαιρνε μαζί της. Έκανε τα μαθήματα του και ύστερα πηγαίνανε όπου είχε αυτή να πάει.

    Στις φυλακές να δώσει ρούχα. Στο γηροκομείο για τρόφιμα και στο γιατρείο για φάρμακα. Έτσι, μέχρι να τελειώσει την πρώτη τάξη η μικρή ήξερε από πού ερχόταν οι φωνές, πως πλένουμε τους γέρους για να μην βρωμάνε, και πότε κάνουμε το κλύσμα στους δυσκοίλιους.

    Η νόνα τώρα άφηνε το βελονάκι στις εφτά και έπιανε την πόκα. Από τις χαραμάδες πέρναγε ο καπνός από το σιγάρο και πίσω από την πόρτα ακουγότανε κάτι κουβέντες, «πάσο ντούκου, σειρά σου και τα παίρνω».

    Το παιδί άρχισε να θυμώνει. Η Πεπίνα είχε παντρευτεί και η Κούλα η καινούργια δεν ήτανε σαν αδελφή της.

    Η μυρωδιά του καπνού την ενοχλούσε. Κλεινόταν στο δωμάτιο της από ενωρίς και διάβαζε. Το βράδυ που γυρνούσαν οι γονείς από την δουλειά είχε τα πόδια λυγισμένα για να μην πονάνε και ήταν σχεδόν πάντα κοιμισμένη.

    Για να πάει σχολείο το πρωί ξύπναγε τα κινεζόπουλα. Ήξερε ότι εκεί ήταν ο μεγαλύτερος πληθυσμός της γης.

    Θα βρίσκανε δύναμη μαζί .

    Η ζωή πονάει, πίστευε. Στα πόδια, στα μάτια, στα δάχτυλα, παντού. Νόμιζε ότι όταν κάνεις πιπί στην τουαλέτα καίγεσαι στο μυαλό.

    Ο γιατρός διόρισε αναλύσεις, μα είπε «μπα είναι η ιδέα της … εγώ την βρίσκω μια χαρά».

    Συνέχισε τα γαλλικά και τα αγγλικά, το σχολείο, το παιχνίδι με τα σκουλήκια και με τα κουνέλια, μέχρι που γέννησε και η κουνέλα και γέμισαν τα κουνελόσπιτα γούνινα μωρά.

    Έπρεπε τώρα να προλάβει τα μαθήματα για να παίξει και μαζί τους.

    Το υπόγειο δεν είχε πάτωμα. Είχε μια ξερή λάσπη κάτω και μύριζε σκοτάδι.

    Ένα πρωί κατέβηκε νωρίς. Το φως φώτιζε μόνο τις καπονέρες.

    Δυο τρία καρότα ήταν μπηγμένα στα σίδερα από τα χτες. Οι γούνες των μωρών και των μαμάδων, κατακόκκινες, ήτανε σφηνωμένες στα μεταλλικά χωρίσματα. Δεν υπήρχαν κόκαλα, τα είχαν φάει οι ποντικοί. Άφησε τους μεγάλους να δουν μόνοι τους την καταστροφή, δεν μίλησε. Εκείνοι κλείσανε για πάντα την πόρτα του υπογείου και βάλανε φωλιά για περιστέρια.

    Τα βράδυ αρρώστησε με πυρετό. Αγκίνα, είπε ο γιατρός και την έβαλε τρεις μέρες στο κρεβάτι. Στα πόδια του κρεβατιού κάθισε η γιαγιά με τις βελόνες. Εκείνη έγραψε στον Pipsi ότι τον περιμένει με το λουρί το καλοκαίρι.

    Τα ρήματα στα γαλλικά τα έκλεινε σωστά. Δεν έκλαιγε αν έκανε λάθος, μα θα το ήθελε πολύ, γιατί δεν καταλάβαινε που έπρεπε να πάει a ή s.

    Στις φυλακές πήγαιναν τακτικά. Τώρα προστέθηκε και το νοσοκομείο, γιατί η θεία ήταν πρόεδρος στην Φιλανθρωπική Εταιρεία Φάρος. Ευτυχώς δίπλα, γιατί τα πόδια της άρχισαν και να πρήζονται, ενώ τα μάτια θόλωναν συγχρόνως.

    «Αυτό το συγχρόνως», είπε ο γιατρός, «είναι σίγουρα δικό της, μα ας πάτε καλού κακού και μέχρι την Αθήνα».

    Με τον «Κολοκοτρώνη» και τα κόκκινα βελούδα του φθάσανε με λίγη τρικυμία εις τον Πειραιά.

    Το σπίτι της θείας που θα μέναμε, ήταν στην Πλάκα και η Αθήνα ήταν όμορφη πολύ. Στο Παίδων την είδε μια κυρία Κακογιάννη. Πρόλαβε και είδε το όνομά της στην μπλούζα, τσιμπημένο σε μια χρυσή κονκάρδα.

    «Δεν βρίσκουμε τίποτα», είπανε οι γιατροί, «μα θέλουμε να την παρακολουθούμε δύο με τρεις φορές τον χρόνο».

    Γύρισε όχι χαρούμενη, γιατί όλοι λέγανε ότι είναι ένα ανικανοποίητο παιδί και γι’ αυτό πονάει. Συνέχισε «με πόνους» τα ίδια και τα ίδια. Μόνο που «επροσθέσανε» το τένις και την ρυθμική.

    Εκεί την κοροϊδεύανε, γιατί με την κορτιζόνη που έπρεπε να παίρνει, για καλό και για κακό, τα πόδια της μοιάζανε με σακί και η ρυθμική, ρυθμό δεν αποχτούσε.

    Στο τένις ήταν καλά τα πράγματα, μα το σταμάτησε γιατί δεν καταλάβαινε ότι πρέπει να ρίχνει το μπαλόνι στον αντίπαλο εκεί που δεν το φτάνει και το έριχνε στο χέρι του, για να το πιάνει.

    Η θεία με ένα άσπρο baby doll, άσπρη κι’ αυτή και μυρωδάτη, την έπαιρνε αγκαλιά και χτένιζε τα μακριά μαλλιά της σε κοτσίδες.

    Τα μεσημέρια, όταν δεν είχανε σχολείο, την έβαζε να κοιμηθεί με το βιβλίο της, μα την άφηνε να δει και το «Ρομάντζο».

    Της μάθαινε να μαγειρεύει, να ξεχωρίζει τα σκουπίδια, να στρώνει τα κρεβάτια, να κάνει ενέσεις, να γράφει συνταγές και να κεντάει αν ήθελε.

    Της έδειχνε πώς να θυμάται και πώς να μην χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις πάντα.

    Εκείνη την αγκάλιαζε και την μύριζε στον λαιμό. Μια μέρα την απώθησε η μυρωδιά και την έκανε να την κοιτάξει ίσια στα μάτια και απότομα.

    Την επομένη η Μιμή, πράσινη από την ηπατίτιδα, έφυγε για την Αθήνα.

    Από τότε την έβλεπε μόνο στον ύπνο της. Και την ρωτούσε κλαίγοντας γιατί την εγκατέλειψε. Γιατί την άφησε στην γριά με το μπαστούνι.

    Σ’ αυτήν που έλεγε κλαίγοντας στον Θεό ότι θα ήταν καλύτερα να είχε πάρει την άλλη της την κόρη.

    (συνεχίζεται)

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --