18.1 C
Galatsi
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Στο Σινεμά Αλεξάνδρα μεγάλωσα ρε μaλάkεs.

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ανάρτηση της Ναταλίας Κακουλίδου, δημοσιεύουμε με την άδεια της

    Στο Σινεμά Αλεξάνδρα μεγάλωσα ρε μaλάκεs. Δίπλα στο σινεμά υπήρξε το λύκειο που έβγαλα. Το σινεμά ήταν η απαντοχή μου. Οι κοπάνες μου, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ήταν και θα είναι για πάντα. Έχω δει άπειρες ταινίες μόνη μου εκεί.

    Με εκνευρίζουν και τα νοσταλγικά ποστ. Εξιδανικεύουν εποχές που κάθε άλλο παρά ιδανικές ήταν. Ωστόσο οι αίθουσες της Καλλιθέας ήταν οι περισσότερες αναλογικά με τους κατοίκους της κάποτε.

    Έχω ξαναγράψει για το τι απέγιναν οι βαριόμοιρες αίθουσές της. Θριφτάδικο το Ετουάλ, το Καλλιθέα έγινε Ζάρας, ΑΒ Βασιλόπουλος το Τροπικάλ, πολυκατοικία ο κινηματογράφος δίπλα από τον οποίο μεγάλωσα, το Παρέλ, που διαμόρφωσε την κινηματογραφική μου συνείδηση. Πολλά έχουν απλώς εγκαταλειφθεί και ρημάζουν. Το Αφαία. Το Μαργαρίτα.

    Στο φέισμπουκ ανακάλυψα με έκπληξη πως οι περισσότεροι σινεφίλ φίλοι μου ή ήταν γείτονες ή τακτικοί θαμώνες στη κινηματογραφική μας γειτονιά. Τελικά αν είσαι Καλλιθιώτης, κάπως έχεις συνδέσει τη ζωή σου με το σινεμά. Το Αλεξάνδρα ήταν η τελευταία κλειστή αίθουσα στη γειτονιά. Μένουν το Φλερύ και το Διονυσία μέχρι να γίνουν και αυτά πολυκατοικίες και πάρκινγκ.

    Δεν κλαίω πάνω από χυμένο γάλα. Είμαι βαθιά θυμωμένη. Δεν είναι πως δεν κάναμε ό,τι έπρεπε. Το κάναμε. Και οι αίθουσες γεμάτες ήταν. Και το μπαρ δούλευε. Και με κόσμο γέμιζε. Και οι αιθουσάρχες κρατούσαν μια πολύ καλή ισορροπία στο πρόγραμμά τους. Και παιδικές παραστάσεις νωρίς τις Κυριακές, και κουκλοθέατρο, και Καραγκιόζη. Είδα το Nightmare Alley εκεί (κι εγώ Άκη), την Μπέλα Μπαξτερ με τις φίλες μου εκεί, κάνοντας φασαρία στη γαλαρία, χοροπηδώντας α λα Μπέλα στο διάλειμμα για τα Νάτσος. Βγήκα κομμάτια από το All of us Strangers, τρεκλίζοντας μέχρι το σπίτι μου. Τελευταίο το Dune.

    Πού να ’ξερα. Πάντα στη τελευταία σειρά, για να απλώνω την αρίδα μου και να έχω περιφερειακή οπτική της κατάστασης και αντίληψη της ατμόσφαιρας. Κυρίως αυτό. Να ψυχανεμίζομαι την ατμόσφαιρα. To read the room, για όποιον καταλαβαίνει.

    Από το σπίτι μου ήταν χρονομετρημένα 13 λεπτά περπάτημα. Έβαζα τα ακουστικά, κάτω το κεφάλι και πήγαινα με τις μηχανές στο φουλ. Πάντα η έξοδος ήταν διαφορετική. Πάντα τα 13 λεπτά της επιστροφής ήταν συμπυκνωμένος χρόνος. Και ενώ η μνήμη μου δε με βοηθάει πολύ, θυμάμαι πως έχω συνδέσει τις περισσότερες ταινίες με τις αίθουσες μέσα στις οποίες τις είδα. Έμενα πάντα, πάντα όμως, να δω μέχρι και τα τελευταία end titles, να παρατηρήσω τον κόσμο όπως έβγαινε, να τον ακούσω όταν έβγαζε τσιγάρο για να συζητήσει με τους φίλους του αυτό που είδαν.

    Το Αλεξάνδρα ήταν το αποκούμπι μου. Το μεταβατικό μου αρκουδάκι σε έναν κόσμο που δεν αντέχεται. Δεν κλαίω πάνω από χυμένο γάλα. Είμαι θυμωμένη με εναλλαγές θλίψης και θέλω να βρίσω και να κλαίω εναλλάξ. Κλαίω από θυμό. Κλαίω γιατί δεν ξέρω τι άλλο να κάνω.

    Το Αλεξάνδρα κλείνει γιατί ο ιδιοκτήτης δεν ανανέωσε το συμβόλαιο. Κάποιος ιδιοκτήτης πάντα κάνει τη δουλειά. Δεν κλαίω γιατί υπάρχουν λόγοι και άνθρωποι που αποφασίζουν για εμάς.

    Δε μου αρέσουν τα κηδειόχαρτα και οι νεκρολογίες. Αλλά κάθε μέρα μου αφαιρείται και κάτι από αυτά που μου θυμίζουν εμένα. Τα πένθη μου τα θέλω βουβά γιατί νιώθω πως τους αναλογεί μια σιωπή για να χωρέσει αυτό που δε μπορεί να ειπωθεί με λόγια. Δε μου αρέσουν ούτε οι συναισθηματολογίες. Κι όμως. Αν διατηρήσαμε μια κάποια ισορροπία, κάποιοι, κάπως, ήταν γιατί μπορούσαμε να χωράμε σε κάποιον χώρο, όλα όσα δε μπορούσαν να ειπωθούν αλλιώς, να επεξεργαστούν αλλιώς.

    Ο κινηματογράφος δεν είναι κατανάλωση όπως είναι η τηλεόραση. Μας πήραν τον ελεύθερο χρόνο για να τον κάνουν χρήμα και να μας ταΐσουν εικονολατρεία κενή περιεχομένου, ένα παρατεταμένο συναισθηματικό freeze.

    Μας παίρνουν και τους χώρους τώρα. Τα παιδιά μαθαίνουν πια το Νετφλιξ και το Ντίσνει+. Αυτό δεν είναι όμως κινηματογράφος όμως. Μας παίρνουν τις αναμνήσεις μας, μας αφαιρούν όμως και το δικαίωμα σε ένα κάποιο μέλλον. Αργά, σταθερά, μεθοδικά, στοχευμένα. Δικαιούμαι, αν μη τι άλλο, να είμαι πολύ θυμωμένη. Και δεν χωράει ούτε πένθος, ούτε καμμία παρηγοριά.

    Καμίνι
    Καμίνι
    Μέλος της συντακτικής ομάδας του KAMINI.GR

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Σιωπώ αλλά μιλάνε όλα μου

    Γράφει η Μαρία K. Σπάνια είμαι συνοδηγός, συνήθως οδηγώ εγώ....

    Σταύρωση και Ανάσταση κατά τον πρώιμο χριστιανισμό

    Το κείμενο της Μαρώς Τριανταφύλλου πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science...

    Η τελευταία μάζωξη

    Γράφει η Μαρία Κ. Στο σχετικά μικρό καφενείο του Νώντα,...

    “Ιησούν ή Βαραββάν;”

    Γράφει η Μαρία Κ. Δεκαεννιά χρόνων η Δημητρούλα, μικρή για...
    -- Διαφήμιση --