17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Στου τοίχου το κενό

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει η Άννη Νούνεση. Συνέχεια από το προηγούμενο “Μας λείπανε οι ζεστές αγκαλιές”. Η φωτογραφία εξωφύλλου από το άλμπουμ του Benjamin Wolf

    1. Μας λείπανε οι ζεστές αγκαλιές
    2. Στου τοίχου το κενό
    3. Ένα άφιλτρο Ματσάγγου
    4. Το βλέμμα της είχε λίγο ευχαριστώ

    O Μήτσης ήτανε κατάμαυρος.

    Δεν είχε ούτε μια άσπρη τρίχα. Κοιταζόμαστε στα μάτια και εκείνος τα έκλεινε. Έμαθα τώρα ότι αυτό είναι αγάπη. Εγώ δεν ήξερα πως να του δείξω την δική μου. Τον συναντούσα στον διάδρομο που πήγαινε ξυστά, πριν βγει στον κήπο, την ώρα που διέταζε “έξω ο γάτος” η γιαγιά και τον φοβόμουνα.

    -- Διαφήμιση --

    Την ώρα εκείνη γύρναγε και ο πατέρας μου από την δουλειά.

    Στον δρόμο το σκοτάδι κοβόταν από το δυναμό του ποδηλάτου του. Έβλεπα το φως και έτρεχα πίσω από την πόρτα. Σήκωνε εκείνος το ποδήλατο στα χέρια, το ανέβαζε τα τρία μαρμάρινα σκαλιά της εισόδου και το ακουμπούσε στο τοίχο της εισόδου δεξιά. Εκεί ήταν ένα μεγάλο άνοιγμα με ροζ πλακάκια. Το πόρτιγο που λέγαμε.

    -- Διαφήμιση --

    “Βάσταξέ τηνε” έλεγε η γιαγιά στην υπηρέτρια. Θα τον αρπάξει από τον λαιμό και θα βρωμάει λιόστο. Δεν έχουμε νερά για πλύσιμο.

    Εκείνος έβγαζε τα σιδεράκια που μάζευαν τα μπατζάκια του για να μην μπλεχτούν στις αχτίνες της ρόδας του ποδηλάτου και άνοιγε με τα κλειδιά την πόρτα. “Μπαμπά μου” φώναζα από μέσα μου, μην ακουστώ κι έβαζα τα μούτρα μου στον λαιμό του.

    Μύριζε λάδι, ποτάσα, λιόστο και πράσινο σαπούνι.

    “Scerzi di mani, scerzi di vilani”. Οι χειρονομίες είναι συμπεριφορές βιλάνων έλεγε η νόνα και φώναζε “βάλε νερό για τα χόρτα”.

    Η μάνα μου ερχότανε μετά. Ακουμπούσε το ποδήλατο της πάνω στο ποδήλατο του πατέρα μου και χτύπαγε το κουδούνι. Της άνοιγε η υπηρεσία. Έβγαζε την καμπαρντίνα της, την κρέμαγε σε ένα καρφί, στου τοίχου το κενό, αυτοσχέδια ντουλάπα, με πόρτα ένα ροζ πανί και φόραγε τη ρόμπα της. Έμπαινε στην κουζίνα. Την ακολουθούσα. Το νερό για τα χόρτα έβραζε ήδη. Τα χόρτα τα είχε καθαρίσει η υπηρεσία. Αν είχαμε ψάρι το τηγάνιζε. Ένα του καθεμιανού. Μικρό μπαρμπούνι. Μπραγάνια. Άνοιγε το παράθυρο να βγει η μυρωδιά του τηγανιού και μπαίνανε οι φωνές.

    “Λαέ της Κέρκυρας”!

    Η τελευταία εκτέλεση έγινε το 1954. Ρώταγα εγώ. “Αυτό μας έλειπε τώρα” έλεγε η γριά να σου πούμε κιόλας ποιοι φωνάζουν και κοίταγε τον πατέρα μου στα μάτια.

    Τα χόρτα τα τρώγαμε με λάδι και βουτούσαμε ψωμί. Ο πατέρας μου έτρωγε μαύρο ψωμί και η γιαγιά το άσπρο. Το ψάρι δεν το σπαταλούσανε. Τρώγανε και τα κεφάλια. Μόνο τα κόκαλα ρίχνανε του Μήτση.

    Εκείνη την χρονιά ακόμη και το γάλα ήταν λιγοστό. Το έφερνε ένας Μαλτέζος με το γαϊδούρι του. Άκουγα που του λέγανε να μην γιομώσει το κατσαρολί.

    Έφταιγε ο δάκος. Αυτός που εγώ φοβόμουνα πολύ. Κατέβαζε τα χείλη τα μεγάλα του ο πατέρας μου, σκόλαγε τους εργάτες και άδειαζε το Μαντούκι. Τα φορτηγά δεν μπαίνανε στη χώρα γιομάτα σακίδια με ελιές, οι  πλάστιγγες δεν ζιάζανε τα λάδια και τα σαπούνια και ο Σελίμ ο σκύλος ήταν συνέχεια δεμένος και αλυχτούσε.

    (Συνεχίζεται)

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --