22.7 C
Galatsi
Τρίτη, 21 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ο άνθρωπος που είχε αποφασίσει που θέλει να πεθάνει

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει η Μαρία Κ.

    Αβάνα, στο El Floridita. Φοράει σκούρο μπλε πουκάμισο, λευκό παντελόνι και καφέ double monks. Έχει πιει ήδη έναν εσπρέσο και ανάβει ένα Romeo y Julieta. Κάθεται κοντά στο παράθυρο και κοιτάζει απέναντι του στο bar, τον μπρούτζινο Χέμινγουεϊ. Στο κόκκινο τραπεζάκι, ο σερβιτόρος ακουμπά και το δεύτερο εσπρέσο που του ζήτησε πριν λίγο. Του κάνει νόημα να μην μαζέψει το πρώτο φλιτζάνι. Τραβάει μια ρουφηξιά απ’ το πούρο του, σκέφτεται τα νεανικά του χρόνια και τη ψευδαίσθηση που είχε ότι μπορεί να νικήσει το χρόνο και να ορίζει τη ζωή του.

    Φαίνεται άτομο που βιώνει μια πτώση, φαίνεται καθαρά αυτό. Εδώ έχει έρθει για κάποιο λόγο και σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται στο El Floridita. Παρόλο που βλέπεις την οικειότητα του με τον χώρο καταλάβαινες ότι είναι ξένος, είναι επισκέπτης. Τουρίστας; Όχι, σε καμία περίπτωση.

    -- Διαφήμιση --

    Δεν έχει κανένα άγχος, δεν δείχνει να βιάζεται να φύγει, έχει ανοίξει τα χέρια του και ακουμπά στις πλαϊνές καρέκλες. Ρουφάει ήρεμα το πούρο του και αφήνει τον καπνό να βγαίνει απαλά απ’ το στόμα του. Τον κοιτάζει σαν να βλέπει κάποιο όραμα, ένα φωτεινό μονοπάτι.

    Κάνει νεύμα στο σερβιτόρο. Του ζητάει ένα «Papa Doble» και του υπενθυμίζει ευγενικά ότι δεν θέλει να μαζέψει τα φλυτζάνια, σε καμία περίπτωση. Θέλει την ακαταστασία. Εδώ, γι’ αυτό έχει έρθει. Αυτό το μέρος, αυτή η χώρα, μπορεί μόνο, να του προσφέρει αυτό που ζητάει.

    -- Διαφήμιση --

    Η πόλη είναι πρωτόγονη και πολύπλοκη, γεμάτη υποσχέσεις και ματαιώσεις, εδώ χτυπάει η καρδιά του Θεού. Εδώ θα περάσει τις τελευταίες μέρες της ζωής που του απέμεινε και μάλλον δεν είναι πολλές.
    Αυτή η σκέψη τον έκανε να σηκωθεί και να βγει στο δρόμο.

    Περιπλανήθηκε στην πόλη, παρατήρησε κάθε μικρό θάνατο και είδε ότι εδώ η ζωή υπάρχει μόνο σαν επιθυμία. Ακολούθησε μια γριά με παράξενα ρούχα, φορούσε κάτι που έμοιαζε με νυφικό, τα χέρια της ήταν γεμάτα δαχτυλίδια. Περπατούσε πολύ αργά πίσω της ώσπου αυτή χάθηκε σε μία είσοδο, με μια αυλή γεμάτη μπουγάδες και παιδιά. Δεν συνέχισε άλλο.

    Απέναντι ήταν ένα παλαιοπωλείο, ένας άντρας καθόταν σε ένα σκαμνάκι και κάπνιζε μανιωδώς. Σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε αμήχανα, το ίδιο έκανε και ο παλαιοπώλης. Πήγε κοντά του και άρχισαν να μιλάνε. Του είπε για το λόγο που είχε έρθει ως εδώ, του μίλησε για την ασθένεια του και τη απόφαση του να πεθάνει σ’ αυτό το μέρος. Είναι πιο εύκολο να μιλήσεις γι’ όλα αυτά σ έναν άγνωστο, έτσι δεν είναι;

     Ο παλαιοπώλης, τον κάλεσε για μπύρα στην αυλή του σπιτιού του. Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει, περπάτησαν μαζί μέχρι εκεί. Μπήκε μέσα και είδε αυτό που είχε δει ως τώρα σε όλα τα σπίτια που είχε επισκεφτεί σ’ αυτή τη χώρα, όλα αυτά τα χρωματιστά σπίτια με τις σκουριασμένες καγκελόπορτες, τα καθιστικά γεμάτα από κάδρα και αγάλματα, τα πορσελάνινα διακοσμητικά και τα βάζα με τα ψεύτικα λουλούδια, τα κεντητά τραπεζομάντηλα και τα σκαλιστά τραπέζια.

    Δεν ήταν αυτά όμως που είδε, ήταν η φιλοξενία. Ήταν αυτή η αίσθηση που νιώθεις στο σπίτι ενός πολύ δικού σου ανθρώπου.

    Στην αρχή κάθισαν και έπιναν μπύρες που κάθε τόσο τους έφερνε η ανιψιά του παλαιοπώλη. Ύστερα όλα τα κορίτσια άρχισαν να χορεύουν σάλσα. Η ανιψιά του παλαιοπώλη, τον σήκωσε να χορέψει μαζί της. Τα κατάφερε μια χαρά, αφέθηκε στο ρυθμό όπως δεν είχε κάνει καμία άλλη φορά στο παρελθόν. Το μελαμψό κορίτσι με τα μακριά μαλλιά και τα όμορφα πόδια άρχισε να του κολλάει κανονικά. Μετά από λίγο φιλήθηκαν στη μέση του δρόμου. Εκεί οι γυναίκες είναι πιο ελεύθερες, διεκδικούν τους άνδρες και αναζητούν τη χαρά του έρωτα. Μετά από λίγο η όμορφη κοπέλα τον πήγε στο δωμάτιο της, έκαναν έρωτα τρυφερά και κάπνισαν. Έδειχνε να μην θέλει τίποτα άλλο απ’ αυτόν εκτός απ’ αυτό. Κοιμήθηκε ήρεμος. Μύριζε νυχτολούλουδο. Έπρεπε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή…

    (Η ιστορία είναι φανταστική, το πρόσωπο όχι. Δηλαδή φανταστικός είναι! με την καλή έννοια. Ζει και βασιλεύει, συνεχίζει να ρουφάει την ζωή με ηδονή και γλυκά.)

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Ο κόσμος που θεωρεί ευτυχία τα αποκτήματα

    Γράφει η Μαρία Κ. Τα απογεύματα του καλοκαιριού πότιζε τις...

    Αιφνιδιασμός στην αυλή

    Του Γιώργου Δ. Μπέτη. Πίνακας εξωφύλλου «Παλιά αυλή στο...

    Μελιγαλάς

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Φωτογραφία εξωφύλλου με τίτλο “Ταγματασφαλίτες...

    Ο άνθρωπος που διάβασε τον Οδυσσέα

    Γράφει η Μαρία Κ. Μέρες με βασάνιζε η σκέψη να...
    -- Διαφήμιση --