17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Τα όνειρα το βράδυ

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει η Άννη Νούνεση

    Σκάλες πολλές είχε το σπίτι που ανέβαινε και τέσσερεις φορές χώρο να πάρεις αναπνοή. Αν ήθελες να σταματήσεις, μπορούσες ν’ αγναντέψεις τα καμπαναριά, τις εκκλησιές, να δεις τον Άγιο η να καθίσεις στα περβάζια δύο τεράστιων παραθύρων, να δεις τον κόσμο από κάτω.

    Στο πλάτεμα το τελευταίο, έξω από την πόρτα του κυρίου Γεωργίου, οι βιβλιοθήκες ήτανε τρεις και, όταν σου άνοιγαν να μπεις, αμέτρητες.

    -- Διαφήμιση --

    Πάλι βιβλία και εγκυκλοπαίδειες μπροστά σου. Δωμάτια και γραφεία, με σύμβολα, και ο Θεός σαν όραμα, πάνω απ’ όλα, ζωγραφισμένος στο ταβάνι.

    Από ένα διάδρομο, σαν του Μινώταυρου μακρύ και σκοτεινό, έφτανες στην κουζίνα. Εκεί ο θείος μαγείρευε και μίλαγε, λέγοντας πράγματα που συχνά η μικρή δεν άκουγε.

    -- Διαφήμιση --

    Το μαύρο πιάνο στο σαλόνι ήταν η εκτόνωσή της. Την άφηνε ο άνθρωπος αυτός να βαράει τα πλήκτρα σαν ξυλιές για να εκτονώνεται, χωρίς να λέει ποτέ «σταμάτα» ή να αναρωτηθεί μήπως της άρεσε αληθινά να μάθει.

    Της άρεσε που δεν έλεγε τίποτα για τον θόρυβο που έκανε το πιάνο, μα θύμωνε που δεν της εξηγούσε, με λόγια καθαρά, τι ήθελε ο διαβήτης κοντά στου Θεού το φοβερό το μάτι, στο ταβάνι.

    Γιατί, από εκείνο το συμβάν, με το πολύ το ξύλο, τα χαστούκια και τις κλωτσιές που έφαγε, ως σύγχρονη Στέλλα Βιολάντη, πήγαινε στου θείου δύο φορές την εβδομάδα, μια και στο σπίτι η γριά είχε ζητήσει να την βλέπει όσο το δυνατόν λιγότερο.

    Το ίδιο και η μαμά της. Τις μέρες που πήγαινε στα Γαλλικά κάνανε υπομονή. Τις άλλες δύο και τρεις φορές την είχε αναλάβει ο Γκιόργκιο, παρόλο που εκείνη λαχταρούσε την μαμά.

    Τρώγανε κάθε φορά ένα φαγητό, παλιά της οικογένειας συνταγή, σε πιάτα προπολεμικά, κάτω από το τρίγωνο και τα πολλά τα κάδρα.

    Πώς να είναι στην ώρα της, της έλεγε. Ν’ ακούει και να κρατάει τα λόγια που της λένε, ήταν σκοπός, και να τα επεξεργάζεται έπειτα στο κρεβάτι, γιατί κάτω από κάθε λόγο υπήρχε αυτό που έπρεπε να βρει.

    Θα μάθεις να διαβάζεις, της έλεγε, κάτω από τις γραμμές, και δεν θα λες «εγώ», αν έστω και μια λέξη μπορεί να αλλάξει την απόφαση που θα έχεις πάρει.

    Αν θέλεις να δεσμεύεσαι μπορείς. Να ξέρεις, όμως, ότι θα είσαι ορθή, με τον σταυρό της δέσμευσης στο χέρι.

    Δεν αγαπάμε ούτε περιμένουμε να αγαπηθούμε. Μα αν νομίσουμε αγάπη ότι είναι αυτό που μας συμβαίνει, θα πρέπει ο εγκέφαλος να ξέρει τι θα δώσει, όχι τι θα πάρει.

    Το παρελθόν είναι το σήμερα, μην το ξεχνάς, μαζί και με το αύριο κάνουν το τώρα και εσύ είσαι υπεύθυνη γι’ αυτό.

    Τα όνειρα το βράδυ, αυτά που έχεις είναι η απάντηση. Θα πρέπει να ξέρεις πως ένιωθες την ώρα του ονείρου και να το εξηγείς. Αυτά στους άλλους δεν τα λες.

    Τέλος, έκλεινε το καπάκι του πιάνου ρωτώντας την αν είχε σκοπό να παίξει κι’ άλλο. Της έδινε ακριβώς το αντίτιμο του λεωφορείου και την έδιωχνε, την ώρα που περνούσε μέσα από την πόλη για να το προλάβει.

    Αυτή πάντα το έχανε και πήγαινε στο σπίτι με τα πόδια. Διέσχιζε τα φωτισμένα μαγαζιά, χάζευε στα δύο βιβλιοπωλεία που ήταν στον δρόμο της και ανέβαινε τα τρία σκαλιά που σε έφερναν στην πλατεία του ερειπωμένου θεάτρου. Δεξιά και αριστερά ήταν ο τοίχος στον οποίο βρισκόντανε τα θεωρεία. Έψαχνε πέτρες, πήδαγε και έκοβε μαργαρίτες, πιάνοντας και πυγολαμπίδες όταν ήταν άνοιξη.

    Κατέβαινε μετά από το θέατρο και συνέχιζε στα δεξιά, μπροστά από τα άλλα ερείπια της πόλης. Ψηλά τα κτίρια, μαύρα, και μέσα από αυτά, μετά από λίγο, τα φύλλα από τις άγριες συκιές ξεπρόβαλλαν σαν χέρια απλωμένα σε βοήθεια.

    Μέχρι το σπίτι της κάθε φορά μετρούσε τις οικογένειες που χάθηκαν. Όλες φίλες της Ντάντας και της Έλλης.

    Τεράστιες οι εκτάσεις, μα στο βάθος, σε ένα από τα σπίτια έμενε η Ρόζα, που είχε ακόμη η νόνα της.

    Εκεί πηγαίνανε γιαγιά και εγγονή επίσκεψη, πιασμένες χέρι – χέρι. Την ώρα αυτή το παιδί αγαπούσε την γιαγιά, γιατί στο σπίτι εκείνο τση Οβριάς, τα λόγια ήτανε γλυκά σαν μπισκοτίνια και οι κουβέντες τους ζεστές σαν το κακάο, παρόλο που μιλάγανε για πόλεμο.

    Σε τόνο χαμηλό, καπνίζοντας και οι δύο, λέγανε για τον Γκιόργκιο πως έσωσε και λέγανε που φύγανε ύστερα για το Ισραήλ κάτι ψυχές.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --