17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ένα άφιλτρο Ματσάγγου

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει η Άννη Νούνεση. Η τρίτη στη σειρά ιστορία του Μήτση. Η φωτογραφία εξωφύλλου από το άλμπουμ του Benjamin Wolf

    1. Μας λείπανε οι ζεστές αγκαλιές
    2. Στου τοίχου το κενό
    3. Ένα άφιλτρο Ματσάγγου
    4. Το βλέμμα της είχε λίγο ευχαριστώ

    Την ημέρα ο Μήτσης κρυβόταν πίσω από την πολυθρόνα της γριάς και το βράδυ με διαταγή πάντα δική της, έβγαινε στο κήπο από φόβο μην της κατουρήσει το χαλί.

    Η νόνα έπλεκε βελονάκι. Έτρωγε λίγο μα διάταζε πολύ. “Φέρε μου, πιάκε μου, πάρε εδώ γιατί δε μπορώ ν’ ασκωθώ” .

    -- Διαφήμιση --

    Αλήθεια ήταν. Δεν μπορούσε. Είχε λάβει οξύς ρευματισμούς στα δεκαοχτώ. Είχε μείνει κλινήρης και όταν εσηκώθη το ένα πόδι ήτο πέντε πόντους μακρύτερο του άλλου.

    Τα πρωινά και αφού είχε κάνει την γυμναστική της και είχε λάβει το αλγκόν της προληπτικά, κατέβαινε η πρώτη εξαδέλφη της η Έλλη από τον πάνω όροφο να της κρατήσει συντροφιά.

    -- Διαφήμιση --

    “Ένα ποτήρι νερό, για την κυρία Έλλη”, φώναζε η Ντάντα και το νερό ερχόταν σε δίσκο ασημένιο πάνω σε πετσετάκι κεντητό.

    Η Έλλη κεντούσε και η Ντάντα έπλεκε και κάπνιζε συγχρόνως.

    Τις Πέμπτες ερχότανε η Πέρλα. Η Έλλη δεν κατέβαινε. Την ημέρα αυτή ανέβαινε στον τρίτο για άλλη συντροφιά.

    Η Πέρλα έπλεκε με βελόνες. Ζακέτες ως επί το πλείστον και μωρουδιακά. Έραβε κιόλας με παραγγελία και πληρωνότανε γι’ αυτό. Εϊχε νούμερα μπλαβί στο μπράτσο της γραμμένα και μίλαγε με τη νόνα άλλη γλώσσα.

    Τα πόδια της ήταν γεμάτα σημάδια.

    “Που εγδαρθήκατε” κυρία Πέρλα τη ρώτησε η μικρή μια μέρα όταν είδε το πόδι της μέσα από την κάλτσα .

    Η Πέρλα έστρωσε λίγο το φόρεμα να κρύψει την οπή και κοίταξε το παιδί στα μάτια χωρίς να απαντήσει.

    Ήταν ψηλή, αδύνατη με μάτια στο χρώμα του λαδιού και με μαλλιά πλεξίδα, πιασμένη χαμηλά. Φόραγε ένα φόρεμα εκάιγ και μια ζακέτα ίδια. Το πανωφόρι της φθσρμένο, έμενε όρθιο, κρεμασμένο σε καρφί λες και φοβόταν μήπως φύγει η Πέρλα.

    Το μεσημέρι περίμεναν και τους γονείς από τη δουλειά και τρώγανε μαζί. Μπριζόλες χοιρινές μια του καθεμιανού, στην κατσαρόλα με πατάτες και λάχανο σαλάτα. Η Πέρλα δεν το ήθελε το κρέας. Της μύριζε. Έτρωγε το κραμπί με ένα ολόκληρο λεμόνι που έκοβε μονάχη της από την λεμονιά στον κήπο και το έστυβε ολόκληρο στο πιάτο το δικό της.

    “Κολυμπάει το φαΐ σου στο λεμόνι” της έλεγε η Ντάντα, φάε και κρέας, σα το φλέρονα (αδύνατο πουλί) γίνηκες, θα καταφέρεις να πεθάνεις. Δε λες που έκαμε ο Άγιος και εγύρισες;

    Πόσοι χαθήκανε έκαμες κόντο; Από το σόι τση Μίρκας, μόνο η Μίρκα γύρισε.

    Φάε. Έχει και κρέμα, άμα δε τη φας θα τηνε πάρεις. Ινσόμα. (τέλος πάντων).

    Η μάνα και ο πατέρας δεν μιλούσαν. Τρώγανε γρήγορα για να στραγιάρουν (ξαπλώσουν) μια σταγιά γιατί θα ξαναφεύγανε για το εργοστάσιο.

    Το τραπέζι το μάζευε η Πέρλα. Της έδινε μετά ένα άφιλτρο Ματσάγγου η Ντάντα.

    Πίνανε λίγο τούρκικο καφέ από του Τζαρουγκιάν και καπνίζανε αντάμα.

    “Είχες κανένα σιγάρο εκεί” την ρώταγε η Ντάντα, μα η Πέρλα δεν απαντούσε.

    Ήτανε φιλονάδες από μικρές. Τώρα είχανε ξαναβρεθεί, βουβά γιατί η δύναμη για συζητήσεις είχε και από τις δύο κοπεί εκείνο το πρωί.

    (Συνεχίζεται)

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --