20.4 C
Galatsi
Πέμπτη, 16 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Εθνική Αντίσταση

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα της Ρίας Καλφακάκου

    Νεαρό παλληκάρι ήταν ο Παναγής, ούτε 23 χρονών, όταν μπήκε στο ΕΑΜ.

    Εκεί γνώρισε μια συναγωνίστρια και τάμπλεξε μαζί της. Φαινότανε κάπως ελευθεριάζουσα η Φώτω, κοιμότανε με πολλούς, μα με τον Νάσο φάνηκε να συμμαζεύεται. Τα χρόνια του αγώνα δύσκολα και συναρπαστικά. Χάσανε συντρόφους, κι άλλοι αργότερα βρέθηκαν στα ξερονήσια. Μέσα στην κατοχή και την πείνα, οι νεαροί εραστές απέκτησαν μια κόρη και, εμπνευσμένοι από την ηρωΐκή εθνική αντίσταση, την ονόμασαν Ελευθερία- Ρόζα. Μετά την απελευθέρωση έκαναν κι ένα αγόρι τον Κάρολο, είχαν αρχίσει και τα μαθήματα μαρξισμού τότε.

    -- Διαφήμιση --

    Με δυό μικρά παιδιά και ζώντας στην Πελοπόννησο, μακριά από τα βουνά που είχε αρχίσει ο καινούργιος αγώνας, δεν μπλέχτηκαν στον εμφύλιο.

    Η Φώτω έγινε νοσοκόμα, και πηγαινοερχότανε στην πρωτεύουσα του νομού, ενώ ο Παναγής ασχολιότανε με τα χτήματα κι άνοιξε κι ένα παντοπωλείο στη μικρή κωμόπολη. Όλα φαίνονταν καλά , παντρεύτηκαν κιόλας για να μη λένε τα παιδιά τους μπάσταρδα, φτιάξανε και το πατρικό του Παναγή με όλες τις σύγχρονες πολυτέλειες, όπως εσωτερικό μπάνιο, τα είχαν όλα.

    -- Διαφήμιση --

    Μα με τη Φώτω κάτι δεν πήγαινε καλά. Έμενε πολλά βράδυα στην πόλη, είχε να ξενυχτήσει αρρώστους έλεγε, αγόραζε ρούχα και κάποια χρυσαφικά που δεν δικαιολογούσε ο μισθός της.

    Είδε κι αποείδε ο Νάσος, ρώτησε, την ακολούθησε κι ο ίδιος κανά δυό φορές, νιώθοντας ντροπή που έφτασε σε αυτό το σημείο, μα ήταν πια ολοφάνερο. Όχι μόνο ξενοκοιμόταν η Φώτω, μα είχε και τακτικούς πελάτες που της χάριζαν κοσμήματα, και το χειρότερο της έδιναν και λεφτά, είχε γίνει γνωστή σε όλη την πόλη, κι όλο έβρισκε καινούργιους και πιο πλούσιους εραστές.

    Τέτοια κατάντια που να το περιμένεις. Αναγκάστηκε να τη χωρίσει και αυτή έφυγε για την Αθήνα, αδιαφορώντας για τα παιδιά της.

    Ο Παναγής ξαναπαντρεύτηκε μια γειτόνισσα, από καλό σόι, με προίκα αλλά κυρίως με χρυσή καρδιά. Μεγάλωσε τα παιδιά του σα νάτανε δικά της κι αυτά τη φώναζαν μάνα. Μα η Ελευθερία, που ήταν η πιο μεγάλη είχε το μαράζι της πρώτης μάνας που έφυγε.

    Όταν τέλειωσε το γυμνάσιο την έστειλε ο πατέρας της να μάθει αγγλικά, πήρε και το πτυχίο.

    Αργότερα ζήτησε από τον πατέρα της λεφτά να φύγει στην Αθήνα, να βρει δουλειά έλεγε. Εκεί έψαξε, βρήκε τη μάνα που είχε να δει σχεδόν 15 χρόνια, κι αυτή την καλοδέχτηκε. Ζούσε με έναν άεργο και μικρότερό της, τον παρουσίαζε για άντρα της.

    Βρήκε αμέσως δουλειά η Ελευθερία, στην Αθήνα τώρα τη φώναζαν Λώρα, πήγε δασκάλα σε ένα κοντινό φροντιστήριο αγγλικών.

    Μα στο σπίτι τα πράγματα ήταν περίεργα.

    Η μάνα ξενυχτούσε και συνέχεια καλούσε την κόρη να πάνε σε κλαμπ με καλή παρέα. Άρχισε να καταλαβαίνει τι γίνεται, θυμήθηκε και κάτι μισόλογα που άκουγε στο χωριό. Μα ντρεπότανε, με τι μούτρα να γυρίσει πίσω στον πατέρα της, αν και ήξερε πως θα της ανοίξει την αγκαλιά του. Και τα λεφτά που έβγαζε με τη διδασκαλία των Αγγλικών, δεν φτάνανε να νοικιάσει σπίτι.

    Πέρασαν δυό δύσκολα χρόνια, με όλο καινούργια περιστατικά που επιβεβαίωναν την κατάντια της μάνας. Και το χειρότερο ήθελε να παρασύρει την κόρη της στο βούρκο, όλο έφερνε στο σπίτι κυρίους και τη σύστηνε.

    Ένα βράδυ, η μάνα αργούσε, ο τζαναμπέτης ο νταβατζής της, ήταν πιωμένος και ρίχτηκε στο κορίτσι. Όχι πως αν ήταν η μάνα εκεί θα την υπεράσπιζε, μπορεί να ζήλευε, μα ταυτόχρονα θάκανε τα πάντα να μη χάσει τον αγαπητικό της.

    Κλειδώθηκε στο δωμάτιο η Λώρα και το πρωί τα μάζεψε, πήρε και κάτι λίγα λεφτά, και έφυγε, μα δεν είχε που να πάει. Σκέφτηκε μια θειά της μάνας, πλούσια και άκληρη, που συνέχεια την καλούσε να πάει να μείνει μαζί της, στην επαρχία, κι έλεγε πως θα την προικίσει.

    Πήρε το λεωφορείο για την πρωτεύουσα του νομού, μισή ώρα από το χωριό του πατέρα της, και ζήτησε βοήθεια. Η θειά δικαιολογούσε τη μάνα της, αυτός ο αλήτης που βρήκε στην Αθήνα φταίει έλεγε. Μα ο πιο μεγάλος φταίχτης ήταν ο πατέρας της, που χώρισε τη Φώτω χωρίς λόγο, έλεγε η θειά, και την οδήγησε στην άνομη ζωή.

    Δεν αντιμιλούσε η μικρανιψιά, ευτυχώς η θειά ήταν ηθική, λίγο στριμμένη, αλλά τη Λώρα την αγαπούσε, λες κι ήταν το παιδί που δεν αξιώθηκε να κάνει.

    Ο ερχομός της Λώρας στην επαρχιακή πόλη έκανε αίσθηση.

    Ψηλή και όμορφη, με την αχλύ ενός σκοτεινού παρελθόντος να την τυλίγει, κληρονόμος πια της πλούσιας γριάς, όλοι γι’ αυτή την περίεργη νιόφερτη μιλάγανε, στα καλύτερα σαλόνια αλλά και στα φτωχόσπιτα.

    Και αυτή, παρόλη την επισφαλή κοινωνική της θέση, ήταν δυναμική και μοντέρνα και δεν δίσταζε να εκφράζει αντισυμβατικές απόψεις. Τάραξε τα νερά κι έφερε έναν αέρα επαναστατικό στη συντηρητική κλειστή κοινωνία της επαρχίας.

    Κάτι τα ακούσματα στο σπίτι του πατέρα της, κάτι τα δυό χρόνια στην πρωτεύουσα που τα ήθη και οι πολιτικές απόψεις, άλλαζαν με γρήγορο ρυθμό, την είχαν κάνει ικανή να εκφράζεται ανοιχτά για τα πιστεύω της, και να μην κάνει πίσω όταν μιλούσαν οι άντρες.

    Άκουγε Θεοδωράκη, ψήφιζε Γιώργο Παπανδρέου, και υπερασπιζότανε την ισότητα ανδρών και γυναικών. Διάβαζε Χεμινγουέι και Οσκαρ Ουάιλντ και είχε μια μικρή βιβλιοθήκη στο δωμάτιό της. Από εκείνη δανείζονταν τα λίγα παιδιά της γειτονιάς, που τους άρεσε η λογοτεχνία Και μίλαγε στη δημοτική χωρίς να σέβεται την καθαρεύουσα, φτιαχτή γλώσσα των τάχαμου αριστοκρατών έλεγε, ο λαός δεν μιλάει έτσι, μόνο στο σχολείο ταλαιπωρούνε ακόμα τα παιδιά.

    Για να μη μένει στο σπίτι, άρχισε να κάνει μαθήματα Αγγλικών στα παιδιά των καλών οικογιενειών, έβγαζε τα έξοδά της, και ευτυχώς βρήκε και παρέα για να βγαίνει έξω, στο σινεμά και στο ζαχαροπλαστείο.

    Αρχικά γνώρισε τη Νιόβη, και αυτή την καλοδέχτηκε. Η Νιόβη ανιψιά του συγχωρεμένου του θείου, κόρη της μεγάλης του αδελφής, είχε πάρει από το θείο Αριστόβουλο, προίκα ένα διώροφο σπίτι, μιας και, όπως έλεγε η χήρα μάνα της, η Γιώργαινα, 10 χρόνια που είχε την επιστασία των χτημάτων ο αδελφός της, έβγαλε τόσα, που τρία σπίτια μπορούσε να κτίσει. Έτσι η Νιόβη δεν αισθανόταν αδικημένη από την καινούργια κληρονόμο, αλλά κυρίως είχε καλή ψυχή και λυπότανε το κορίτσι για τόσα που είχε περάσει.

    Ήρθε από το χωριό και η Μαριώ, με το απολυτήριο γυμνασίου, έψαχνε να δουλέψει σε γραφείο, ήταν άμαθη από τις δουλειές στα χωράφια. Ήταν η μοναχοκόρη της μικρότερης κουνιάδας, της Κωνσταντίνας, της πιο μορφωμένης στο σόι, μιας και είχε τελειώσει το δημοτικό και μπορούσε και διάβαζε εφημερίδα, μα και τα γράμματα σε αδελφές και νύφες. Είχανε βλέπεις χάσει τα λεφτά, πέθανε κι ο πατέρας, το κορίτσι έπρεπε να δουλέψει.

    Ελεύθερες κι οι δύο, η Λώρα και η Μαριώ, κοντά στην ηλικία, ταιριάξανε αναγκαστικά, βγαίνανε βόλτα μαζί τις Κυριακές στην μεγάλη πλατεία, το λεγόμενο νυφοπάζαρο. Κοντή και αφρατούλα η Μαριώ, δεν είχε την φινέτσα της Λώρας, κι όπου πηγαίνανε ένιωθε δεύτερη στο θαυμασμό των αντρών, και κρυφά τη ζήλευε.

    Άσε που από τα σπίτια του θείου Αριστόβουλου, το ένα το πήρε η Νιόβη, και τα άλλα τρία η θειά, ήθελε να τα δώσει όλα στο σόι της. Ανάθεμα στο μακαρίτη που δεν τα μοίρασε σωστά, ούτε σκέφτηκε τις αδελφές του που τόσο τον αγάπαγαν.

    Η Λώρα άνθισε στο καινούργιο περιβάλλον, μέστωσε κι έγινε ακόμα πιο γοητευτική. Άρχισε να έχει πολλές προτάσεις, υπήρχε κι η περιουσία, τόσα σπίτια και λίρες λέγανε, θα τη προικίσει καλά η θειά Χρυσή.

    Μια άλλη κουνιάδα της θειάς, αδελφή κι αυτή του συγχωρεμένου, της προξένεψε το μικρότερο γιό της. Να μοιραστεί και δίκαια η περιουσία έλεγε. Ήταν ωραίος ο Αρίστος, αρρενωπός, με καλή δουλειά, χτύπησε η καρδιά του κοριτσιού, και το προξενιό εξελίχτηκε σε έρωτα.

    Αρραβωνιάστηκαν μες τη χαρά, μα σε ένα χρόνο, χάλασε ο αρραβώνας. Δεν τα βρήκαν στην προίκα, μάλωσαν οι δυό γριές στρίγγλες, έκανε πίσω ο Αρίστος που τόπαιζε και Δον Ζουάν, κανείς δεν κατάλαβε πως έγινε.

    Έμεινε απαρηγόρητη η Λώρα, όσο για τον Αρίστο, αυτός, αν και ποτέ δεν την ξέχασε, άνανδρος όπως πολλοί άντρες, έλεγε εμπιστευτικά στο σόι, πως την έδιωξε γιατί δεν τη βρήκε παρθένα.

    Πέρασαν κάποια χρόνια και η Λώρα έδωσε εξετάσεις και βρήκε δουλειά στην τοπική τράπεζα. Εκεί πολλοί τη φλερτάρανε, κι ένας τη ζήτησε σε γάμο.

    Κανά δυό χρόνια τώρα η Λώρα τάχε φτιάξει με το Νάσο, ένα μικροέμπορο, κατώτερό της λέγανε, που την αγαπούσε και ήταν κι ωραίος άντρας. Τώρα ο Νάσος έβλεπε πως κινδύνευε να τη χάσει, γιατί η θειά την πίεζε να παντρευτεί και της είχε καλοφανεί ο τραπεζικός.

    Πήγε λοιπόν, το είπε στους γονείς του και πήγανε μαζί να τη ζητήσουνε. Ακούστηκαν και κάτι κουτσομπολιά πως ο τραπεζικός ήταν χαρτοπαίκτης, την παρακάλεσε γονατιστή τη θειά η Λώρα, κι έτσι δέχτηκε η γρια Χρυσή το Νάσο για γαμπρό, και τους έγραψε και το ένα σπίτι προίκα.

    Κυρία πια στο σπίτι της, η Λώρα, τα ξαναβρήκε με τον πατέρα και τη μητριά που τη μεγάλωσε, και τους καλοδεχότανε, προς κακοφανισμό της γρια θειάς, που όμως δεν είχε πια το πάνω χέρι και δεν τολμούσε να πει κουβέντα.

    Ο μόνος που στεναχωρέθηκε από το γάμο, ήταν ο 10χρονος γιός της Νιόβης, της ξαδέλφης εξ αγχιστείας, που ήταν ερωτευμένος με τη Λώρα από χρόνια, (όταν ήταν 3-4 χρονών της φώναζε από το μπαλκόνι Τάι τάι τα, κανείς δεν ήξερε πως του ήρθε ή τι σήμαινε αυτό το όνομα) και έλεγε σε όλους πως όταν μεγαλώσει θα την παντρευτεί.

    Πέρασαν τα χρόνια, κάνανε δυό παιδιά και δεν υπήρχε ζευγάρι πιο ερωτευμένο από αυτούς. Μια φορά σε μια οικογιενειακή εκδρομή στο βουνό, όλο το σόι άκουσε, τα βογγητά και τα γλυκόλογα, άλλοι γελάσαν πονηρά, και οι γυναίκες ζήλεψαν.

    Ο Νάσος πρόκοψε, ήταν έξυπνος και κατέβαζε ιδέες στο εμπόριο. Έκανε κολλεγιά με κάτι μεγαλέμπορους και είχε καινοτόμες προτάσεις, έβλεπε πως η εποχή της μεγάλης φτώχειας τελειώνει, και η μεσαία τάξη που αποχτά λεφτά, θέλει τις πολυτέλειες της Ευρώπης.

    Έτσι πρότεινε τη στροφή της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε ηλεκτρικές συσκευές,- ακόμα τότε τα σπίτια είχαν το ψυγείο με τον πάγο, και πλύση γινότανε στη σκάφη.

    Αλλά και τα πρώτα αυτοκίνητα άρχισαν να εμφανίζονται, και οι εύποροι αστοί, ζητούσαν πλακάκια και είδη υγιεινής για το καινούργιο μπάνιο, πικ-απ και ραδιόφωνα.

    Έρεε πλέον το χρήμα στο σπίτι του ζευγαριού, άλλαξαν τα έπιπλα, έπαιρνε χρυσαφικά στη Λώρα ο άντρας της σε κάθε επέτειο, και πια δεξιώνονταν όλο και πιο σπουδαίους ανθρώπους από τις μεγάλες οικογιένειες της πόλης.

    Ο Νάσος γράφτηκε στο κόμμα, απέκτησε γνωριμίες στα υπουργεία, άρχισε τις εισαγωγές -εξαγωγές, πήγαινε και στο εξωτερικό κι έπαιρνε και τη γυναίκα του μαζί.

    Με τα χρόνια έκτισαν και μια βίλα στην παραλία με κήπο και περιβόλι, κι εκεί παραθέριζαν. Αλλά πήγαιναν και σε γνωστά θέρετρα, μέχρι και στο Πήλιο πήγανε έλεγε η Νιόβη με δέος.

    Σιγά σιγά είχε αρχίσει να αλλάζει η Λώρα. Άρχισε να ασχολείται με φιλανθρωπίες, έστειλε τα παιδιά σε ιδιωτικό σχολείο, ακόμα και ο τρόπος που μιλούσε ήταν διαφορετικός, όταν όλοι άρχισαν να μιλούν δημοτική, αυτή μιλούσε πια καθαρεύουσα, όχι την καθαρεύουσα του 1960, πάντως έλεγε η πόλις και εθίχθη, και άλλα τέτοια, καμιά σχέση με όταν πρωτοήρθε στην επαρχία. Γράφτηκε και στο ροταριανό όμιλο και καλλιεργούσε τις σχέσεις με τις ψηλομύτες αριστοκράτισσες, τα παλιά λεφτά της πόλης, που περιφρονούσαν τους νεόπλουτους, μα η Λώρα ήταν καλλιεργημένη, και καλόγουστη και τη δέχτηκαν στον κύκλο τους.

    Έτσι καλοπάντρεψε και την κόρη, που είχε τελειώσει το Κολλέγιο στην Αθήνα και ήξερε και πιάνο. Κι όχι με κανά ξεπεσμένο αριστοκράτη, μα μπήκε στην παλιότερη και πλουσιότερη οικογιένεια της πόλης.

    Ο γιός σπούδασε οικονομικά και συνέχισε στην επιχείρηση, με τον πατέρα του.

    Στο μόνο που δεν άλλαξε η Λώρα, ήταν πως κράτησε τις φιλίες με όσους τη στήριξαν στα πρώτα δύσκολα χρόνια. Καλούσε τη Νιόβη σπίτι της και αγαπούσε τα παιδιά της, αν και είχανε αποχτήσει αριστερές ιδέες στο πανεπιστήμιο, όπως ήταν και το κλίμα της μεταπολίτευσης.

    Η άλλη ξαδέλφη η Μαριώ, είχε παντρευτεί με προξενιό στην Αθήνα, δυστύχησε στο γάμο της, και πια σπάνια βρίσκονταν, καμιά φορά τα καλοκαίρια, μα η Λώρα πάντα τη δεχότανε θερμά.

    Και παρόλο που η θειά Χρυσή, που δεν έλεγε να πεθάνει, κατάφερνε με τις κακίες της να της χαλάει την καρδιά κάθε τόσο, κι ενώ, με τόσα λεφτά που έβγαζε ο άντρας της, δεν είχε πια ανάγκη την υπόλοιπη προίκα, αισθανότανε υποχρεωμένη απέναντι στη θειά που της άλλαξε τη ζωή, και την φρόντιζε ως το τέλος.

    Δεν την έχει ανάγκη την προίκα, αλλά την πήρε, λέγανε στο σόι, έκανε τα δυό σπίτια πενταόροφες, κι ένα διαμέρισμα δεν έδωσε σε ξαδέλφες που είχαν ανάγκη.

    Εκείνο που δεν άλλαξε ποτέ, ήταν η μεγάλη αγάπη με τον άντρα της, εξάλλου για χάρη του είχε αφήσει τις ιδέες και τα πιστεύω της, για να τον βοηθήσει στην κοινωνική του άνοδο.

    Αλλά κι ο Νάσος, την κοίταγε στα μάτια, μια φορά που αρρώστησε η Λώρα και αυτός τρομοκρατήθηκε, έβαλε τα κλάματα μπροστά στο γιατρό.

    Σε πολλά ήμουν άτυχη στη ζωή μου, στα περισσότερα, εκμυστηρεύτηκε μια φορά στη Νιόβη, στο μόνο που ήμουν τυχερή ήταν στο γάμο μου. Μα αυτό είναι το σπουδαιότερο είπε εκείνη, είσαι πολύ τυχερή να λες.

    Μα οι θεοί θυμώνουν με τόση ευτυχία, τη θεωρούνε ύβρι, και τιμωρούνε τους θνητούς.

    Νέος ακόμα, ούτε 60 χρονών ο Νάσος έπαθε ανακοπή και πέθανε. Η Λώρα σχεδόν συνομίληκη του, έμεινε χήρα και απαρηγόρητη.

    Τα παιδιά και τα δυό εγγόνια δεν έφταναν να καλύψουν τον ξαφνικό χαμό του μεγάλου της έρωτα. Και η προηγούμενη ζωή της, της φαινόταν ανούσια.

    Έφυγε στην Αθήνα, άρχισε να ασχολείται με πολιτιστικές δραστηριότητες, εκεί γνώρισε ένα συγγραφέα, γνωστό στους κύκλους των διανοουμένων, είχε εκδώσει κάποια βιβλία, είχε πάρει και ένα κρατικό βραβείο, και ευτυχώς δούλευε και σε μια ιδιωτική σχολή και με αυτά τα λεφτά ζούσε, γιατί ως γνωστόν η τέχνη δεν μπορεί να σε θρέψει. Αριστερός, ιδεαλιστής, της θύμισε τον πατέρα της.

    Στο τέλος τον παντρεύτηκε κι έζησαν καλά μαζί για πολλά χρόνια.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --